Του Κώστα Κουτσουρέλη
Το ερώτημα παραλλάσσει βέβαια τον τίτλο του περίφημου διηγήματος του Τολστόι «Πόση γη χρειάζεται ο άνθρωπος;» Σ’ αυτό ο ήρωας, ένας άπληστος γαιοκτήμονας βρίσκει όντως τελικά την απάντηση, πεθαίνοντας πάνω στην προσπάθεια να αυξήσει το έχειν του: δυο μέτρα όλη κι όλη.
Με τα βιβλία το πράγμα δεν είναι τόσο απλό. Ο Μάριο Βάργκας Γιόσα σ’ ένα μυθιστόρημά του έχει τον κανόνα των χιλίων: χίλια βιβλία, ούτε ένα παραπάνω, αν θες να βάλεις στο σπίτι ένα καινούργιο, πρέπει να ξεσκαρτάρεις ένα παλιό. Ο Κωστής Παλαμάς ήταν πολύ πιο αυστηρός: μια εταζέρα, ένα ραφάκι, χωράει τα ουσιώδη. Και ο συνονόματός του Κωστής Παπαγιώργης υπερθεμάτιζε. Τα μεγάλα βιβλία της ανθρωπότητας, έλεγε, είναι γραμμένα όλα προ Χριστού.
Εκατόν τριάντα βιβλία είχε στην κατοχή του όλα κι όλα ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Τόσα τουλάχιστον μετρήθηκαν στο εργαστήρι του μετά τον θάνατό του. Ανάμεσά τους 27 ελληνικά. Καμιά τριακοσαριά τίτλους περιείχε η βιβλιοθήκη του Καντ, το ξέρουμε γιατί μας σώθηκε ο κατάλογος του δημοπρατηρίου που τους έβγαλε στο σφυρί όταν πέθανε.
Μέχρι σχετικά πρόσφατα, το πρόβλημα το έλυνε το κόστος και η σπανιότητα των εκδόσεων. Εκατόν τριάντα βιβλία είχε στην κατοχή του όλα κι όλα ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Τόσα τουλάχιστον μετρήθηκαν στο εργαστήρι του μετά τον θάνατό του. Ανάμεσά τους 27 ελληνικά. (Ούτε ένας τόμος του Πλάτωνα!) Καμιά τριακοσαριά τίτλους περιείχε η βιβλιοθήκη του Καντ, το ξέρουμε γιατί μας σώθηκε ο κατάλογος του δημοπρατηρίου που τους έβγαλε στο σφυρί όταν πέθανε. Γύρω στους 700-800 κώδικες ήταν το ρεγάλο του Βησσαρίωνος προς τους Βενετούς, θεμέλιο της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης. (Λένε ότι η δωρεά ήταν με προθεσμία: την απελευθέρωση της Ελλάδας. Όχι φυσικά ότι οι απελευθερωθέντες τα διεκδικήσαμε ποτέ – δεν είναι δα και ελγίνεια…)
Τον καιρό του Σαίξπηρ, σε όλη την Αγγλία υπήρχαν μόνο δέκα βιβλιοθήκες με περισσότερους από 1000 τόμους, η μία της Αυτής Μεγαλειότητος Ελισάβετ Α'. Γύρω στα 1600, ακόμη και στις μεγάλες χώρες είναι ζήτημα αν έβγαιναν περισσότερα από εκατό λογοτεχνικά βιβλία τον χρόνο. Καμιά σαρανταριά τίτλοι ήταν η ετήσια ελληνική παραγωγή σε όλα τα είδη γραφής τον 18ο αιώνα. Στα 1850 έβγαιναν περίπου 150 τίτλοι κάθε χρονιά.
Σήμερα, εποχή πρωτοφανούς πληθωρισμού, οι τίτλοι που εκδίδονται κάθε χρονιά στην Ελλάδα πλησιάζουν τις 10.000. Και το βιβλίο για τους εραστές του μοιάζει να έχει γίνει βραχνάς. «Τι να πρωτοδιαβάσεις;» ρωτούσε ο Άγγελος Τερζάκης σε μια επιφυλλίδα του του 1972 για την πλημμυρίδα των νεοεκδιδόμενων βιβλίων. «Και μόνο για να κόβεις τα φύλλα τους δεν φτάνει η μισή μέρα. Ας υποθέσουμε πως την άλλη μισή την αφιερώνω στο διάβασμα. Και τη νύχτα. Πάλι δεν θα προφταίνω. Εγώ σου λέω πως δεν κάνω καμμιάν άλλη δουλειά... Υπόθεσε πως γίνομαι αναγνωστική μηχανή. Τι θα πετύχω; Η αντίληψή μου θα στομώσει, θ' αποβλακωθώ, δεν θα καταλαβαίνω τι διαβάζω, δεν θ' αφομοιώνω το παραμικρό και θα είμαι πια ανίκανος να κρίνω. Τότε προς τι το διάβασμα;»
Με παρόμοια λόγια περιγράφει το άγχος του φιλότιμου αναγνώστη ο Τέλλος Άγρας σ’ ένα κείμενό του γραμμένο τον Μεσοπόλεμο. Και να σκεφτεί κανείς ότι η βιβλιοπαραγωγή στις μέρες και του ενός και του άλλου ήταν μικρό κλάσμα της τρέχουσας. Δεν ξέρω τι θα έλεγαν οι δυο τους σήμερα αν έμπαιναν σε ένα βιβλιοπωλείο, πόσο άγχος θα ένιωθαν. Και αμφιβάλλω αν θα τους ανακούφιζε ότι πια δεν χρειάζεται να κόβουμε τόσο συχνά τις σελίδες.
Ποιο το επιμύθιο σ’ όλα αυτά; Γευσιγνώστης κοιλιόδουλος δεν γίνεται, ούτε φιλαναγνώστης βιβλιομανής. Στην εφηβεία και στην πρώτη νεότητα η πολυαναγνωσία είναι μια φάση βουλιμική απ' την οποία πολλοί περνούν, το διάβασμα όμως το πραγματικό το μαθαίνουν μόνο όσοι την ξεπερνούν. Ο πραγματικός εραστής των βιβλίων όσο παρέρχονται τα χρόνια διαβάζει λιγότερο. Το κυριότερο: ξαναδιαβάζει. Ας βουλιάζουν τα ράφια μας κάτω απ’ το καινούργιο βάρος που διαρκώς τους φορτώνουμε (το κακό χούι δεν κόβεται...). Εκείνη η εταζέρα στο πλάι μας πρέπει όσο πάει και να ελαφραίνει.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.