Στο ερώτημα ποιος είναι ο μεγαλύτερος ποιητής που ανέδειξε η νεώτερη Ελλάδα, απαντήσεις κατά καιρούς έχουν δοθεί ποικίλες, με το όνομα του Σολωμού, τα τελευταία εκατό χρόνια αν μη τι άλλο, να επικρατεί. Σε κάθε περίπτωση, είναι και ζήτημα υποκειμενικό, οι εποχές μεταξύ τους δύσκολα ζυγιάζονται και μετριούνται με κριτήρια κοινά. Ποιος όμως θεωρείται εκάστοτε ο μεγαλύτερος εν ζωή ποιητής, αυτό είναι σε σημαντικό βαθμό εκτιμήσιμο, το βλέπει κανείς στην ιστορία της πρόσληψής της λογοτεχνίας μας τη συγκεκριμένη περίοδο.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Έτσι μια τέτοια θα μας έλεγε λ.χ. ότι ο Σολωμός από την έκδοση του Ύμνου το 1823 ώς τον θάνατό του δεν έχει αντίπαλο, στα φιλόμουσα Εφτάνησα τουλάχιστον, που κρατούν και τα σκήπτρα στα γράμματα. (Στην λογοτεχνικώς επαρχιακή και αρχαΐζουσα Αθήνα ως γνωστόν μεσουρανούν οι Σούτσοι). Από το 1857 που πεθαίνει, τον αντικαθιστά ο Βαλαωρίτης, που μολονότι δημοτικιστής η βροντερή του φωνή ακούγεται και στην πρωτεύουσα του νεαρού βασιλείου – το ποίημα που εκφωνεί στην αποκάλυψη του ανδριάντα του Γρηγορίου Ε' είναι ίσως η επισημότερη στιγμή του. Μετά και τον δικό του θάνατο το 1879, poeta laureatus, ποιητής δαφνηφόρος περίοπτος είναι ο Αχιλλέας Παράσχος. Η δημοτικότητα του Παράσχου για είκοσι τουλάχιστον χρόνια επισκιάζει εκείνην κάθε άλλου ομοτέχνου του, του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή περιλαμβανομένου. Ή έκδοση των Απάντων του το 1885 γίνεται ανάρπαστη και τού αποφέρει ένα για τα μέτρα της εποχής τεράστιο ποσό.
O Σολωμός από την έκδοση του Ύμνου το 1823 ώς τον θάνατό του δεν έχει αντίπαλο, στα φιλόμουσα Εφτάνησα τουλάχιστον, που κρατούν και τα σκήπτρα στα γράμματα.
Το ξόδι του στα 1895, παρουσία του βασιλέως σημειωτέον, βρίσκει κυρίαρχο τον ούτε σαραντάρη ακόμη Κωστή Παλαμά. Μας το πιστοποιούν δύο γεγονότα: ότι του ανατέθηκε να γράψει εκείνος το κείμενο του Ολυμπιακού Ύμνου το 1896, για να συνοδεύσει τη μουσική του Σπύρου Σαμάρα, ξακουστού τότε συνθέτη στην Ιταλία. (Να πω εδώ ότι ο Ολυμπιακός Ύμνος μαζί με τον Εθνικό μας Ύμνο είναι τα πιο πολυμεταφρασμένα ποιήματα της νεοελληνικής γλώσσας). Και ότι όταν το "Άστυ" τον Δεκέμβρη του 1898 απευθύνει στους Έλληνες λογίους το ερώτημα «ποίος ο πρώτος των ζώντων ποιητών;», οι περισσότεροι απαντούν, τι άλλο, ο Κωστής Παλαμάς.
Από τότε ώς τον θάνατό του το 1943, η θέση του Παλαμά στην κορυφή μπορεί να αμφισβητήθηκε πολλές φορές, και να κλονίστηκε κάμποσες, όμως σοβαρά δεν κινδύνευσε. Κανείς από τους δυνάμει ανταπαιτητές του (Σουρής, Σικελιανός, Βάρναλης, Καζαντζάκης, Καβάφης, Καρυωτάκης) δεν μπορούσε να σηκώσει πάνω του τον ρόλο που εκείνος διαδραμάτιζε στη δημόσια σφαίρα, όλοι τους είχαν οπαδούς μόνο σ' ένα μέρος του ακροατηρίου που εκείνος συνένωνε. Ακόμη και ο τελικός του διάδοχος, ο Σικελιανός, το χρίσμα το έλαβε στην κυριολεξία πάνω απ' τον τάφο του – με τον περίφημο εκείνο επιτάφιο θούριο που απήγγειλε στην κηδεία του. (Ποίημα τότε εκφώνησε και ο Σωτήρης Σκίπης, ποιος το θυμάται ωστόσο – κι όμως ο Σκίπης κι όχι ο Σικελιανός έγινε με την Απελευθέρωση ακαδημαϊκός...)
Η βασιλεία του Σικελιανού υπήρξε σύντομη. Οι νεώτεροι είχαν ήδη κερδηθεί από τον μοντερνισμό, ήταν ζήτημα χρόνου το κύρος του σημαντικότερου εκπροσώπου του, του Γιώργου Σεφέρη, να επιβληθεί και καθολικά.
Η βασιλεία του Σικελιανού υπήρξε σύντομη. Οι νεώτεροι είχαν ήδη κερδηθεί από τον μοντερνισμό, ήταν ζήτημα χρόνου το κύρος του σημαντικότερου εκπροσώπου του, του Γιώργου Σεφέρη, να επιβληθεί και καθολικά. Με τον θάνατο του Σικελιανού το 1951, η σκυτάλη περνάει στα χέρια του για μια εικοσαετία, επιβεβαιώνεται διεθνώς το 1963 και, εκ νέου, στην πάνδημη κηδεία του επί δικτατορίας. Για μια ακόμη φορά, η αντίσταση στην τυραννία εκδηλώνεται βροντερά πάνω απ' το φέρετρο ενός ποιητή.
Μετά το 1971 και για δύο δεκαετίες έχουμε κάτι σαν συμβασιλεία ποιητική. Λαοφιλέστερος στο εσωτερικό και το εξωτερικό ο Γιάννης Ρίτσος (οι συλλογές του έχει υπολογιστεί ότι ώς τις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχαν κυκλοφορήσει σε 1.000.000 αντίτυπα!), με το Νομπέλ στο παλμαρέ του και προσφιλέστερος στους κύκλους του πανεπιστημίου και της κριτικής ο, επίσης δημοφιλής, Οδυσσέας Ελύτης, θα πορευτούν από κοινού ώς τον θάνατο του πρώτου, το 1990.
Μετά την εκδημία και του Ελύτη το 1996, η κατάσταση γίνεται κάπως ασαφής. Γενικά, η ποίηση έχει ξεπέσει στη δημόσια σφαίρα. Επιφανέστερος ποιητής της εποχής είναι αναντίρρητα ο Μανόλης Αναγνωστάκης, όμως κατηγορείται ότι "σιωπά" εκδοτικά και το μεταγενέστερο σατιρικό του έργο η κριτική δεν το πολυπαίρνει στα σοβαρά. Οι άλλοι διάσημοι ποιητές της περιόδου, ο Σαχτούρης, ο Χριστιανόπουλος, είναι ειδικής θεματολογίας, δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του ρόλου.
H Δημουλά ανανεώνει τον ρόλο του δημόσιου ποιητή, κατά τρόπο απροσδόκητο ίσως, καταπώς φαίνεται όμως δραστικό.
Ο Αναγνωστάκης πεθαίνει το 2005. Το αργότερο από τότε, το ερώτημα «ποίος ο πρώτος των ζώντων ποιητών;», παρότι σπανίως το θέτουμε ευθέως, παίρνει συνήθως ως απάντηση το όνομα της Κικής Δημουλά. Η κυκλοφορία των βιβλίων της, η εκλογή της στην Ακαδημία, η δημόσια παρουσία της, η διεθνής προβολή της, η εντυπωσιακή δημοτικότητά της, ιδίως μεταξύ των νέων, ακόμη και οι οργίλες αμφισβητήσεις της από μερίδα του σιναφιού, όλα συντείνουν στην επίρρωση του πρωτείου της. Γενικά, η Δημουλά ανανεώνει τον ρόλο του δημόσιου ποιητή, κατά τρόπο απροσδόκητο ίσως, καταπώς φαίνεται όμως δραστικό.
Ποιος θα τη διαδεχθεί μία των ημερών; Το πράγμα σηκώνει κουβέντα. Οι τίτλοι οι συμβολικοί υπάρχουν όσο ο κόσμος έχει ανάγκη τα σύμβολα. Προσφορά για το πόστο, δεν χωράει αντίρρηση, θα υπάρξει αθρόα. Ζήτηση;
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.