Με αφορμή τη νουβέλα του Λέον Τολστόι Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς (μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Ροές).
Της Τόνιας Μάκρα
«Το να μιλάς για τον Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς, εκφράζοντας μάλιστα τον θαυμασμό σου, είναι τουλάχιστον άτοπο. Το έργο αυτό ξεπερνά τα όρια της τέχνης και αποτελεί αυθεντική δημιουργία» αναφέρει σε επιστολή που έστειλε ο Ιβάν Κραμσκόι, ο Ρώσος ζωγράφος και κριτικός λογοτεχνίας, στον συγγραφέα και γνωστό φιλότεχνο Πάβελ Κοβαλέφσκι αμέσως μετά δημοσίευση της ομώνυμης νουβέλας του Ρώσου κλασικού, το 1886. Το απόσπασμα προέρχεται από το μακροσκελές και εξαιρετικό επίμετρο που υπογράφει η επιμελήτρια της έκδοσης Βιργινία Γαλανοπούλου.
Το να μιλάς για τον Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς, εκφράζοντας μάλιστα τον θαυμασμό σου, είναι τουλάχιστον άτοπο. Το έργο αυτό ξεπερνά τα όρια της τέχνης και αποτελεί αυθεντική δημιουργία.
Το παραθέτω ευθύς εξαρχής για να δηλώσω ότι δεν θεωρώ μόνον άτοπο αλλά έως παράλογο το να αναλάβω ακόμα και απλώς να εξάρω το συγκεκριμένο έργο του Τολστόϊ, που «πολλοί το έχουν τοποθετήσει δίπλα στα αριστουργηματικά μυθιστορήματά του Πόλεμος και Ειρήνη και Άννα Καρένινα, θεωρώντας ότι είναι ίσης λογοτεχνικής αξίας» (βλ. Επίμετρο). Η νουβέλα αυτή που φαίνεται ότι γραφόταν κατά τα έτη 1884-1885 δημοσιεύτηκε σε συλλογή έργων του μεγάλου συγγραφέα το 1886. Είναι εμπνευσμένη από ένα αληθινό περιστατικό –τον θάνατο ενός εισαγγελέα του δικαστηρίου από βαριά ασθένεια– και σύμφωνα με τον επίσης μοναδικής αξίας συγγραφέα Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ «είναι το πιο διαυγές, το πιο ολοκληρωμένο έργο του Τολστόι». Ενώ η Βιργινία Γαλανοπούλου σημειώνει επίσης στο Επίμετρο της ελληνικής έκδοσης: «Ο μεγάλος κλασικός δείχνει να κατέχει τα μυστικά και της μικρής φόρμας καταφέρνοντας να συγκινήσει όχι μόνο τους απλούς αναγνώστες αλλά και συγγραφείς διαφορετικών εποχών και ρευμάτων – ανάμεσά τους τον Ρομαίν Ρολλάν, τον Ιβαν Μπούνιν, τον Χούλιο Κορτάσαρ και φυσικά πολλούς υπαρξιστές».
Και πώς να μη συγκινήσει αναγνώστες, συγγραφείς και, βέβαια, υπαρξιστές μια νουβέλα που αναδεικνύει συγκλονιστικά τη μάχη ανάμεσα στη ματαιοδοξία της ανθρώπινης ζωής και τον φόβο του θανάτου; Ανάμεσα στα βάσανα του πονεμένου ανθρώπου που συνθλίβεται στις συμπληγάδες της ανομολόγητης ανάγκης του να γύρει και να κλάψει σε μια ζεστή αγκαλιά από τη μία ενώ από την άλλη παλεύει να σταθεί άξιος της καταναγκαστικής, κι ωστόσο κοινωνικά προβεβλημένης, εικόνας του αξιοπρεπούς αρρώστου. Αυτής της ολέθριας για το άτομο κοινωνικής σύμβασης που πηγάζει ουσιαστικά από την έλλειψη ενσυναίσθησης, ένα φαινόμενο διαχρονικό στην ανθρώπινη κοινωνία. Ίσως μεγεθυμένο σήμερα από την ανωνυμία της μεγαλούπολης, τις ανατροπές στις οικογενειακές σχέσεις και του πολυάσχολου σύγχρονου ατόμου που έχει ανάγει την προβολή της παντοδύναμης ισχυρής προσωπικότητας σε αναμφισβήτητη αξία.
Όλα αυτά τα συνήθη ανθρώπινα βάσανα και πάθη που μας αφηγείται η συγκλονιστική νουβέλα μού προκάλεσαν χίλιες μύχιες σκέψεις. Ροή συναισθημάτων και συνειρμών με έμπνευση την καθημερινή ζωή όλων μας και φυσικά τις εμπειρίες και τα προσωπικά μου βιώματα.
Ο ήρωας μελαγχολεί με τη συμβατική επαναληπτική ρουτίνας της ωριμότητας, τον συνεχή αγώνα για καταξίωση, το συναισθηματικό κενό που βασιλεύει στην οικογενειακή του ζωή, τον ανομολόγητο αλλά διαρκή ανταγωνισμό στον επαγγελματικό στίβο. Και αναρωτιέται πώς και γιατί μετά από όλον αυτόν τον αγώνα να βρεθεί δυστυχώς στο κρεβάτι του μελλοθάνατου.
Ο ήρωας λοιπόν του Τολστόι βιώνει χρόνια και επώδυνη ασθένεια, ο ίδιος αναζητά μάταια μια αγκαλιά να κλάψει για το μεγάλο κακό που τον βρήκε και τον θάνατο που καιροφυλακτεί στο κατώφλι του. Συγχρόνως, κοιτά προς τα πίσω, επανεκτιμά τη ζωή του και βιώνει το μάταιο της ύπαρξης, αντιλαμβάνεται την ξεχωριστή αξία της παιδικής ηλικίας –άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι από τους κόλπους της αντλεί έμπνευση η Τέχνη!– αλλά και τη φρεσκάδα και ανεξάντλητη χαρά των πρωτόγνωρων εμπειριών της νεότητας, όταν ακόμα υπάρχουν πράγματα και καταστάσεις που συγκινούν και μας εκπλήσσουν. Μελαγχολεί με τη συμβατική επαναληπτική ρουτίνας της ωριμότητας, τον συνεχή αγώνα για καταξίωση, το συναισθηματικό κενό που βασιλεύει στην οικογενειακή του ζωή, τον ανομολόγητο αλλά διαρκή ανταγωνισμό στον επαγγελματικό στίβο. Και αναρωτιέται πώς και γιατί μετά από όλον αυτόν τον αγώνα να βρεθεί δυστυχώς στο κρεβάτι του μελλοθάνατου. Όπου κι εκεί καλείται να πολεμήσει όχι μόνο την αρρώστια αλλά και να συνδράμει στη διατήρηση της ισορροπίας κοινωνικών στερεοτύπων και οικογενειακών καταναγκασμών. Και για να επιτευχθεί αυτή η ισορροπία οφείλει να πρωταγωνιστήσει στο Μεγάλο Ψέμα: σε μια πολυπρόσωπη παράσταση με κεντρικό ήρωα τον ίδιο και τριγύρω οικογένεια, φίλους, συναδέλφους, γιατρούς. Όλοι μαζί παίζουν το θέατρο του παραλόγου διαβεβαιώνοντάς τον ότι είναι θέμα χρόνου να ξαναγίνει «περδίκι».
Το χειρότερο; Στη διατήρηση αυτού του ψεύδους συμμετέχει συνειδητά κι ο ίδιος, άλλωστε είναι το μόνο φάρμακό-φαρμάκι στην απύθμενη υπαρξιακή του αγωνία. Αλλά και να μην ήθελε να συμμετάσχει, στο ψέμα είναι εκεί, το περιβάλλον του έτοιμο να του το επιβάλλει. Γιατί δεν πρέπει και οι οικείοι του να προστατευθούν από το μίασμα της αρρώστιας; Δεν πρέπει να μπορέσουν να συνεχίζουν ανενόχλητοι τη ζωή τους; Επομένως όλοι οφείλουν να συμπράξουν στο μεγάλο ψέμα – ανθρώπινο, θα πει κανείς. Δεν ξέρω, δεν απαντώ.
Το μόνο που σίγουρα γνωρίζω είναι ότι ο πόνος του Άλλου δεν θα είναι ποτέ δικός μου αλλά και ο δικός μου δεν θα γίνει ποτέ του Άλλου. Ανάμεσα τους το χάσμα αγεφύρωτο. Ιδού η απόδειξη μέσα από την ιστορία του Ιβάν Ιλίτς: Αν και δημόσιο πρόσωπο στην πόλη του, ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς γίνεται γνωστός στο κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του από τις εφημερίδες. Γιατί; Γιατί τον τελευταίο καιρό της αρρώστιάς του φίλοι και γνωστοί την είχαν... κάνει με ελαφρά πηδηματάκια. Μας θυμίζει μήπως κάτι αυτό; Εμένα πολλά: και την έχω κάνει με ελαφρά πηδηματάκια γιατί δεν άντεχα το Κακό, αλλά και έχω υποστεί την απομόνωση – ανθρώπινο, θα μου πείτε; Δεν ξέρω, δεν απαντώ.
Άπαξ και πληροφορούνται το θλιβερό γεγονός, συνάδελφοι και φίλοι με αγωνία προσπαθούν να στριμώξουν στην πολυάσχολη ζωή τους την κηδεία. Έγνοια όλων να μη χαθεί το καθιερωμένο βραδινό soirée, να μη χαθεί η καθημερινή ρουτίνα που συχνά ταυτίζεται με τη ζωή – κι όχι άδικα, εντέλει.
Πριν όμως φθάσουμε στο Τέλος, έχει προηγηθεί η ασθένεια στη διάρκεια της οποίας οι πάντες –από τη γυναίκα του Ιβάν Ιλίτς και την κόρη του όσο και τους φίλους– με τον τρόπο τους του απαγορεύανε να εκφραστεί με ειλικρίνεια. Σπανίως υπήρχε χώρος στις συζητήσεις τους για τους πόνους και τις ταλαιπωρίες που ο άρρωστος καθημερινά υπέφερε. Όταν, ωστόσο, ο κόμπος έφθανε στο χτένι και ο Ιβάν τούς πίεζε να υποστούν τα παράπονά του, φροντίζανε να περιορίσουν τον χρόνο της επίσκεψης.
Άπαξ και πληροφορούνται το θλιβερό γεγονός, συνάδελφοι και φίλοι με αγωνία προσπαθούν να στριμώξουν στην πολυάσχολη ζωή τους την κηδεία. Έγνοια όλων να μη χαθεί το καθιερωμένο βραδινό soire’e, να μη χαθεί η καθημερινή ρουτίνα που συχνά ταυτίζεται με τη ζωή – κι όχι άδικα εντέλει.
Η αναφορά στην ασθένεια τους έφερνε σε αμηχανία –ίσως γιατί τους θύμιζε τον δικό τους θάνατο– κι έτσι ο μελλοθάνατος όφειλε να τους διευκολύνει μεταθέτοντας τη συζήτηση σε άλλα ανώδυνα θέματα. Και πράγματι το έκανε, συχνά και με δική του πρωτοβουλία! Γιατί κι αυτός πρωταγωνιστούσε στο Μεγάλο Ψέμα από ανείπωτη απελπισία.
Φέτος, την μέρα των Χριστουγέννων επισκέφτηκα σε νοσοκομείο της Αθήνας αγαπητή φίλη που έφυγε από τη ζωή λίγες μέρες αργότερα. Πλήθος φίλων της έφθανε ολόκληρη τη μέρα με δώρα και φαγητά που η ίδια δεν μπορούσε να φάει. Κάθε φορά που κάποιος έμπαινε έδειχνε να χαίρεται πολύ, οι συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων δίνανε και παίρνανε μέσα στο δωμάτιο ενώ η ίδια έσβηνε στο κρεβάτι και καμιά φορά με φανερή προσπάθεια κατάφερνε να ψελλίσει λίγα λόγια – σχετικά ωστόσο με τη γενικευμένη συζήτηση! Όταν «έφυγε», η κυρία που τη φρόντισε με αγάπη, μου είπε ότι η φίλη μας της είχε εξομολογηθεί ότι από όλες αυτές τις συζητήσεις σπάνια άκουγε κάτι. Ωστόσο, έπαιζε τον ρόλο που ζωή και κοινωνία της είχανε προδιαγράψει, στo πλαίσιo μιας αδιαπραγμάτευτης σύμβασης. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Ή μάλλον, θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;
Ίσως –λέω– προσφέροντας στον απελπισμένο και πονεμένο άνθρωπο αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη, μια αγκαλιά να κλάψει σαν το μωρό, να σπαράξει για το κακό που τον βρήκε. Τελικά, ο Ιβάν Ιλίτς βρήκε την αγκαλιά που ονειρευότανε στο γεμάτο κατανόηση βλέμμα του μικρού του υιού αλλά και του φιλεύσπλαχνου μουζίκου που σαν πιο εξοικειωμένος ίσως με τον θάνατο στάθηκε αρωγός στον πόνο και την απελπισία του. Και τότε, απελευθερωμένος από συμβάσεις και καταναγκασμούς, ο πονεμένος Ιβάν ούρλιαξε από τον πόνο μέχρι που βγήκε η ψυχή του.
Στην κεντρική φωτογραφία ο πίνακας By The Death Bed (1896) του Edvard Munch.
Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς
Λέον Τολστόι
Κέδρος 2017
Σελ. 144, τιμή εκδότη €6,36