Αλκοόλ και Λόγος, μέρος ΙΙ
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Η θλίψη μοιάζει με νιφάδα χιόνι
Που μόλις πέφτει μες στο κρασί λιώνει.
Αδειάζοντας την κούπα μου, χαμογελώ
Στον πρώτο ανθό καθώς σε φίλο μου καλό.
Λου Γεού, Μπροστά στο Κρασί
Ο βίος του, συγκλονιστικός. Η ποίησή του, συγκλονιστική. Μοναστική ζωή, ακτιβισμός, μηδενισμός, αλκοόλ, φλερτ με το θάνατο, απόπειρες αυτοκτονίας, ηρωισμός. Ο Ko Un (Κορέα, 1933) τα είδε όλα, τα άκουσε όλα, τα αισθάνθηκε όλα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, μες στη φρίκη του Κορεατικού Πολέμου, χύνει καυστικό υγρό στα αυτιά του για να μην ακούει τίποτα, για να απαλλαχτεί από τους θορύβους του πολέμου. Μετά, μοναχισμός, βουδισμός, περισυλλογή, ζεν. Κι ύστερα, αφοσίωση στην ποίηση, πολιτική στράτευση, επανάσταση, σύλληψη, φυλάκιση, βασανιστήρια, επικείμενη εκτέλεση. Το αλκοόλ, σταθερή προσήλωση, τρόπος όχι φυγής αλλά επαναφοράς στον βαθύ ανθρωπισμό, στην ποτισμένη με χιούμορ σοφό κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης. Διαβάζω το ποίημα Ένας Μεθύστακας: «Ποτέ μου δεν υπήρξα μια ατομική οντότητα./ Εξήντα τρισεκατομμύρια κύτταρα!/ Είμαι μια ολοζώντανη συλλογικότητα./ Παραπατώ και κάνω οχτάρια/ εξήντα τρισεκατομμύρια κύτταρα, όλα πιωμένα!» Κι ύστερα, διαβάζω (ή μάλλον: αποπειρώμαι να ψάλλω) το ποίημα Μπαρ στη διασταύρωση: «Ξύπνιος;/ Αν είσαι ξύπνιος, χαρά/ ή θλίψη πουθενά./ Κοιτώντας έξω, κι αφού κατέβασα και τρία ποτηράκια/ σε κάποιο πανδοχείο στη διασταύρωση του δρόμου/ έτσι άκουσα τον ξεπλυμένο απ᾽ το βροχόνερο δρόμο να λέει».
Ο Ko Un τα είδε όλα, τα άκουσε όλα, τα αισθάνθηκε όλα. Αφοσίωση στην ποίηση, πολιτική στράτευση, επανάσταση, σύλληψη, φυλάκιση, βασανιστήρια, επικείμενη εκτέλεση. Το αλκοόλ, σταθερή προσήλωση, τρόπος όχι φυγής αλλά επαναφοράς στον βαθύ ανθρωπισμό.
«Κρασάκι αμέριμνο», αυτό είναι όλο κι όλο, δυο λέξεις μονάχα, ένα από τα Ολιγόλεκτα –το τριακοστό πέμπτο– του Νίκου Καρούζου (Τα Ποιήματα, δεύτερος τόμος, εκδ. Ίκαρος). Λίγο πιο κάτω, στο τεσσαρακοστό δεύτερο, σημειώνει: «πίνοντας/ ως το φουκαριάρικο συκώτι μου». Ο Καρούζος επένδυε διαρκώς στη νύχτα και στο ποτό θεωρώντας ότι είναι επιμηκυντές των δευτερολέπτων, ότι απλώνουν το χρόνο, έστω καθιστούν το αδυσώπητο κύλισμά του πιο υποφερτό.
Ο Ηλίας Λάγιος τραγούδησε το ποτό με κάθε τρόπο, πότε τραχιά και άγρια (πάντα, όμως, με απαράμιλλη μελωδικότητα), και πότε τρυφερά και νοσταλγικά. «Δεν έχω μετακινηθεί, όλα σε με προφτάσανε,/ πλούσια μου φανερώθηκαν καθώς το θερινό φως./ Κάμαρή μου, να μεταμορφώνεσαι σε απεριόριστο τοπίο,/ τηλέφωνο, κόκκινο κρασί, έλλειμμα ανάμνησης» (Επιστολές στην Δηώ, Ποίηση, 15ο τεύχος). Και αλλού (Ο Καλός Καιρός) ακούμε την τόσο όμορφη φράση: «Κάτι ηλιαράχνη υφέρπει στο γυαλί του ποτηριού που τόσο αγάπησα».
Ο Αργύρης Χιόνης ειδικεύτηκε σε μια ποίηση που καμώνεται ότι είναι ακίνδυνη, κάπως πεζή, σχεδόν αθόρυβη, κι όμως λειτουργεί σαν επικίνδυνος, βραδυφλεγής εκρηκτικός μηχανισμός.
Ο Αργύρης Χιόνης ειδικεύτηκε σε μια ποίηση που καμώνεται ότι είναι ακίνδυνη, κάπως πεζή, σχεδόν αθόρυβη, κι όμως λειτουργεί σαν επικίνδυνος, βραδυφλεγής εκρηκτικός μηχανισμός. Και ήξερε να μιλάει πολύ καλά για τη μέθη. Ακούστε: «Μεθυσμένος ποιητής γράφει, βαθιά μεσάνυχτα, ποίημα μεθυσμένο. Διαβάζοντάς το, αργότερα, ξεμέθυστος και υπό το φως του ήλιου, νιώθει βαθύτατη ντροπή και, δίχως δισταγμό, το σκίζει./ Όταν, ωστόσο, έρχεται ξανά η νύχτα, ακολουθούμενη από τη νέα μέθη, τον τρώνε οι τύψεις για το σκίσιμο αυτό, για τον αφανισμό μιας ύπαρξης, έστω χωλής, ύπαρξης όμως, και ξαναγράφει, εν είδει εξιλασμού ένα καινούργιο μεθυσμένο ποίημα που, σίγουρα, ξεμέθυστος, θα σκίσει πάλι» (Τότε που η σιωπή τραγούδησε, εκδ. Νεφέλη).
Ο Ομάρ Καγιάμ και ο Λι Πο ένιωθαν βαθιά, όπως ο Σαίξπηρ και ο Χόρχε Μανρίκε, πόσο γοργά κυλάει ο χρόνος, πόσο εφήμερο είναι το πέρασμά μας, πόσο βοηθάει το ποτό στην πάντα ευπρόσδεκτη κι ευκταία επιμήκυνση των δευτερολέπτων. Κάθε στιγμή μάς φέρνει πιο κοντά στο Μέγα Αποτρόπαιο, το θάνατο, αλλά και κάθε στιγμή είναι ευκαιρία για συμμετοχή στο Μέγα Συμπόσιο, τη ζωή. «Πίνε, γιατ’ είν’ ο θάνατος θάλασσα δίχως φάρο», μας λέει ο Πέρσης σ’ ένα από τα τετράστιχά του, τα φημισμένα Ρουμπαγιάτ (μτφ. Παύλος Γνευτός, εκδ. Ερατώ). Κι ο Κινέζος μπόρεσε να τραγουδήσει: «Τη θλίψη για να διώχνουμε του κόσμου, την αιώνια,/ Ας πίνουμε κρασί με χίλιες κούπες!/ Μας σπρώχνει η νύχτα η όμορφη σ’ ατέλειωτες κουβέντες,/ Κι είναι η σελήνη έτσι λαμπρή, που δεν μας πιάνει ο ύπνος./ Σαν έρθει η μέθη, στο γυμνό βουνό θα ξαπλωθούμε,/ Τον ουρανό για σκέπασμα, τη γης για προσκεφάλι» («Μια νύχτα ανάμεσα σε φίλους», στον τόμο Ολίγο φως και μακρινό, Ανθολογία Κινεζικής Ποίησης, μτφ. Πέτρος Α. Δήμας, εκδ. Γαβριηλίδης). Και αλλού, γράφοντας για έναν ομότεχνό του, αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό, διακηρύσσει την αγάπη του για την ανεξαρτησία: «Άμα τα πίνει, κάτου απ’ το φεγγάρι,/ Συχνά ο θεός τόνε μεθά. Λατρεύει τα λουλούδια,/ και δεν υπηρετεί τον πρίγκιπά του».
Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι έπαιζε σαν µανιακός στον ιππόδροµο, αλλά αν πόνταρε κάπου τα πάντα ήταν στην αγάπη, στην κατανόηση, και στην ποίηση.
Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι είδε στο ποτό έναν τρόπο να ακούει καλύτερα την κλασική μουσική που τόσο αγαπούσε. Το πρόσωπό του ήταν ένα ζωντανό γλυπτό. Γεµάτο ουλές. Όπως και η ζωή του ήταν γεµάτη ουλές. Έπαιζε σαν µανιακός στον ιππόδροµο, αλλά αν πόνταρε κάπου τα πάντα ήταν στην αγάπη, στην κατανόηση, και στην ποίηση. Οι εξεγερµένοι νέοι τής Αµερικής, αλλά κυρίως της Ευρώπης, τον αγάπησαν, τον αγκάλιασαν, τον αναγόρευσαν σε έναν από τους πιο θρυλικούς ήρωές τους. Ήταν ένας άδολος παρίας και έγραψε θαυµάσια ποιήµατα και βραχνά πεζογραφήµατα για τους άδολους παρίες. Η μπίρα (beer) συνόδευε θελκτικά τα μεγάλα Μπ (b) της υψηλής μουσικής: Μπαχ Μπετόβεν Μπάρτοκ Μπρούκνερ. «Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την Κόλαση», έλεγε και αµέσως µετά κατέφευγε στην πρώτη πρόθυµη αγκαλιά. Αυτή τη φορά, αφήνει στην άκρη την μπίρα και πιάνει την τεκίλα: «Οδήγησα λίγο στους δρόμους της Τιχουάνα μέχρι που βρήκα/ ένα μπαρ που μου άρεσε/ Πάρκαρα κι έδωσα σε τρία αλάβια από ένα δολάριο/ στο καθένα, με την υπόσχεση για περισσότερα αργότερα, για να προσέχουν/ τ᾽ αυτοκίνητό μου/ Μπήκα και κάθισα και παράγγειλα μια/ τεκίλα/ Υπήρχαν 4-5 ντόπιοι μέσα, ωραίο μέρος, μάγκα μου./ Ήπια την τεκίλα και παράγγειλα/ μια άλλη./ Απ᾽ το τζουκμπόξ άρχισε ν᾽ ακούγεται ένα τραγούδι ταυρομαχίας/ και σηκώθηκα, άρπαξα μια καρέκλα και/ έκανα πως απωθώ τον ταύρο./ Το τραγούδι τελείωσε κι οι άντρες χειροκρότησαν/ έκανα υπόκλιση, κάθισα και παράγγειλα ακόμα μια/ τεκίλα./ Ε, σενιόρ, ρώτησε ένας απ᾽ τους άντρες/ μπορείς να το ξανακάνεις αυτό;/ Βέβαια, είπα/ ήπια στην τεκίλα/ Βάλε το τραγούδι ξανά, είπα./ Σηκώθηκα και ξανάκανα το ίδιο πράγμα/ απ᾽ την αρχή/ όχι τόσο καλά όμως/ γιατί τελικά είχα μεθύσει/ κι έτσι όμως/ οι άντρες δεν τσιγκουνεύτηκαν το χειροκρότητα/ Κάθισα, κέρασα ποτά όλο τον κόσμο/ κι ήπια μια τελευταία τεκίλα/ Ήταν ένας ευχάριστος αποχαιρετισμός…».
* Το εικαστικό του Νίκου Καρούζου είναι της Ελεάννας Μαρτίνου.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τι;
108 ζεν ποιήματα
Ko Un
Μτφρ. Αργυρώ Κασωτάκη-Γατοπούλου, Χάνα Γιο
Περισπωμένη 2014
Σελ. 160, τιμή εκδότη € 15,00
Τα ποιήματα
Νίκος Καρούζος
Ίκαρος 2013
Σελ. 344, τιμή εκδότη € 19,18
Ποιήματα
Ηλίας Λάγιος
Ίκαρος 2009
Σελ. 768, τιμή εκδότη € 35,34
Ρουμπαγιάτ
Omar Khayyam
Μτφρ. Παύλος Γνευτός
Ερατώ 2007
Σελ. 130, τιμή εκδότη € 10,65
Ολίγο φως και μακρινό
Ανθολογία κινεζικής ποίησης
Μτφρ. Πέτρος Α. Δήμας
Γαβριηλίδης 1999
Σελ. 144, τιμή εκδότη € 15,98
70 χρόνια φαγούρα
Charles Bukowski
Μτφρ. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Ηλέκτρα 2008
Σελ. 640, τιμή εκδότη € 15,00