
Αλκοόλ και Λόγος, μέρος Ι
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Αν και διάβασα πολύ, ήπια ακόμα περισσότερο. Έγραψα πολύ λιγότερο απ’ τους περισσότερους ανθρώπους που γράφουν, αλλά ήπια πολύ περισσότερο απ’ τους περισσότερους ανθρώπους που πίνουν. Μπορώ να λογαριάζω τον εαυτό μου μεταξύ εκείνων για τους οποίους ο Μπαλτάσαρ Γκραθιάν, αναφερόμενος σε μια ελίτ ευδιάκριτη μόνον ανάμεσα στους Γερμανούς –αλλά εν προκειμένω αδικώντας υπερβολικά τους Γάλλους, όπως νομίζω ότι έχω ήδη δείξει– θα έλεγε: «Υπάρχουν κάποιοι που μέθυσαν μόνο μια φορά, αλλά αυτό κράτησε για όλη τους τη ζωή».
Γκι Ντεμπόρ, Πανηγυρικός
Δέστε την ιστορία των ιδεών. Το αλκοόλ λύνει τη γλώσσα. Είναι η πνευματικότητα τραβηγμένη έως τον παραλογισμό της λογικής, είναι ο νους που προσπαθεί να κατανοήσει μέχρι τρέλας γιατί να υπάρχει η κοινωνία αυτή, τούτη η Βασιλεία της Αδικίας.
Μαργκερίτ Ντυράς, Αυτοβιογραφία
Το αλκοόλ βιώνεται σε πλήρη συμφιλίωση με την καθημερινή ζωή. Διατηρώντας φιλίες με το νερό, με το γέλιο, με το φιλί και με το κλάμα αναδείχνεται σε ισόβιο συνοδό τής ύπαρξης.
Κωστής Παπαγιώργης, Περί Μέθης
«Έζησα μόνη με το αλκοόλ καλοκαίρια ολόκληρα», σημειώνει στην Αυτοβιογραφία της η Μαργκερίτ Ντυράς (μτφ. Βικτωρία Τράπαλη, εκδ. Εξάντας). Αφού μας εκμυστηρευτεί σε τι είδος μέθης προτιμούσε να ενδίδει, ο Γκι Ντεμπόρ θα μιλήσει κι αυτός για καλοκαίρια αλλά και για κάποιους χειμώνες απομόνωσης στο κτήμα του, στο Σαμπό: «Το σπίτι έμοιαζε ν’ ανοίγεται κατευθείαν στο Γαλαξία. Τη νύχτα, τα πιο κοντινά αστέρια, τη μια στιγμή έλαμπαν έντονα και την επομένη έσβηναν στο πέρασμα μιας ελαφριάς ομίχλης. Το ίδιο και οι συζητήσεις, οι γιορτές μας, οι συναντήσεις, και τα έντονα πάθη μας. Ήταν μια ευχάριστη και εντυπωσιακή μοναξιά. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν ήμουν μόνος: ήμουν με την Αλίς» (Πανηγυρικός, μτφ. Κώστας Οικονόμου, εκδ. Ελεύθερος Τύπος). «Το αλκοόλ ξεκινάει με το ν’ απηχεί τη μοναξιά και καταλήγει με το να σε κάνει να την προτιμάς από καθετί άλλο. Δεν είναι απαραίτητο ότι όποιος πίνει θέλει και να πεθάνει, όχι», λέει πάλι η Ντυράς. «Μας λείπει ένας Θεός», συνεχίζει. «Το κενό που ανακαλύπτουμε κάποια μέρα της εφηβείας μας, πώς να το καλύψουμε με κάτι που ποτέ δεν υπήρξε; Το αλκοόλ φτιάχτηκε για να αντέχεται το κενό του σύμπαντος, η ισορροπία των πλανητών, η ατάραχη κυκλική τους τροχιά μες στο διάστημα, η σιωπηλή τους αδιαφορία προς τον τόπο της δικής σας οδύνης. Ο άνθρωπος που πίνει είναι ένας άνθρωπος διαπλανητικός. Σ’ έναν χώρο διαπλανητικό κινείται». Ο Ντεμπόρ, με την πάντα βαθιά ειρωνεία του, με τον πάντα ελλειπτικό, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά σαφή λόγο του, αφήνει στην άκρη τέτοιες βασυσήμαντες υπερασπιστικές γραμμές του αλκοόλ και συνοψίζει τη δική του ως εξής: «Ορισμένοι από τους λόγους για τους οποίους πίνω είναι εξάλλου σεβαστοί. Όπως ο Λι Πο, μπορώ όντως να διακηρύξω αυτή την ευγενή ευχαρίστηση: "Τριάντα ολόκληρα χρόνια έκρυβα τη φήμη μου στα καπηλειά"».
«Άρχισα να πίνω σε πάρτι, σε πολιτικές συγκεντρώσεις, πρώτα από κανένα ποτηράκι κρασί, ύστερα ουίσκι... Στην αρχή έπινα ουίσκι, ρακί,. Τελευταία άρχισα να πίνω κρασί, και δεν το έχω ποτέ από τότε κόψει» Μ. Ντυράς
Τόσο η Ντυράς όσο και ο Ντεμπόρ θα μιλήσουν για τα πρώτα σκιρτήματα αυτού του έρωτα για το ποτήρι. Καθένας με τον τρόπο του, αισθάνονται την ανάγκη μιας αναδρομής στο παρελθόν, την ανάγκη του εντοπισμού της εναρκτήριας κίνησης προς το θάμβος και την άλω του ποτού. «Άρχισα να πίνω σε πάρτι, σε πολιτικές συγκεντρώσεις, πρώτα από κανένα ποτηράκι κρασί, ύστερα ουίσκι... Στην αρχή έπινα ουίσκι, ρακί, αυτό που εγώ λέω ανούσια ποτά, βοτάνι της Βελέη, ό,τι χειρότερο όπως λένε για το συκώτι. Τελευταία άρχισα να πίνω κρασί, και δεν το έχω ποτέ από τότε κόψει», θα πει η Ντυράς. «Αρχικά αγάπησα, όπως όλος ο κόσμος», λέει ο Ντεμπόρ, «την αίσθηση της ελαφράς μέθης, στη συνέχεια αγάπησα, πολύ σύντομα, αυτό που βρίσκεται πέρα από το άγριο μεθύσι, όταν έχεις ήδη ξεπεράσει το στάδιο αυτό: μια μεγαλειώδη και φοβερή γαλήνη, την αληθινή αίσθηση του περάσματος του χρόνου».
![]() O Malcolm Lowry
|
«Τα σέβη μας κύριε Τζόφρεϊ Φέρμιν! Μακάριοι οι δραματουργοί που βρίσκουν τη φλέβα η οποία μεταβάλλει την μποτίλια σε μελανοδοχείο», γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης. Πράγματι, με το Κάτω από το Ηφαίστειο (μτφ. Μαρίνα Λώμη, εκδ. Αστάρτη) και πλάθοντας τον πρόξενο Φέρμιν, ο Λόουρι έδειξε πόσο γόνιμα μπόρεσε να μεταβεί από το χάος στο χαρτί, από την μποτίλια στο μελανοδοχείο. Στη σκιά που απλώνει η τραγωδία, ελλοχεύει πάντα το χιούμορ, έτοιμο να απαλύνει την οδύνη, να της προσφέρει λέξεις ικανές να την απομακρύνιουν για λίγο, να την μεταμφιέσουν σε πνευματώδες παιχνίδι.
Ο Λόουρι γράφει το απόλυτο μυθιστόρημα για τη μέθη. Ο Πρόξενος, el Consul, ανηφορίζει την Κάγιε Νικαράγουα, κουβαλώντας τις ενοχές του («τις τύψεις μου φορτώθηκα», όπως λέει θαυμάσια κι ένα παλιό ελληνικό τραγούδι), και ιδού πώς καταφέρνει να ξεγελάσει το βούισμα και το βάρος αυτών των ενοχών: «Ποτέ ο δρόμος ως την κορυφή του λόφου δεν του είχε φανεί τόσο μακρύς. Ο δρόμος με τις σκόρπιες σπασμένες πέτρες τού έμοιαζε ν’ απλώνεται μακριά ως το άπειρο, σαν μια ολόκληρη ζωή αγωνίας. Σκέφτηκε: 900 πέσος = 100 μποτίλιες ουίσκι = 900 μποτίλιες τεκίλα. Συμπέρασμα: δεν θα ’πρεπε κανείς να πίνει ούτε ουίσκι ούτε τεκίλα αλλά μεσκάλ».
«Τα σέβη μας κύριε Τζόφρεϊ Φέρμιν! Μακάριοι οι δραματουργοί που βρίσκουν τη φλέβα η οποία μεταβάλλει την μποτίλια σε μελανοδοχείο» Κ. Παπαγιώργης
Ο Φέρμιν λέει ότι πίνει σαν να παίρνει μιαν αιώνια μετάληψη, σπαράσσεται ανάμεσα στις ιδιότητες της μέθης που τον κάνουν ελεεινό προφήτη και σ’ εκείνες που αποτελούν ένα είδος ευλογίας, λύτρωσης (έστω εφήμερης) από κάθε ίχνος βαναυσότητας, από κάθε νεύμα της αναισθησίας και της πολυπλόκαμης βίας που κατισχύει στον κόσμο. Μετράει πια τον καιρό με τις μποτίλιες:
![]() Η Marguerite Duras
|
«Ο Πρόξενος χαμήλωσε τα μάτια του. Πόσες μποτίλιες είχαν περάσει από τότε; Μέσα σε πόσα ποτήρια, σε πόσα μπουκάλια είχε κρυφτεί, μόνος του από τότε; Ξαφνικά τις είδε μπροστά του, τις μποτίλιες με το αγκουαρντιέντε, το ανίς, το χέρες, το Χάιλαντ Κουήν, τα ποτήρια, μια βαβέλ από ποτήρια –να ορθώνεται στον αέρα σαν τον καπνό του τρένου– ψηλά ως τον ουρανό και μετά να γκρεμίζεται, τα ποτήρια να πέφτουν και να γίνονται κομμάτια, να πέφτουν κατρακυλώντας από τους Κήπους Χενεραλίφε, οι μποτίλιες να σπάζουν, μποτίλιες από Οπόρτο, τίντο, μπλάνκο, μποτίλιες του Περνό, Οξυζενέ, αψέντι, μποτίλιες σπασμένες, μποτίλιες πεταμένες, που πέφτουν με βρόντο στο χώμα των πάρκων, κάτω από παγκάκια, κρεβάτια, καθίσματα του σινεμά, κρυμμένες σε συρτάρια στα Προξενεία, μποτίλιες του Καλβαντός που πέφτουν και σπάνε ή γίνονται θρύψαλα, μποτίλιες που πετιούνται στους σωρούς με τα σκουπίδια ή στη θάλασσα, τη Μεσόγειο, την Κασπία, την Καραϊβική, μποτίλιες που αρμενίζουν στον ωκεανό, νεκροί Σκωτσέζοι στα Ψηλά Βουνά του Ατλαντικού – και τώρα τις είδε, τις μύρισε όλες από την αρχή – μποτίλιες, μποτίλιες, μποτίλιες και ποτήρια, ποτήρια από μπίτερ, από Ντυμπονέ, από Φάλσταφ, Ράι, Τζόνι Γουόκερ, Βιέ Ουίσκι, Καναδέζικο blanc, τα απεριτίφ, τα χωνευτικά, τα καρτούτσα, τα διπλά, τα noch ein Herr Obers, τα et glas Αράκ, τα tusen taks, τις μποτίλιες, τις μποτίλιες, τις όμορφες μποτίλιες της τεκίλας, και τα φλασκιά, τα φλασκιά, τα εκατομμύρια φλασκιά με το όμορφο μεσκάλ...»
«Ποτέ δεν θα ξαναπιούμε τόσο νέοι» Γκ. Ντεμπόρ
Αξεπέραστη σύνοψη του τι σημαίνει ν’ αγαπάς τη νιότη και τη ζωή, παράφορα και περιφρονώντας τις όποιες οδυνηρές νύξεις της εξουθένωσης, και συνάμα να ξέρεις πόσο λίγο θα διαρκέσει αυτή η νιότη κι αυτή η ζωή –μια επίγνωση που μπορεί να σε κάνει ακόμη πιο σπάταλο σε όλα, και ιδίως στη φιλία, στον έρωτα και στη γιορτή– είναι η φράση που τόσο αγαπήσαμε εμείς οι happy few από τότε που τη διαβάσαμε, συγκινημένοι και συγκλονισμένοι, στον Πανηγυρικό: «Jamais plus nous ne boirons si jeunes» («Ποτέ δεν θα ξαναπιούμε τόσο νέοι»). Ω, πόσα μπορεί να πει μια παροιμία των παλιών καλών γλεντζέδων της Ωβέρνης!
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ίχνη και χνότα» (εκδ. Γαβριηλίδη).
Περί μέθης
Κωστής Παπαγιώργης
Καστανιώτης 1990
Σελ. 192, τιμή εκδότη € 10,65
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ
Αυτοβιογραφία
Marguerite Duras
Μτφρ. Βικτωρία Τράπαλη
Εξάντας 1988
Σελ. 168
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ MARGUERITE DURAS
Πανηγυρικός
Guy Debord
Μτφρ. Κώστας Οικονόμου
Ελεύθερος Τύπος 1995
Σελ. 80, τιμή εκδότη € 8,52
Κάτω από το ηφαίστειο
Malcolm Lowry
Μτφρ. Μαρίνα Λώμη
Αστάρτη 1983
Σελ. 384, τιμή εκδότη € 19,17