Για την ποιητική συλλογή του Βασίλη Μπότσιου «Στ’ ακροδάχτυλα ξαγρυπνούν οι αφορμές» (εκδ. Ιωλκός) του Βασίλη Μπότσιου.
Γράφει η Αλεξάνδρα Κωστάκη
Τα ακροδάχτυλα βοηθούν, ως γνωστόν, στον χειρισμό αντικειμένων και στην επαφή, γνωριμία και επικοινωνία με το περιβάλλον μέσω του αγγίγματος. Κι είναι αυτό το λεπταίσθητο άγγιγμα που θεωρώ πως χαρακτηρίζει την καλή λογοτεχνία και ποίηση, κι εδώ το εξασφαλίζει με απαράμιλλη λογοτεχνική δεξιότητα ο ποιητής Βασίλης Μπότσιος.
Κι αν οι ποιητικές αφορμές είναι οι γλυκόλαλες σειρήνες που ξαγρυπνούν στα ακροδάχτυλα του ποιητικού υποκειμένου για να μας μαγέψουν με τα τραγούδια των στίχων τους, οι αιτίες είναι εξίσου πολλές και βαθιές, καμιά φορά ανακατεύονται με τις αφορμές για να μας μπερδέψουν. Μα η βασικότερη όλων είναι η ίδια η τέχνη της Ποίησης, η πιεστική, ανυποχώρητη ανάγκη της ποιητικής συνουσίας, της επαφής του ποιητή με τον στίχο. Κι αυτό είναι ολοφάνερο στην ποίηση του Β. Μπότσιου και θα αποδειχθεί πιο κάτω με παραδείγματα στίχων του.
Η συλλογή που απαρτίζεται από ελευθερόστιχα ποιήματα και ποιητικά κείμενα που μοιάζουν με μικρές ιστορίες, συνδυάζει πληθώρα εκφραστικών μέσων ποίησης και πρόζας. Δεν γίνεται να περάσουν απαρατήρητα, για παράδειγμα: το σχήμα της αποστροφής, η θεατρικότητα με τους διαλόγους και η χρήση καθημερινής/οικείας γλώσσας, ο κόσμος των συμβόλων, η έξοχη εικονοποιία, οι μεταφορές και προσωποποιήσεις.
Το ποιητικό υποκείμενο ανατέμνει τον άνθρωπο, εκθέτει πτυχές της ζωής του, προθέσεις και ψυχικές διαθέσεις που αφορούν σχέσεις και γεγονότα (με κυρίαρχο το δίπολο έρωτας-θάνατος), τη μνήμη, τη λήθη, αναμνήσεις και ονειροπολήσεις. Ανάμεσά τους, υπάρχουν και στοιχεία που αφορούν τον ίδιο τον ποιητή σε στιγμές αυτοαναφορικότητας.
Φυσικότητα και αμεσότητα
Υφαίνοντας με φυσικότητα, αμεσότητα και ρέουσα γλώσσα το σώμα των κειμένων του, επιλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις για στιβαρό, καθάριο λόγο, φτάνει κάποτε σε μια παραδοχή ή μια λύση, κι αναλόγως επιφέρει εξιλέωση, κάθαρση, νότες ελπίδας και χαράς ή σκιές απογοήτευσης και θλίψης.
Στις ενότητες των στίχων του παρελαύνουν μορφές από την Ελληνική Μυθολογία, την Καινή Διαθήκη και την νεότερη ελληνική ιστορία (Άτλαντας και Προμηθέας, Αριάδνη, Μορφέας και Χάρος, Ιούδας και άπιστος Θωμάς, Σουλιώτισσες) κι ακόμα, γνωστοί τόποι, χώροι και τοπωνύμια (Ζάλογγο, Πρέβεζα, Γιάννινα, Πλατεία Ανδρούτσου, Αγράμπελη, Τσέρκι, Ιόνιο, Αμβρακικός, Κυανή Ακτή) που κατά κύριο λόγο σχετίζονται με την Πρέβεζα, την πόλη που γέννησε τον ποιητή και πυροδότησε μέσα του καταστάσεις/ αφορμές ποιητικής δημιουργίας.
Είναι πολύ δύσκολο μέσα σε λίγα λεπτά να εξαντλήσει ένας λάτρης της ποίησης τα περισσότερα χαρακτηριστικά στοιχεία που έχει διακρίνει και αφορούν μια ποιητική συλλογή και τον δημιουργό της. Στην περίπτωση αυτή, η επιλογή μερικών από τους έξοχους στίχους του πλούσιου ποιητικού ρεπερτορίου είναι μονόδρομος μα και βοηθά σημαντικά.
Εντρυφώντας στο ερωτικό στοιχείο της ποίησης του Β. Μπότσιου, διαπιστώνει κανείς πως η αμοιβαιότητα στον έρωτα, η ερωτική αναζήτηση και προσμονή, η ολοκλήρωση μέσω της σαρκικής ηδονής, είναι διάχυτα στα ερωτικά ποιήματα της συλλογής.
Εντρυφώντας στο ερωτικό στοιχείο της ποίησης του Β. Μπότσιου, διαπιστώνει κανείς πως η αμοιβαιότητα στον έρωτα, η ερωτική αναζήτηση και προσμονή, η ολοκλήρωση μέσω της σαρκικής ηδονής, είναι διάχυτα στα ερωτικά ποιήματα της συλλογής μέσα σε κλίμα ονειροπόλησης και τρυφερού ρομαντισμού.
Η αίσθηση της αγάπης φέρνει αγαλλίαση στην ψυχή του ποιητή. Σύμφωνα με εκείνον, η αγάπη δροσίζει, ανυψώνει, σώζει, κάνει καντάδες, θεραπεύει, και κάποτε, φιλώντας μας απαλά τα μαλλιά, είναι η αφορμή να μείνουμε άλουστοι για μέρες, αρνούμενοι να αποχωριστούμε το αόρατο μα λατρεμένο ερωτικό αποτύπωμα. Ο καθένας, βέβαια, νιώθει αλλιώς την αγάπη, ζητάει πράγματα διαφορετικά. Εδώ, το ποιητικό υποκείμενο ξέρει ακριβώς τι και σε ποιον το ζητάει, και το ζητάει έντονα, με ειλικρίνεια και τρόπο σαρωτικό και σαφή:
«Έτσι τη θέλω πάντα την αγάπη σου για εμένα», «να’ ναι κορμός της ελιάς αιωνόβιος,» «να’ ναι για μένα σαν τα λιόφυλλα,/ κι όλες τις εποχές με αυτό το αειθαλές /να με σκεπάζει.» (Έτσι τη θέλω)
Υπάρχουν φορές που η αγαπητική συμπόρευση συνεχίζεται μεταθανάτια:
«Ηλίανθέ μου, της έλεγε σαν του ’φερνε/ ψημένο τον ελληνικό σε δίσκο ασημένιο», και «Στα σαράντα του πατέρα της, πρωί πρωί πριν το τρισάγιο/ ένας ηλίανθος είχε απ’ τον τάφο υψωθεί/ κι ολόρθος, αγέρωχος, έψαχνε την ανατολή.» (Ο ηλίανθος)
Κι όταν η αγάπη φυλλοροεί κι επέρχεται χωρισμός, τότε, μοιάζουν: «Αποφόρια απαγχονισμένα οι στιγμές/ που μες στα χρόνια περπάτησαν μαζί» στο (Κάπως σαν χελιδόνι), Βέβαια, «Δυο χωρισμοί… υφαίνουν ενίοτε το τελειότερο σμίξιμο» δηλώνει στοχαστικά, επιγραμματικά, σχεδόν, ο ποιητής. (Το υφαντό)
Κι αν αγαπάς ποιητή και η αγάπη είναι μονομερής και ανεκπλήρωτη, τότε δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα: «Κι ήθελε, επάνω στο ίδιο λευκό σεντόνι,/που εκείνος άγγιζε και διάβαζε,/εκεί κι αυτή ν’ αγγίζεται από τα ίδια δάχτυλα.» (Λευκό σεντόνι)
Ο Βασίλης Μπότσιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πρέβεζα, όπου και κατοικεί. Σπούδασε νομική, είναι μέλος του Δ.Σ. Πρέβεζας κι εργάζεται ως δικηγόρος. Το 2019 εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Στο χείλος του φωτός από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Το βιβλίο Στ’ ακροδάχτυλα ξαγρυπνούν οι αφορμές είναι η δεύτερη ποιητική του συλλογή. |
Ο θάνατος και η απώλεια γενικότερα, είναι στοιχεία που ο ποιητής χειρίζεται με ιδιαίτερη προσοχή, ευγένεια και σεβασμό, με ενσυναίθηση. Από τα παιδικά χρόνια προβάλλει ο θάνατος, όταν:
«τη μια Ιούδας, βολίδες κάρφωνε/ στ’ ανυποψίαστα στήθη των πουλιών» (Υπό τον τύπον των βολίδων) εκδικούμενος, κι άλλες φορές περνάει «Πάνω απ’ τον βίαιο χαμό ενός παιδιού το χάραμα» στέλνοντας εφιάλτες και ανεξίτηλες ενοχές στην πονεμένη μάνα. «Μια φράση στο χέρι της βαστά/… μια φράση ψελλίζει ξανά και ξανά»: «έφευγες, γιε μου, κι εγώ που ’μουν;/Εγώ κοιμόμουν…» (Εντός η απώλεια)
Οι μνήμες
Στις μνήμες από τα παιδικά/νεανικά χρόνια, πέρα απ’ τις μπίλιες και το αεροβόλο, η μάνα κρατά τον βασικότερο ρόλο: «Έν’ αλεύρι για όλες τις χρήσεις,/ ένας πλάστης για όλες τις λύσεις» για την πίτα της, που είναι πάντα τσιμπημένη στο αλάτι, για κάποιον λόγο. (Πίτα Μαστοροχωρίτικη).
Αλλού, το ποιητικό υποκείμενο αναμετράται με τον εφιάλτη του πλάστη, που:
«τιμωρός ανέβαινε, γραφιάς κατέβαινε».
Εκεί, η μορφή της μάνας εμφανίζεται μετανιωμένη,
«γονατισμένη στο κρεβάτι,
με λάδι και με γιασεμιά,
τα μελανά σημάδια μ’ αγάπη
και φροντίδα να θωπεύει,
… να φιλά»
(Επώδυνος ύπνος)
Και στο ξήλωμα κάποιας γεροντικής μνήμης που ’πλεκε, αυτή πάλι μένει:
«νέα, όμορφη, χαμογελαστή
τις ίδιες αυτές βελόνες στα μακριά της δάχτυλα να βαστά
την πλέξη σε κάποιο κοριτσάκι να μαθαίνει.»
(Οι βελόνες)
Έχει και ο πατέρας, όμως, το μερτικό του στις αναμνήσεις του ποιητή, που στο αφιερωμένο ποίημα (Της οικοδομής) με παιδική αφέλεια αναρωτιέται:
«Πόσο ζυγίζει ο ντενεκές η λάσπη/ απ’ το ισόγειο ως τον τέταρτο και με τις σκάλες;», «Πόσο κοστίζει μια πτώση απ’ τη σκαλωσιά του τρίτου;»
Γνωστή, η φράση του, εκείνη της επιστροφής στο σπίτι: «Βγήκε, γυναίκα το ψωμί και σήμερα». Ψωμί, που έφτανε στο στόμα πάντα «ζεστό, νόστιμο και καθαρό/ δίχως βρωμιές και χώματα.»
Σκληρό το σενάριο της ζωής και, ομολογουμένως, πάντα πληγώνει:
«Η αδικία θα πέφτει πάντα μ’ αλεξίπτωτο/κι ο θάνατός σου, η ζωή τους» κατασταλάζει φιλοσοφώντας ο ποιητής προτείνοντας μια λύση. (Απόδραση)
Ο κόσμος άλλαξε απ’ όταν ήμασταν παιδιά, κι η γειτονιά το ίδιο, κι ο ποιητής επισημαίνει σοφά την ισχύουσα αντίφαση, το οξύμωρο της ζωής:
«Ποτέ άλλοτε τόσο κοντά τα σπίτια των ανθρώπων» «Έσμιξαν/ δώματα, πατώματα, αρμοί και σώματα», αλλά, «Ποτέ άλλοτε τόσο άδειες οι ψυχές των ανθρώπων.» (Στη μικρή γειτονιά)
Ψάχνοντας βρίσκει το σπίτι γερασμένο, τον χρόνο νεκρό, χαμένο, και καταλήγει απαισιόδοξα:
«Τέτοιες στιγμές τις μέρες μας μαστίζουν» «Κι αυτές που ξημερώνουν/ λειψάνων μυρωδιά και αποφορά/ αφήνουν στον πρωινό αέρα.» (Στον επόμενο τόνο)
Η ποίηση είναι δίψα άγρυπνη, επίμονη, στη ζωή του ποιητή, όπως μαρτυρά ο ίδιος:
«Όταν οι στίχοι με παιδεύουν,
γυρίζω δε γυρίζω μια σελίδα στη ζωή μου»
κι όσο κι αν περιπλανιέται, πάντα επιστρέφει, ακολουθώντας το εσωτερικό του ζουλάπι
«στους στίχους του ποιήματος,
που στου βιβλίου τ’ ανοιχτά φτερά δίψασε να με περιμένει.»
(Μετ’ επιστροφής)
Στο ποίημά του (Επτά ετών) παραδέχεται:
«Έγραφα
δίχως ποτέ τον αριθμό των στίχων να μετρώ.
Όταν στο τίποτα δίνεις μορφή,
ο τελευταίος κομπάρσος είναι οι αριθμοί»
καταλήγοντας με αφοπλιστική ειλικρίνεια και ενθουσιασμό:
«Απ’ όλα τα ποιήματά μου, τ’ ομορφότερο!
Ποτέ τελεία στο ποίημά μου αυτό.
Μόνο θαυμαστικό!»
Ένα τεράστιο θαυμαστικό σημειώνει εύλογα ο κάθε αναγνώστης της ποιητικής συλλογής του Βασίλη Μπότσιου, για πολλούς και διάφορους λόγους, όπως:
- Η ξεχωριστή λογοτεχνική του κατάρτιση και ποιητική επιδεξιότητα στη σύνθεση των κειμένων για το ανθοφόρο δημιουργικό αποτέλεσμα.
- Οι εμπνευσμένες επιλογές θεμάτων και αφορμών που ξαγρυπνώντας πλέκει με τέχνη στα ποιητικά ακροδάχτυλα, προκαλώντας χορό συναισθημάτων και υπέροχες εικόνες, κάποτε τόσο γνώριμες, νοσταλγικές κι αγαπημένες, που ταυτιζόμαστε αβίαστα.
- Κι ακόμη, ο προσεκτικός χειρισμός, η ευαίσθητη προσέγγιση των θεμάτων του, ειδικότερα εκείνων της απώλειας και του κινδύνου, που μαρτυρούν απεριόριστη αγάπη και σεβασμό στον άνθρωπο, καθώς και διάθεση παρηγοριάς κι ελπίδας. Δημιουργείται συχνά η αίσθηση πως ο ποιητής διανθίζοντας τον ποιητικό του λόγο με τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα δημιουργεί διεξόδους ανακούφισης κι εκτόνωσης του έντονου συναισθήματος, - απρόσμενες, κάποτε- που δεν αφήνουν να βαραίνει ασφυκτικά το κλίμα, καθώς οδηγούν τον αναγνώστη σε εκλεκτή κι εκλεκτική αισθητική συγκίνηση. Γι’ αυτού του είδους τη συγκίνηση που κατέκλυσε ολοκληρωτικά κι εμένα, ευχαριστώ πολύ τον ποιητή Β. Μπότσιο.
*Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚΩΣΤΑΚΗ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.