Για το βιβλίο του Χάιντς Χάιμζετ «Τα έξι μεγάλα ερωτήματα της Δυτικής Μεταφυσικής» (μτφρ. Μιχάλης Παπανικολάου) και για το βιβλίο του Ετιέν Ζιλσόν «Το Ον και η Ουσία» (μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής), που κυκλοφορούν από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Στην κεντρική εικόνα, μέρος της νωπογραφίας του Μιχάηλ Άγγελου «Η δημιουργία του Αδάμ» (περ. 1508-1512).
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Είναι ευρέως διαδεδομένη η άποψη ότι η φιλοσοφία του Διαφωτισμού στηρίχθηκε κυρίως στην επιστημονική αναζήτηση της αλήθειας, και βάσει αυτής νομιμοποιήθηκε το αίτημά της για ριζική αναδιάρθρωση των κοινωνιών στο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Παρακολουθώντας την ανάπτυξη των επιστημών, η νεότερη φιλοσοφική σκέψη επιχειρούσε την ανακάλυψη της μεθόδου που χρησιμοποιούσαν, με σκοπό την οικοδόμηση ενός νέου φιλοσοφείν πάνω στις φυσικοεπιστημονικές βάσεις. Με λίγα λόγια, η νεώτερη σκέψη ξεκίνησε αφενός από την απόρριψη της παραδοσιακής μεταφυσικής (σχολαστικισμός) και αφετέρου από τη νεότευκτη τότε φυσική επιστήμη, με την οποία επεδίωκε να υπερκεράσει την προηγούμενη. Αυτή είναι η επίσημη γραμμή ερμηνείας.
Τόσο ο Heimsoeth όσο και ο Gilson, λόγω της στρατευμένης τους προσέγγισης, εκλαμβάνουν ως δεδομένη την ιστορική συνέχεια των μεταφυσικών προβληματισμών.
Ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένοι συγγραφείς που την αμφισβητούν: από τους σημαντικότερους είναι ο Γάλλος καθηγητής Étienne Gilson και ο Γερμανός Heinz Heimsoeth, τα περισπούδαστα βιβλία των οποίων μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Τόσο ο Heimsoeth όσο και ο Gilson, λόγω της στρατευμένης τους προσέγγισης, εκλαμβάνουν ως δεδομένη την ιστορική συνέχεια των μεταφυσικών προβληματισμών.
Ο Heimsoeth
Αρχικά, ο Heimsoeth επιχειρεί να χαράξει μια διαφορετική πορεία στη μελέτη της ιστορίας της δυτικής Φιλοσοφίας, γι’ αυτό και επιλέγει να την αφηγηθεί όχι σε συνάρτηση με τη ζωή και το χαρακτήρα των στοχαστών, αλλά στη βάση της εξέτασης ορισμένων μεγάλων διαχρονικών προβλημάτων που διαρκώς επανέρχονται στο προσκήνιο και επανατίθενται (σχολή «Problemgeschiechte»).
Συγκεκριμένα, ο Heimsoeth εντοπίζει έξι τέτοια θεμελιώδη προβλήματα, στα οποία αφιερώνει ισάριθμα κεφάλαια, δείχνοντας την ενότητα της Δυτικής Μεταφυσικής: Θεός και κόσμος, περατότητα και άπειρο, κόσμος και ψυχή, είναι και γίγνεσθαι, άτομο και καθολικότητες, και τέλος, νόηση και βούληση.
Πρόκειται για ένα στρατευμένο βιβλίο, αφού όπως γίνεται φανερό, ο συγγραφέας του υποστηρίζει ανοικτά συγκεκριμένες φιλοσοφικές θέσεις. Συγκεκριμένα, παρουσιάζει τη σταδιακή μετάβαση της δυτικής Μεταφυσικής από το δυϊσμό στον μονισμό, από τη λατρεία για το πέρας στην αποδοχή του απείρου, από το ρεαλισμό στον ιδεαλισμό, στο γίγνεσθαι από το είναι, από τις καθολικές έννοιες στο άτομο, και τέλος, από τη νοησιαρχία στη βουλησιαρχία.
Ο συγγραφέας απορρίπτει την κυρίαρχη την κυρίαρχη παραδοχή ότι στους Νεότερους Χρόνους ο Θεός αντικαταστάθηκε από τον Άνθρωπο ως ανώτερη αξία, ενώ θεωρεί την Αναγέννηση μάλλον ένα ασήμαντο ενδιάμεσο στάδιο ρητορικής έξαρσης παρά ουσιαστική φιλοσοφική μεταβολή. Σύμφωνα με τον ίδιο, πραγματική επανάσταση που έστρεψε τη φιλοσοφική σκέψη της Δύσης προς εντελώς νέες κατευθύνσεις υπήρξε η εμφάνιση του Χριστιανισμού. Γι’ αυτό και η διάκριση της Φιλοσοφίας σε Αρχαία, Μεσαιωνική και Νεότερη θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τη διάκριση σε προχριστιανική και σε μεταχριστιανική λόγω της κοινής τους προβληματικής.
Η ανατίμηση της ύλης λόγου χάρη που είχε ως αποτέλεσμα τη νεότερη Φυσική του Νεύτωνα και του Γαλιλαίου, δεν έλκει την καταγωγή της παρά στον ερευνητικό ζήλο της φύσης που ενθάρρυναν οι βαθιά θρησκευόμενοι Γερμανοί μυστικιστές.
Αν υφίσταται μια ουσιαστική τομή στη Μεταφυσική, αυτή θα εντοπιζόταν στον ύστερο Μεσαίωνα και κυρίως τη νομιναλιστική παράδοση του Γερμανικού μυστικισμού. Στοχαστές όπως ο Eckhardt, ο Silesius και ο Jacob Boehme υπήρξαν οι πραγματικοί ανανεωτές της μεταφυσικής σκέψης, την οποία τροφοδότησαν με ριζοσπαστικές ιδέες, εμπνευσμένοι από τα θρησκευτικά τους βιώματα.
Η ανατίμηση της ύλης λόγου χάρη που είχε ως αποτέλεσμα τη νεότερη Φυσική του Νεύτωνα και του Γαλιλαίου, δεν έλκει την καταγωγή της παρά στον ερευνητικό ζήλο της φύσης που ενθάρρυναν οι βαθιά θρησκευόμενοι Γερμανοί μυστικιστές.
Εκείνοι εισήγαγαν στη Φιλοσοφία τη χριστιανική ιδέα της creation ex nihilo, που έδωσε την αυτοτέλεια στην ύλη και από αυτή η μηχανιστική αντίληψη του σύμπαντος. Έτσι η Δυτική Μεταφυσική πέρασε από την υποταγή στη φύση την υποταγή της φύσης στους σκοπούς του ανθρώπου, όπως καταλήγει ο Heimsoeth στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Heimsoeth αναλύει την ανατίμηση της έννοιας του απείρου από την επιρροή του Χριστιανισμού: από την πλατωνική-πυθαγόρεια απαξίωση του απείρου ως ατελούς και προβληματικού έφτασε σταδιακά να αναγνωριστεί στο άπειρο οντολογική προτεραιότητα, ακριβώς επειδή θεωρήθηκε ιδιότητα του Θεού.
Παράλληλα με την ανατίμηση του απείρου, συνεχίζει ο συγγραφέας στο τρίτο κεφάλαιο, σημειώθηκε η σταδιακή μετατόπιση της μεταφυσικής αναζήτησης από τον κοσμοκεντρισμό στον ανθρωποκεντρισμό: ενώ η αρχαιοελληνική σκέψη αντιμετώπιζε την ανθρώπινη ψυχή ως μέρος του υλικού σύμπαντος, σταδιακά η Φιλοσοφία αναγνώρισε τη χριστιανική διάκριση της ψυχής από τον υλικό κόσμο, για να καταλήξει τελικά στην αναγωγή του εξωτερικού κόσμο στις ψυχικές παραστάσεις του ανθρώπινου υποκειμένου (ιδεαλισμός).
Το βιβλίο δίνει ασυνήθιστη έμφαση σε συγκεκριμένους στοχαστές της γερμανικής σκέψης και κυρίως στους Γερμανούς μυστικιστές του ύστερου Μεσαίωνα, στους Γερμανούς Ιδεαλιστές του 19ου αιώνα, αλλά και στους Leibniz και Nietzsche.
Ο ίδιος ο κόσμος ερμηνεύτηκε τελικά με πρότυπο τις ψυχικές λειτουργίες ως κάτι άπειρο, αιώνιο και διαρκώς μεταβαλλόμενο ως ένα αέναο γίγνεσθαι, αντίθετα με την πίστη στη σταθερότητα που χαρακτήριζε την ελληνική Οντολογία ήδη από τον Παρμενίδη και τον Πλάτωνα, υποστηρίζει ο Heimsoeth στο τέταρτο κεφάλαιο.
Στο πέμπτο κεφάλαιο, ο Heimsoeth ισχυρίζεται ότι μια ακόμη σημαντική συνεισφορά της χριστιανικής πίστης στη δυτική Φιλοσοφία ήταν η αναγνώριση του ανθρώπινου προσώπου ως κάτι μοναδικού και ανεπανάληπτου. Ενώ η αρχαιοελληνική σκέψη έδινε προτεραιότητα στις καθολικές έννοιες (πλατωνικές Ιδέες, αριστοτελικές ουσίες, πλωτινικό Εν), από τον Descartes και έπειτα αναγνωρίστηκε η ελευθερία, για να φτάσουμε στην παθιασμένη υποστήριξη του ατόμου και της ελεύθερης δημιουργικότητάς του από τους Γερμανούς εκπροσώπους του Ρομαντισμού και του κινήματος “Sturm und Drang”.
Στο έκτο κεφάλαιο, ο Heimsoeth λέει ότι αυτή η χριστιανικής προέλευσης στην ελευθερία ως θεμελιώδους ιδιότητα του ανθρώπου έφτασε να διαλύσει σιγά σιγά τη νοησιαρχική στάση της παραδοσιακής Μεταφυσικής δίνοντας το πρωτείο στη θέληση. Εκτός από τον Descartes και τον Kant, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν εδώ οι φιλόσοφοι Berkeley και Fichte.
Το βιβλίο δίνει ασυνήθιστη έμφαση σε συγκεκριμένους στοχαστές της γερμανικής σκέψης και κυρίως στους Γερμανούς μυστικιστές του ύστερου Μεσαίωνα, στους Γερμανούς Ιδεαλιστές του 19ου αιώνα, αλλά και στους Leibniz και Nietzsche. Μεγάλη σημασία δίνεται επίσης στο ρόλο του Χριστιανισμού στην ευρωπαϊκή σκέψη, με στόχο να καταδειχτεί και η ενότητα στον προβληματισμό ύστερου Μεσαίωνα και Νεότερων Χρόνων. Στο βιβλίο μοιάζει να ξετυλίγεται αντίστροφα ολόκληρη η δυτική Μεταφυσική, για να καταλήξει σε μια κατεύθυνση ατομοκεντρική, μονιστική, βολονταριστική, ιδεαλιστική, του γίγνεσθαι και της άπειρης δημιουργικής ελευθερίας.
Ο Gilson
Αντίθετα από του Heimsoeth, το βιβλίο του Gilson γράφτηκε λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (με ένα παράρτημα του 1962). Μέσα σε αυτό παρουσιάζεται σε δέκα κεφάλαια η εξέλιξη του προβλήματος της ύπαρξης στη Δυτική Φιλοσοφία, από την ελληνική Αρχαιότητα μέχρι τον εικοστό αιώνα. Το πρόβλημα της ύπαρξης είναι το βασικότερο φιλοσοφικό ερώτημα, διότι εκεί εδράζεται κάθε προϋπόθεση για τη γνώση μας σχετικά με τον κόσμο. Σύμφωνα με τον Gilson, η κύρια αιτία για τις πλάνες των εκπροσώπων της Δυτικής Μεταφυσικής δεν είναι άλλη από την ακόλουθοι: αντί να εστιάσουν στο Ον, πάντα στρέφονταν σε μια από τις επιμέρους όψεις του, για την οποία μιλούν οι διάφορες επιστήμες. Γι’ αυτό και ως προμετωπίδα του βιβλίου είναι η ρήση του Émile Meyerson: «Ο λόγος έχει ένα μονάχα μέσο για να εξηγήσει ό,τι δεν προέρχεται από τον ίδιο: να το αναγάγει στο μηδέν». Με αυτό το βιβλίο δεν έχει στόχο να γράψει μια απλή εξιστόρηση της Δυτικής Μεταφυσικής, αλλά επιδιώκει κα να πείσει για την ανάγκη της σύγχρονης φιλοσοφίας να θέσει εκ νέου το πρόβλημα του όντος βασισμένη στη φιλοσοφία του μεσαιωνικού στοχαστή Θωμά Ακινάτη. Ο Gilson ισχυρίζεται πως η εγγενής τάση του ανθρώπινου νου να ουσιοποιεί την ύπαρξη είναι το σπουδαιότερο μάθημα που μπορούμε να πάρουμε από τη μελέτη της δυτικής Μεταφυσικής. Γι’ αυτό προβαίνει σε μια εξονυχιστική διερεύνηση των σημαντικότερων απαντήσεων που έδωσαν στο συγκεκριμένο πρόβλημα οι φιλόσοφοι από τον Πλάτωνα και τον Παρμενίδη ως τους Υπαρξιστές συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Αρχίζοντας την πραγμάτευσή του, παραδέχεται ότι η πιο συνηθισμένη μομφή ενάντια στη Μεταφυσική είναι ότι μεταχειρίζεται μια γλώσσα ασαφή και επιτηδευμένα περίτεχνη. Στην πραγματικότητα όμως, ακόμη και στον καθημερινό μας λόγο θίγουμε εν αγνοία μας μεταφυσικά προβλήματα και λαμβάνουμε θέση απέναντί τους: πόσοι από μας συνειδητοποιούμε ότι όταν λέμε τις λέξεις «είναι», «εξαιτίας» και «προκειμένου», καταπιανόμαστε με τα προβλήματα του όντος, της αιτιοκρατίας και της τελολογίας; Η Μεταφυσική λοιπόν δεν ξεφεύγει από την κοινή γλώσσα, παρά μόνο για να εξετάσει αν αυτή η κοινή γλώσσα προσφέρει μια πραγματικά έγκυρη γνώση του επιστητού. Σύμφωνα με τον Gilson, ακριβώς αυτό έκανε στην Αρχαιότητα ο Παρμενίδης, πρώτος μεταφυσικός φιλόσοφος, αναζητώντας το νόημα των λέξεων «ον» και «μη ον». Η ιδιοφυής οντολογική ανάλυση του Παρμενίδη πυροδότησε σοβαρούς φιλοσοφικούς προβληματισμούς: αν το αυθεντικά υπαρκτό ον χαρακτηρίζεται από αιωνιότητα, ενότητα και ομοιομορφία, τότε πώς εξηγείται η πολλαπλότητα και η φθορά που παρατηρούνται παντού στον εμπειρικό κόσμο; Τη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στις απαιτήσεις της λογικής σκέψης και την εμπειρία ανέλαβε ο Πλάτων με την περίφημη θεωρία για τις Ιδέες και τη μέθεξη των όντων σε αυτές. Η πλατωνική Οντολογία με τη σειρά της, ως γνήσια ουσιοκρατική, γρήγορα βρέθηκε αντιμέτωπη με το ερώτημα για το πώς καταφέρνει η Ιδέα να συνδέεται με το πλήθος των εμπειρικών πραγμάτων δίχως να χάνει την ενότητά της. Πραγματικά, καθώς η πλατωνική σκέψη οπισθοχώρησε μπροστά στο δίλημμα του αν πρέπει να παραιτηθούμε από τη γνώση των Ιδεών (ουσία) για χάρη της εμπειρίας ή το αντίστροφο, ένας νέος φιλόσοφος, ο Πλωτίνος, απάντησε με έναν απρόσμενα ριζοσπαστικό τρόπο: η ουσία (Ιδέες) είναι υπαρκτή και γνώσιμη, ακριβώς επειδή ανάγεται στο μη ον: πρόκειται για το περίφημο, πλωτινικό Εν.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ακόμη και αν οι πλατωνικές Ιδέες υπάρχουν πραγματικά, δεν είναι σε θέση να μας μάθουν τίποτε για τον πολύμορφο κόσμο της εμπειρίας μας.
Ωστόσο, το πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Πλάτων δέχτηκε και μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση, αυτή του Αριστοτέλη, ο οποίος ξεκινώντας από διαφορετική αφετηρία, απέρριψε τη θεωρία των Ιδεών για χάρη του εμπειρικού κόσμου. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ακόμη και αν οι πλατωνικές Ιδέες υπάρχουν πραγματικά, δεν είναι σε θέση να μας μάθουν τίποτε για τον πολύμορφο κόσμο της εμπειρίας μας. Κατά συνέπεια, δεν έχουν τίποτε κοινό με ό,τι συνήθως ονομάζουμε «πραγματικότητα». Μόνο τα επί μέρους πράγματα του εμπειρικού κόσμου είναι όντως υπαρκτά. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, όλα τα επί μέρους όντα ανήκουν είτε στην κατηγορία των αυθύπαρκτων (τα οποία ονομάζει «ουσίες»), είτε στην κατηγορία των εξαρτημένων (που ονομάζει «συμβεβηκότα»). Στην πρόταση λόγου χάρη «ο Σωκράτης είναι λευκός», η λευκότητα αποτελεί μια ιδιότητα ενός όντος, ενώ ο Σωκράτης είναι το ον που αυτή η ιδιότητα περιγράφει. Όλη η ύπαρξη των όντων καθορίζεται από την εντελέχεια που τα σπρώχνει προς ένα προκαθορισμένο από την ουσία τους σκοπό. Η κίνηση προς αυτό το σκοπό είναι η μετάβαση από τη δυνατότητα στην ενέργεια. Αιτία της κίνησης όλων των όντων όμως, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι το Πρώτο Κινούν, ένα ον που ενώ κινεί τα άλλα δεν κινείται από κανένα γιατί διαθέτει πλήρη ενεργητικότητα (Θεός). Για την αριστοτελική Μεταφυσική πραγματικά όντα είναι το ατομικά πράγματα , των οποίων η ουσία έγκειται στη μορφή. Η μορφή όμως δε χαρακτηρίζει ατομικά πράγματα αλλά τα είδη: ο γνωστός ορισμός του ανθρώπου ως έλλογου ζώου δεν προσδιορίζει διάφορες ατομικότητες (πχ ο Σωκράτης, ο Πλάτων) αλλά ευρύτερες ομάδες (πχ ο άνθρωπος). Σύμφωνα με τον Gilson, η πλατωνική νοησιοκρατία και ο αριστοτελικός εμπειρισμός αποτελούν δύο θεμελιωδώς αντίθετες αλλά συνεπείς και ακέραιες μεταφυσικές αποφάνσεις, πράγμα που εξηγεί τη βαθιά εξάρτηση ολόκληρης της Δυτικής φιλοσοφίας από αυτές.
Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με τον Gilson, δεν πρέπει να παραβλέπεται μια βασική αντίφαση εντός του ίδιου του ίδιου του αριστοτελισμού: από τη μια υπερτιμά οντολογικά τα ατομικά όντα, συγχρόνως όμως αναγνωρίζει ως αιτία των ατομικών όντων (π.χ. Σωκράτης) το είδος-ουσία (πχ άνθρωπος), πιθανώς λόγω της εξάρτησης από τον πλατωνισμό. Αυτή η διττότητα του αριστοτελισμού αποτέλεσε πηγή της έριδας για τις καθολικές έννοιες (universalia) κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους: οι ρεαλιστές ακολουθούσαν τις πλατωνικές πηγές του, ενώ οι νομιναλιστές, ως γνήσιοι εμπειριστές, αναγνώριζαν ως υπαρκτά μόνο τα ατομικά όντα. Ωστόσο, το πρόβλημα του Πλάτωνα και του Παρμενίδη πλήττει αναπόδραστα και την Οντολογία του Αριστοτέλη: πώς συμφιλιώνονται οι απαιτήσεις της καθολικής ουσίας με αυτές του συγκεκριμένου ατόμου; Μπροστά σε αυτό οπισθοχωρεί και η ουσιοκρατία του Αριστοτέλη. Μεταβαίνοντας στις φιλοσοφίες του Μεσαίωνα, τις οποίες και αποκαλεί ακριβέστερα «φιλοσοφίες της Παλαιάς Διαθήκης», αφού δεν ήταν μονάχα Χριστιανοί οι συγγραφείς, αλλά υπήρχαν Εβραίοι ή και Μουσουλμάνοι φιλόσοφοι όπως ο Αβικένας και ο Αβερρόης. Εκείνοι αποπειράθηκαν να συμβιβάσουν τις παραδεδεγμένες αλήθειες της πίστης με τις φιλοσοφικές ανακαλύψεις, δηλαδή κυρίως με τον Αριστοτέλη, όπως είχε μεταφραστεί και ερμηνευτεί κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους στη Δύση.
Giorgio de Chirico, Ο μεγάλος μεταφυσικός (1917). |
Την ίδια πρόκληση για συμβιβασμό πίστης και λογικής αντιμετώπισαν αργότεροι και οι Χριστιανοί αριστοτελιστές, όπως ο Σιγήρος Βραβαντηνός και ο Θωμάς Ακινάτης. Προκειμένου να υπερασπιστεί την ύπαρξη του θείου, ο Σιγήρος συνέχισε την ουσιοκρατία του Αβικέννα υποστηρίζοντας πως η ύπαρξη είναι απλώς η πραγμάτωση της ουσίας. Ωστόσο, το νέο πρόβλημα που ήρθε στην επιφάνεια μέσα από την προσέγγιση του Σιγήρου ήταν περί της αιτίας του κόσμου μας. Ενώ κατά Αριστοτέλη ο Θεός είναι αίτιο της κίνησης των όντων αλλά όχι της ύπαρξής τους, οι μονοθεϊστές στοχαστές παραδέχονταν υποχρεωτικά το Θεό ως αιτία ύπαρξης, κάτι που οδηγούσε αναγκαστικά στο εξής: η ύπαρξη ενός όντος πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό από την ουσία του. Αυτή την καθοριστική μετάβαση από την Οντολογία της Υπόστασης στην οντολογία της ύπαρξης πέτυχε, σύμφωνα με τον Gilson, ο Θωμάς Ακινάτης. Μέσα στο θωμικό σύμπαν, τονίζει ο Gilson, κάθε ον διαθέτει μια δική του ενέργεια του υπάρχειν, ενώ το πρόβλημα ουσίας και ύπαρξης ανάγεται ως την πρώτη αιτία (Θεός), όπου εξαφανίζεται χάρη στην απορρόφηση της ουσίας από την ενέργεια του υπάρχειν. Για πρώτη φορά με τον Ακινάτη τέθηκαν οι βάσεις της Μεταφυσικής ως επιστήμης των πρώτων αιτίων και των κατ’ εξοχήν υπαρκτών όντων. Ο Gilson υποστηρίζει πως ο ακινατικός στοχασμός υπήρξε το μέγιστο κατόρθωμα της Μεταφυσικής ως τις μέρες μας, παρέχοντας στη Φιλοσοφία υπηρεσία που όμοιά του δεν υπήρξε μέχρι την εμφάνιση του Υπαρξισμού.
Δυστυχώς όμως, συνεχίζει ο Gilson, παρερμηνεύτηκε από όλους τους υπόλοιπους Σχολαστικούς στοχαστές, κυρίως τον Duns Scotus και τους μαθητές του, οι οποίοι επανέφεραν την ουσιοκρατική σύλληψη της ύπαρξης στη Μεταφυσική, καταλήγοντας στην ακραία ουσιοκρατία του Σουάρεθ. Αυτοί οι στοχαστές, παρασυρόμενοι αφενός από τον πλατωνισμό που διαρκώς εμφιλοχωρούσε στη δυτική Φιλοσοφία και αφετέρου από μια εγγενή τάση του ανθρώπινου μυαλού, επανέφεραν την ιδέα της ύπαρξης ως βαθμό ενέργειας της ουσίας. Αυτό το πρωτείο της ουσίας έναντι της ύπαρξης δεν έπαψε να ακολουθεί τη φιλοσοφική σκέψη. Στους νεότερους χρόνους συγκεκριμένα, ο Descartes, παρά το ότι έμεινε στην ιστορία ως καταστροφέας του Σχολαστικισμού, δε μπόρεσε να απαγκιστρωθεί εντελώς από τους Ιησουίτες δασκάλους του (και μαθητές του Σουάρεθ), με αποτέλεσμα να συνεχίσει την ουσιοπίηση της ύπαρξης. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στο οντολογικό επιχείρημά του για την ύπαρξη του Θεού, το οποίο επανέλαβαν ακούραστα όλοι οι μαθητές του (Malebranche, Fenelon, Spinoza, Leibniz). Μέχρι και ο Wolf, που θεωρούσε το Σχολαστικισμό ως μια φιλοσοφία του παρελθόντος, διατήρησε την ουσιοκρατία του, καθιστώντας τη Μεταφυσική ως μια επιστήμη του «αποϋπαρκτοποιημένου Όντος». Μετά τον Wolf όμως, συνέβη μια ριζική επανάσταση στο φιλοσοφείν: δεν είναι άλλη από την περίφημη «κοπερνίκεια στροφή» του Kant. Σύμφωνα με τον Gilson, ο Κant με τα ιδιοφυή επιχειρήματά του συνέτριψε τις διαβόητες αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού από τους μεσαιωνικούς χρόνους ως τον καιρό του, καταδεικνύοντας μια για πάντα πως η ύπαρξη ενός όντος δε μπορεί να είναι ένα απλό κατηγόρημα της ουσίας του.
Ο κριτικός ιδεαλισμός που προέκυψε από τον Kant, μέσα από τη διαλεκτική του Hegel, μετατράπηκε σε έναν απόλυτο ιδεαλισμό, σύμφωνα με τον οποίο το Ον (πράγμα καθαυτό) είναι γνώσιμο, ακριβώς επειδή δεν είναι προσιτό στην εμπειρία αλλά μονάχα στη σκέψη. Με τον Hegel η ύπαρξη έφτασε να αναχθεί πλήρως στη σκέψη, πυροδοτώντας τις αντιδράσεις ορισμένων στοχαστών υπέρ της λησμονημένης ύπαρξης. Πρόκειται για τον Kierkegaard και τους υπαρξιστές διαδόχους τους. Αναλύοντας τον Kierkegaard και στη συνέχεια τον Heidegger και τον Sartre, ο Gilson εκφράζει την αποδοκιμασία αλλά και τη συμπάθειά του: οι συγκεκριμένοι διανοητές, ισχυρίζεται, έφεραν στο προσκήνιο το πρωτείο της ύπαρξης, όπως είχε κάνει ο Ακινάτης. Το σφάλμα τους όμως, ήταν ότι παραιτήθηκαν από κάθε λογική σκέψη και κατανόηση του Όντος για χάρη του άμεσου βιώματος. Εκεί ακριβώς οφείλονται και οι λογοτεχνικές εκφράσεις περί αγωνίας, απελπισίας και ναυτίας, με τις οποίες μας εξοικείωσε η συγκεκριμένη φιλολογία τα τελευταία χρόνια.
Τώρα, σύμφωνα με το Gilson, όλη η προγενέστερη φιλοσοφία διέπραξε το ακριβώς αντίστροφο σφάλμα: την υποταγή της ύπαρξης στην ουσία, δηλαδή στις λογικές απαιτήσεις του νου.
Με λίγα λόγια, προκειμένου να προασπίσουν την ανθρώπινη ύπαρξη, οι υπαρξιστές φιλόσοφοι αποποιήθηκαν κάθε δυνατότητα έλλογης γνώσης και κατανόησής της. Τώρα, σύμφωνα με το Gilson, όλη η προγενέστερη φιλοσοφία διέπραξε το ακριβώς αντίστροφο σφάλμα: την υποταγή της ύπαρξης στην ουσία, δηλαδή στις λογικές απαιτήσεις του νου. Η κύρια αιτία για τις πλάνες των εκπροσώπων της δυτικής Μεταφυσικής δεν είναι άλλη από την ακόλουθοι: αντί να εστιάσουν στο Ον, πάντα στρέφονταν σε μια από τις επιμέρους όψεις του, που μελετούν οι διάφορες επιστήμες. Αυτή η πλάνη έφερε ως συνέπεια τη λησμονιά της ύπαρξης, δηλαδή του θεμελιώδους χαρακτηριστικού της Μεταφυσικής. Οι μεταφυσικοί στοχαστές του Μεσαίωνα λόγου χάρη, υπέταξαν το Ον στις απαιτήσεις της Λογικής (της μόνης επιστήμης που διέθεταν), ο Καρτεσιανισμός το υπέταξε στις λογικές απαιτήσεις των Μαθηματικών, ο Kant στην κλασική Φυσική (νόμοι του Νεύτωνα), ενώ ο Comte στην Κοινωνιολογία. Η ύπαρξη διαφεύγει από κάθε εννοιολόγηση, γι’ αυτό και οι φιλόσοφοι ανέκαθεν έτειναν να τη μετατρέπουν σε ουσία. Ο Gilson παραδέχεται πως η εγγενής τάση του ανθρώπινου νου να ουσιοποιεί την ύπαρξη είναι το σπουδαιότερο μάθημα που μπορούμε να πάρουμε από τη μελέτη της Δυτικής Μεταφυσικής. Γι’ αυτό, κρίνει ο συγγραφέας, σήμερα έχουμε ανάγκη μια Φιλοσοφία του Όντος νεοθωμιστικού τύπου, η οποία θα εκκινεί από την ύπαρξη, προσεγγίζοντας παράλληλα τον κόσμο ως αντικείμενο έλλογης γνώσης και κατανόησης.
Τα δύο παραπάνω βιβλία, αμφισβητώντας την καθιερωμένη προσέγγιση, προωθούν τις μεταφυσικές προτιμήσεις του συγγραφέα τους. Συγκεκριμένα, ενώ ο Heimsoeth αμφισβητεί τη ρήξη της μεσαιωνικής με τη νεώτερη σκέψη και επιχειρεί να αναδείξει την ενότητα της προβληματικής της νεώτερης σκέψης και την ανάδυση της επιστήμης, δίνοντας έμφαση σε μια διαφορετική πορεία που περνά κυρίως μέσα από τον Γερμανικό μυστικισμό, τον Leibniz και τον Fichte, ο Gilson προβάλλει στην ανάλυσή του τη συνεισφορά του Θωμά Ακινάτη, υποδεικνύοντας ότι όλη η νεότερη φιλοσοφία βασίζεται σε μια κακή κατανόησή του. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι η προκλητική προσέγγιση του Heimsoeth είναι προς το παρόν ατεκμηρίωτη και οι ισχυρισμοί του Gilson για την εξάρτηση όλης σχεδόν της Δυτικής σκέψης από την ουσιοκρατία φαίνονται απλουστευτικοί, παραβλέπουν εντελώς την καταλυτική επίδραση της μαθηματικοποιημένης φυσικής επιστήμης από τους Νεότερους Χρόνους και έπειτα. Ωστόσο, είναι αληθινά αξιοθαύμαστες οι γνώσεις και οι βαθυστόχαστες αναλύσεις των δύο συγγραφέων, τα βιβλία των οποίων συνθέτουν έναν λεπτομερή χάρτη του μεταφυσικού στοχασμού της Δύσης.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.