Για το βιβλίο του Roger Scruton «Πώς να (μην) είστε συντηρητικοί» (μτφρ. Ρηγούλα Γεωργιάδου, εκδ. Παπαδόπουλος).
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Σήμερα, ο όρος «συντηρητισμός» είναι ίσως ένας από τους πιο ασαφείς και κακοποιημένους όρους του πολιτικού μας λεξιλογίου. Σπάνια ένας πολιτικός επιλέγει να αυτοχαρακτηρισθεί έτσι και συνήθως πρόκειται για χαρακτηρισμό που αποδίδεται σε άλλους, με σκοπό να τους δυσφημίσει. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αποτελούσε ο Βρετανός φιλόσοφος Σερ Ρότζερ Σκρούτον, τα βιβλία του οποίου και γύρω από τον οποίο έχουν αρχίσει να αυξάνονται το τελευταίο διάστημα στην ελληνική εκδοτική παραγωγή. Εκτός από το γνωστό Τρελοί, Τσαρλατάνοι, Ταραχοποιοί (εκδ. Επίκεντρο), τώρα έχουμε επίσης στα ελληνικά το σημαντικό Πώς να (μην) είστε συντηρητικοί (How to be a conservative, 2014), από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος. Σε τούτο το βιβλίο, που έγραψε σε ηλικία εβδομήντα ετών, ο Σκρούτον εξετάζει τον εθνικισμό, τον καπιταλισμό και τον φιλελευθερισμό, τον σοσιαλισμό, την Ευρώπη, την οικολογία και τον διεθνισμό με την πολυπολιτισμικότητα με την οποία συνήθως συνδέεται. Κέντρο του συντηρητισμού του είναι η προσήλωση στο έθνος-κράτος, με ιδιαίτερη έμφαση στην κουλτούρα και τις παραδόσεις της αγγλικής κοινωνίας.
Σερ Ρότζερ Σκρούτον: ένας «συντηρητικός» στοχαστής των ημερών μας
Από αυτή την προσήλωση εκπηγάζει τόσο η έμφασή του στην εκκοσμίκευση και το κράτος Δικαίου, όσο και η άρνηση της πολυπολιτισμικότητας και του σοσιαλισμού. Δύο ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται επίσης σοβαρά, και όχι δίχως κάποια νοσταλγική διάθεση, είναι η θρησκεία και η τέχνη. Συγκεκριμένα, ο Σκρούτον προβαίνει σε ένα «νιτσεϊκό» εγκώμιο για την αισθητική ομορφιά, ως αντισταθμιστική δύναμη για την απώλεια νοήματος μέσα στον σύγχρονο κόσμο μας. Αυτή η ομορφιά είναι που, κατά την άποψή του, τείνει σχεδόν να εκλείψει μέχρι και από τα σύγχρονα έργα τέχνης, αφού αυτοσκοπός των περισσοτέρων καλλιτεχνών στη γραφή, τη ζωγραφική και τον κινηματογράφο, είναι η απεικόνιση της βίας και των κάθε λογής ωμοτήτων που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη κατάσταση.
Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την προσωπική τοποθέτηση του Σκρούτον πάνω σε αυτό το θέμα, μιας και εκείνος υμνεί μεν την Αγγλικανική Εκκλησία, αλλά κυρίως για συναισθηματικούς λόγους (προσφορά παρηγοριάς και ενότητας) και επιλέγει συνειδητά να μην εξετάσει το μεταφυσικό περιεχόμενο της χριστιανικής θρησκείας.
Η πρόθεση να ξεχωρίζει και να διακρίνεται ο καλλιτέχνης από τους «αστούς», αντικατέστησε την πρόθεση του να παράγει την ομορφιά και την παρηγοριά που αυτή γεννά. Μιλώντας όμως για παρηγοριά, ο Σκρούτον, γενικά δριμύς επικριτής του μαχητικού αθεϊσμού, δεν παραλείπει να σχολιάσει την υποχώρηση του θρησκευτικού στοιχείου στις μοντέρνες κοινωνίες, χαιρετίζοντας από τη μια αυτή την υποχώρηση ως πρόοδο στο πολιτικό επίπεδο (ο ίδιος θεωρεί πως μια αναγνώριση με θρησκευτικούς αντί για εθνικούς όρους, θα άνοιγε την πόρτα στον φανατισμό), αλλά και δείχνοντας την αίσθηση «ξεριζώματος» που πολλοί σημερινοί άνθρωποι βιώνουν εξαιτίας της. Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την προσωπική τοποθέτηση του Σκρούτον πάνω σε αυτό το θέμα, μιας και εκείνος υμνεί μεν την Αγγλικανική Εκκλησία, αλλά κυρίως για συναισθηματικούς λόγους (προσφορά παρηγοριάς και ενότητας) και επιλέγει συνειδητά να μην εξετάσει το μεταφυσικό περιεχόμενο της χριστιανικής θρησκείας. Παράλληλα, ο Βρετανός φιλόσοφος δε φείδεται σχολίων για το Ισλάμ, το οποίο θεωρεί ως θεμελιωδώς ασύμβατο με την κοσμική κουλτούρα ανεκτικότητας που εδραίωσε ο Διαφωτισμός στη Δύση.
Μάλιστα, θεωρεί, στη διαμόρφωση αυτής της κουλτούρας συνέβαλε και το χριστιανικό πνεύμα, το οποίο, παρά τις βιαιότητες που διέπραξαν οι Χριστιανοί κατά καιρούς, δεν έπαψε να λησμονεί τα λόγια και της συμπεριφορά του Χριστού, που διέκρινε αυστηρά ανάμεσα στον Καίσαρα (κράτος) και τον Θεό, ενώ ουδέποτε ανάγκασε κανέναν να ενστερνιστεί το ευαγγελικό μήνυμα με τη βία. Η απόρριψη της θεοκρατίας είναι λοιπόν καίριο στοιχείο του συντηρητισμού του Σκρούτον. Σύμφωνα με την πλειονότητα των ερευνητών, η συντηρητική ιδεολογία γεννήθηκε περίπου στη Νεωτερικότητα, ως αντίδραση σε αυτή και στη γαλλική επανάσταση.
Σύμφωνα με την πλειονότητα των ερευνητών, η συντηρητική ιδεολογία γεννήθηκε περίπου στη Νεωτερικότητα, ως αντίδραση σε αυτή και στη γαλλική επανάσταση.
Επικαλούμενος τους Μπερκ και ντε Μαιστρ, ο Σκρούτον δίνει την (παραπλανητική ίσως) εντύπωση ότι αποτελεί ένα είδος συνεχιστή τους, όταν στην πραγματικότητα οι θέσεις του απέχουν από τις δικές τους όσο απέχει ο εγκωμιασμός του Διαφωτισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την υπεράσπιση του Παλαιού Καθεστώτος και της κοινωνικής αποθρησκειοποίησης. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον ότι η επιχειρηματολογία του Σκρούτον ενάντια στον υπερεθνικό ευρωπαϊσμό και τον πολυπολιτισμικό διεθνισμό έχει τη μορφή της εναντίωσης σε κάθε άνωθεν μεταρρύθμιση που λησμονεί τις προσωπικές ανθρώπινες σχέσεις, μια γραμμή επιχειρηματολογίας που θυμίζει τους πρώιμους συντηρητικούς στοχαστές, όταν αυτοί απέρριπταν τη γαλλική επανάσταση και τα αστικά δικαιώματα επικροτώντας τις τοπικές σχέσεις και θεσμούς της κληρονομικής αριστοκρατίας.
Αφού λοιπόν οι αρχές της επανάστασης του 1789 νίκησαν την παλιά τάξη πραγμάτων και πλέον είναι αξεδιάλυτες από την κοινωνική μας ζωή, τι αποκλείει την πιθανότητα να συμβεί μακροπρόθεσμα το ίδιο με ένα ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο κράτος; Οι έρευνες του Κονδύλη υποστηρίζουν πως η συντηρητική ιδεολογία προέκυψε ήδη από τα τέλη του Μεσαίωνα και ως εναντίωση στο τότε αναδυόμενο απολυταρχικό εθνικό κράτος και κατόπιν στην αστική τάξη και τις διεκδικήσεις της (π.χ. το 1789 κ.λπ.), για να χαθεί οριστικά κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο κοινοβουλευτισμός και η εκβιομηχάνιση εδραιώθηκαν οριστικά.
Έκτοτε, ό,τι ονομάζεται «συντηρητισμός» είναι οι αρχές του κλασικού φιλελευθερισμού απέναντι στις αναδυόμενες μαζικοδημοκρατικές (π.χ. από σοσιαλιστές) μεθερμηνείες τους. Αν ισχύει αυτή η τελευταία προσέγγιση, μπορεί ίσως να εξηγηθεί το γεγονός ότι ο Σκρούτον επικαλείται τους παλιούς συντηρητικούς ενώ συνάμα εγκωμιάζει όλα όσα εκείνοι απεχθάνονταν. Εκείνοι όμως (ιδίως ο ντε Μαιστρ) έβλεπαν την κοινωνική πραγματικότητα με θεολογικά ιεραρχικούς όρους, θεωρώντας ότι αντικατοπτρίζει κατά κάποιον τρόπο τη θεϊκή τάξη. Πού θεμελιώνεται ο συντηρητισμός του Σκρούτον και τι τον εμποδίζει να εκτραπεί σε σχετικισμό και σε ρομαντική αναπόληση του «όχι ακόμη»;
Το βιβλίο αυτό έχει και έναν εν πολλοίς αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, καθώς μέσα στις σελίδες του μαθαίνουμε την πνευματική πορεία διαμόρφωσης και στροφής του συγγραφέα του στον συντηρητισμό. Τι είναι άραγε αυτό που ωθεί κάποιον να στραφεί σε μια τέτοια πολιτική επιλογή, όταν περίπου το 70% των Βρετανών διανοουμένων αυτοπροσδιορίζεται ως «αριστερό»; Σύμφωνα με τον Σκρούτον, υπήρξαν δύο καίριας σημασίας επιρροές, που τον ώθησαν στον πολιτικό συντηρητισμό. Η πρώτη ήταν ο πατέρας του, Τζακ Σκρούτον, ο οποίος αν και δεδηλωμένος σοσιαλιστής αγαπούσε βαθιά τα ήθη και τα έθιμα της αγγλικής κοινωνίας, έθιμα και ήθη τα οποία επιχειρούσε με κάθε τρόπο να προστατεύσει και να «συντηρήσει». Η δεύτερη επιρροή ήταν ο Μάης του ’68, όταν πλήθος Αριστερών διανοητών (Νέα Αριστερά) εκτόξευαν με την πένα τους επιθέσεις ενάντια στους αστούς και την αστική τάξη, που για τον Σκρούτον εκπροσωπούσε καθετί το αξιοπρεπές στον τρόπο ζωής μέσα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ο νόμος, η τάξη, η επιστήμη και σε τελική ανάλυση η αλήθεια, θεωρήθηκαν φενάκη του καπιταλισμού, από τη Νέα Αριστερά, η οποία πίστευε πως είχε βρει μια πιο αξιόπιστη σοσιαλιστική (μαρξιστική) εναλλακτική απέναντι στον λενινισμό.
Ο νόμος, η τάξη, η επιστήμη και σε τελική ανάλυση η αλήθεια, θεωρήθηκαν φενάκη του καπιταλισμού, από τη Νέα Αριστερά, η οποία πίστευε πως είχε βρει μια πιο αξιόπιστη σοσιαλιστική (μαρξιστική) εναλλακτική.
Σπουδάζοντας Νομική και μελετώντας τον παλιό αγγλικό νόμο, ο Σκρούτον γέμιζε θαυμασμό για την παράδοση του τόπου του, υπερηφανευόμενος ότι πρόκειται για μια κοινότητα χτισμένη από τα κάτω, με έγκυρα θεσπίσματα που χρονολογούνταν από τον 13ο αιώνα και προέρχονται όχι από την αστική φενάκη αλλά από την «καρδιά» της αγγλικής κοινωνίας. Κατόπιν, η επίσκεψη στην τότε σοσιαλιστική Πολωνία και Τσεχοσλοβακία, στα 1979, καθώς και η γνωριμία του με τους εκεί αντικαθεστωτικούς, τον έπεισαν πως δεν έχουν όλα τα κράτη αυτή την «πολυτέλεια» της ελεύθερης έκφρασης και της υπεράσπισης της εθνικής τους κουλτούρας, ζώντας σε κοινωνίες όπου οι αποφάσεις λαμβάνονταν από πάνω (κράτος), στο όνομα αφηρημένων και ανεπίτευκτων ιδεωδών. Η έλευση της Θάτσερ στην εξουσία φάνηκε στον ίδιο σαν «θαύμα», όπως λέει χαρακτηριστικά, παρότι ο ίδιος ουδέποτε πείστηκε από τις νεοφιλελεύθερες θέσεις περί της αγοράς.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο συντηρητισμός ξεκινά από ένα συναίσθημα που όλοι οι ώριμοι άνθρωποι μπορούν εύκολα να μοιραστούν: το συναίσθημα ότι τα καλά πράγματα καταστρέφονται εύκολα, αλλά δεν δημιουργούνται εύκολα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα καλά πράγματα που μας προσφέρονται ως συλλογικά περιουσιακά στοιχεία: η ειρήνη, η ελευθερία, ο νόμος, η ευγένεια, η κοινωνική συνείδηση, η ασφάλεια της ιδιοκτησίας και της οικογενειακής ζωής, όλα αυτά για τα οποία χρειαζόμαστε τη συνεργασία των άλλων χωρίς να έχουμε τρόπο να τα αποκτήσουμε ο καθένας μόνος του. Όσον αφορά αυτά τα πράγματα, το έργο της καταστροφής είναι γρήγορο, εύκολο και συναρπαστικό. Το έργο της δημιουργίας αργό, επίπονο και βαρετό. Αυτό είναι ένα από τα μαθήματα του εικοστού αιώνα. Είναι επίσης ένας λόγος για τον οποίο οι συντηρητικοί βρίσκονται σε μειονεκτική θέση όσον αφορά την κοινή γνώμη. Η θέση τους είναι αληθινή αλλά βαρετή, η θέση των αντιπάλων τους είναι συναρπαστική αλλά ψευδής». (σελ. 11-12)