Για τα βιβλίο των Julien Benda «Η προδοσία των διανοουμένων» (μτφρ. Η.Π. Νικολούδης, Κατερίνα Μίχα, εκδ. Ροές) και Roger Scruton «Τρελοί, τσαρλατάνοι και ταραχοποιοί – Διανοούμενοι της νέας αριστεράς» (μτφρ. Άννα Δαμιανίδη, εκδ. Επίκεντρο).
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Πολύς λόγος γίνεται και σήμερα για τον «πνευματικό άνθρωπο», καθώς και για τον ρόλο που αυτός διαδραματίζει μέσα σε μια κοινωνία. Ο διανοούμενος, όπως τον αντιλαμβανόμαστε γενικά, οφείλει πάντοτε να έχει λόγο, παρεμβαίνοντας στα κοινά και καταδικάζοντας τα κακώς κείμενα. «Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί. Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους»; έγραφε χαρακτηριστικά ο Brecht το 1937. Από την άλλη, και η σιωπή ενδέχεται να δείχνει τόλμη και να αποτελεί μια μορφή παρέμβασης ενός διανοουμένου.
Ο διανοούμενος, λοιπόν, είτε με τον λόγο είτε με τη σιωπή του, παρεμβαίνει στα πράγματα και παίρνει θέση.
«Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος για να κρύψουμε το πρόσωπό μας» είχε γράψει και ο «ποιητής της ήττας» Μανόλης Αναγνωστάκης. Αργότερα θα δήλωνε: «Η στάση της σιωπής, της ηθελημένης παραίτησης από µια προσωπική χειρονομία, δεν είναι σπάνια στην ιστορία –και όχι µόνο του εργατικού κινήµατος– και είναι µια στάση εντελώς ανώτερης ηθικής υφής, τόσο µάλλον όσο ο σιωπών προσφέρεται γυµνός και ανυπεράσπιστος στη συκοφαντία και τον λιθοβολισµό». Ο διανοούμενος, λοιπόν, είτε με τον λόγο είτε με τη σιωπή του, παρεμβαίνει στα πράγματα και παίρνει θέση. Ωστόσο, ήδη από τότε που ο Πλάτων έγραφε την περίφημη αλληγορία του σπηλαίου ή ο Θαλής έπεφτε σ’ έναν λάκκο εισπράττοντας το πείραγμα μιας υπηρέτριας, ο διανοούμενος εθεωρείτο πάντοτε ένας άνθρωπος που μελετά τα ουράνια αλλά αγνοεί τα γήινα, ένα πλάσμα απόκοσμο και απροσάρμοστο στον πραγματικό κόσμο. Δεν υπήρχε πιο μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σ’ έναν φιλόσοφο ή έναν ποιητή που στοχάζεται και τα προβλήματα της πεζής καθημερινότητας.
Κάτι τέτοιο συμβάδιζε, όπως το μαρτυρεί και ο Πλάτων, με τη συνήθη απροθυμία των διανοουμένων να αναμειχθούν στα προβλήματα της ζωής και ιδιαίτερα στα κοινά. Οι στοχαστές ήταν ανέκαθεν δοσμένοι στο αιώνιο και στο οικουμενικό. Αυτό αναστράφηκε, μας λέει ο Benda στο βιβλίο του Η προδοσία των διανοουμένων, μετά το τρίτο μισό του 19ου αιώνα. Τότε, με την όξυνση των πολιτικών παθών στην Ευρώπη και με τη σταδιακή άνοδο των μαζών στο ιστορικό προσκήνιο, οι άνθρωποι του πνεύματος άρχισαν να αναλαμβάνουν πρόθυμα τον ρόλο του καθοδηγητή τους. Οι στοχαστές υμνούν πλέον όχι το οικουμενικό και το αιώνιο αλλά το ρεαλιστικό, το απτό και το συγκεκριμένο, περιφρονώντας έντονα τους προκατόχους τους από την ελληνορωμαϊκή Αρχαιότητα.
Παρόλο που ανέκαθεν η θεωρητική εξύμνηση των αιώνιων ιδανικών συμβάδιζε στενά με την έμπρακτη καταπάτησή τους, στις μέρες μας η θεωρία των διανοουμένων απλώς υμνεί την πράξη. Σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου τουλάχιστον υπήρχε ευγενής θεωρία που να ελέγχει τις χυδαίες πράξεις των ανθρώπων, σήμερα οι χυδαίες πράξεις γίνονται, μα με την ευλογία των ανθρώπων των γραμμάτων.
«Βλέπω, πρώτον: μια μάζα στους κόλπους της οποίας το ρεαλιστικό πάθος, με τις δύο μεγάλες μορφές του –ταξικό πάθος, εθνικό πάθος– φτάνει σε ένα βαθμό συνειδήσεως και οργανώσεως άγνωστο μέχρι σήμερα· δεύτερον, μια συντεχνία που άλλοτε αντιτασσόταν σε αυτόν τον ρεαλισμό των μαζών, όχι μόνο δεν αντιτίθεται πλέον, αλλά τον ενστερνίζεται και εξαίρει το μεγαλείο και την ηθικότητά του· εν ολίγοις, μία ανθρωπότητα που παραδίδεται στον ρεαλισμό με μιαν ομοφωνία, με μιαν απουσία επιφυλάξεως, με μια καθαγίαση του πάθους της που παρόμοιά τους, δεν είδε ποτέ η ιστορία».
Οι Charles Maurras και Maurice Barrès |
Εν ολίγοις, οι πνευματικοί ταγοί των κοινωνιών μας έπαψαν να υπηρετούν το ιδανικό και αφοσιώθηκαν στο υπαρκτό. Αντί να υπαγορεύουν, απλώς ακολουθούν τους πολιτικούς ηγέτες. Σύμφωνα με τον Μπεντά, η αφιέρωση των διανοουμένων στην πολιτική συνήθως παίρνει τη μορφή είτε της τάξης είτε του έθνους/φυλής. Γιατί συνέβη αυτό;
Ο Μπεντά επισημαίνει περισσότερες από μία αιτίες. Επιβολή των πολιτικών συμφερόντων σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως, αύξηση των αντικειμένων που δυναμιτίζουν τα «ρεαλιστικά πάθη», επιθυμία διαδραμάτισης πολιτικού ρόλου, υπακοή στα κελεύσματα της αστικής τάξης και αστικός τρόπος ζωής, ρομαντισμός και μείωση γνώσης της κλασικής Αρχαιότητας (σελ. 212). Έτσι, οι διανοούμενοι αντικατέστησαν το Είναι με το Γίγνεσθαι και απέρριψαν τον κλασικισμό (με την έμφασή του στο μέτρο) για χάρη της αποθέωσης της βούλησης και των παθών, που ευαγγελίζεται ο ρομαντισμός.
Ενώ ο Μπεντά στρέφει τα βέλη του κυρίως στους σύγχρονούς του Γάλλους, Charles Maurras και Maurice Barrès, δεν διστάζει να επικρίνει και ορισμένους από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του πνεύματος: είτε πρόκειται για τον βολονταρισμό και τον ακτουαλισμό ενός Bergson, τον ιρασιοναλισμό και τον ιδιότυπο πραγματισμό ενός Nietzsche, είτε για τον θετικισμό και ωφελιμισμό ενός Auguste Comte, το γεγονός είναι πως οι σύγχρονοι άνθρωποι του στοχασμού έχουν υπάρξει (άμεσα ή έμμεσα) χρήσιμοι στον μιλιταρισμό, τον κοινωνικό δαρβινισμό και τη “Realpolitik” των ημερών μας. Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι διανοούμενοί μας επιλέγουν συνειδητά τη μεριά του σοφιστή Καλλικλή στη διαμάχη του με τον Σωκράτη, συμπεραίνει με απογοήτευση και πικρία ο Μπεντά, ο οποίος καταλήγει σε μια «προφητεία»:
«[Η ανθρωπότητα] οδεύει προς τον πιο απόλυτο και πιο ολοσχερή πόλεμο που θα έχει δει ποτέ ο κόσμος, είτε πρόκειται αυτός να γίνει μεταξύ εθνών, είτε μεταξύ κοινωνικών τάξεων».
Ο Μπεντά επισημαίνει την απόρριψη της λογικής, της παραδοσιακής χριστιανικής πίστης και των ιδεωδών του Διαφωτισμού στην εποχή του, με μια πολεμική οξύτητα που καταλήγει προφητική. Το βιβλίο του Μπεντά ολοκληρώθηκε το 1927. Το 1988, στο βιβλίο του Τρελοί, τσαρλατάνοι και ταραχοποιοί: διανοούμενοι της νέας αριστεράς (Fools, frauds and firebands: thinkers of the New Left, 1988), ο Roger Scruton έγραφε πως ολόκληρος ο ακαδημαϊκός κόσμος της Δύσης τελεί υπό την ομηρία των αριστερίστικων ιδεολογημάτων, σε διάφορες αποχρώσεις, ο οποίος χρησιμοποιεί ένα ασαφές και περισπούδαστο λεξιλόγιο, προκειμένου να υπερασπιστεί κάθε αντικαθεστωτική κίνηση και να διασπείρει το μίσος απέναντι σε όσους έχουν αντίθετη άποψη.
Κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι ότι το onus probandi στην πολιτική συζήτηση δεν ανήκει στους εκπροσώπους της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά αντίθετα στους ίδιους τους (αριστερούς) νεωτεριστές, οι οποίοι οφείλουν να καταδείξουν με επιχειρήματα γιατί θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τις μεταρρυθμιστικές ή επαναστατικές προτάσεις τους απέναντι στον καπιταλισμό. Από αυτή την άποψη, ο Σκρούτον αποτελεί τον συντηρητικό που, όπως έχει επισημανθεί, μοιάζει με τον κηπουρό: επιθυμεί να διορθώσει και να βελτιώσει με διακριτικές επεμβάσεις την κοινωνία που ζούμε και όχι να προβεί σε ριζοσπαστικές αλλαγές.
Οι διάφορες εκδοχές αριστερίστικου λόγου που προέκυψαν από τον γαλλικό Μάη του ’68 και τη “New Left” δεν στηρίζουν πραγματικά τους καταπιεσμένους των δυτικών κοινωνιών για τους οποίους διαμαρτύρονται, αλλά εκφράζουν μάλλον τις ονειρώξεις ορισμένων επηρμένων αναιμικών ακαδημαϊκών...
Σύμφωνα με τον Σκρούτον, οι διάφορες εκδοχές αριστερίστικου λόγου που προέκυψαν από τον γαλλικό Μάη του ’68 και τη “New Left” δεν στηρίζουν πραγματικά τους καταπιεσμένους των δυτικών κοινωνιών για τους οποίους διαμαρτύρονται, αλλά εκφράζουν μάλλον τις ονειρώξεις ορισμένων επηρμένων αναιμικών ακαδημαϊκών, που εκμεταλλεύονται την ελευθερία και την οικονομική άνεση που τους προσφέρει το αστικοκαπιταλιστικό σύστημα για να το επικρίνουν.
Η ανεξήγητα ισχυρή επιρροή τους μέσα στα πανεπιστήμια είναι τόσο μεγάλη, που έχουν κατορθώσει να εισαγάγουν στα προγράμματα σπουδών των φοιτητών ψευδοεπιστημονικούς κλάδους (π.χ. “gender studies”). Οι συγγραφείς που σχολιάζονται και δέχονται τα πυρά της κριτικής, μέσα στο συγκεκριμένο βιβλίο, είναι Άγγλοι (Hobsbawm, Williams και Thomson), Γάλλοι (Sartre, Foucault, Lacan, Althousser, Deleuze, Guattari και Badiou), Γερμανοί (Horkheimer, Adorno και Habermas) και Αμερικανοί (Dworkin, Galbraith και Rorty) και άλλων εθνικοτήτων (Gramci, Lucacs και Zizek). Ο Σκρούτον ανατέμνει με οξυδέρκεια και δηκτικό χιούμορ περίπου είκοσι τέτοιους εκπροσώπους της «Νέας Αριστεράς», αποδομώντας τις κεντρικές ιδέες μέσα στα ίδια τα γραπτά τους.
Επιχειρώντας να ανιχνεύσει τις αιτίες επικράτησης και επιβίωσης του αριστερίστικου λόγου, ο Σκρούτον επισημαίνει ως το μεγάλο παράδοξο ότι ενώ ο Marx (νόμιζε ότι) αντιπαρατέθηκε με τις διάφορες «ιδεολογίες» και «ουτοπίες», εκπροσωπώντας την επιστήμη του πραγματικού κόσμου, ο μαρξισμός αναδείχτηκε σε μια ολοκληρωτική ιδεολογία και ουτοπία και μάλιστα τη μεγαλύτερη και ανθεκτικότερη του καιρού μας. Ούτε η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων δεν κατάφερε να θέσει στην άκρη την αριστερή ρητορική, η οποία έβγαινε ισχυρότερη στις θεωρητικές συζητήσεις μετά από κάθε ήττα της στον πραγματικό κόσμο.
Julien Benda, Roger Scruton |
Στην πραγματικότητα, λέει ο Σκρούτον, όταν οι Adorno και Horkheimer καταφέρονται (και δίκαια μάλιστα) ενάντια στην παρακμή της τέχνης και στη μαζική κουλτούρα, αυτό που αγνοούν είναι ότι δεν λύνονται όλα τα ζητήματα με πολιτικό τρόπο. Είναι αδύνατο να εξαφανίσουμε κάθε πηγή κακού ή παρακμής μέσα στον κόσμο.
Μέχρι σήμερα αξιοσέβαστοι στοχαστές και φιλόσοφοι, λέει ο Σκρούτον, όπως ο Zizek ή ο Badiou, χύνουν τόνους από μελάνι για να μας καταδείξουν με ασυναρτησίες ότι ο ολοκληρωτισμός των κομμουνιστικών κρατών υπήρξε κάτι θετικό και πάντως ασυγκρίτως καλύτερο από τον ολοκληρωτισμό της ακροδεξιάς, ικανοί ιστορικοί όπως ο Hobsbawm, ο Thomson και ο Anderson επιβάλλουν μαρξιστικά σχήματα στις ιστορικές καταγραφές τους, για να αναδείξουν την ανωτερότητα του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενώ γράφονται τόσα βιβλία που ξεχειλίζουν από μια θρησκόληπτη προσήλωση στην κομμουνιστική ουτοπία, με την προκλητική παραθεώρηση της πραγματικότητας.
Σύμφωνα με τον Σκρούτον, η μεγαλύτερη πλάνη που μας κληροδότησε η αριστερή παράδοση τόσων ετών υπήρξε η ιδέα ότι όλα τα προβλήματα της ζωής μπορούν να λυθούν με την πολιτική. Στην πραγματικότητα, λέει ο Σκρούτον, όταν οι Adorno και Horkheimer καταφέρονται (και δίκαια μάλιστα) ενάντια στην παρακμή της τέχνης και στη μαζική κουλτούρα, αυτό που αγνοούν είναι ότι δεν λύνονται όλα τα ζητήματα με πολιτικό τρόπο. Είναι αδύνατο να εξαφανίσουμε κάθε πηγή κακού ή παρακμής μέσα στον κόσμο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι ορισμένες επιτυχημένες επεμβάσεις, προς όφελος της δικαιοσύνης και της ανθρωπιάς. Και αυτό δεν γίνεται μόνο με την πολιτική: η υψηλή τέχνη, η θρησκευτική λατρεία και οι γνήσιες κοινωνικές συναναστροφές μπορούν να πετύχουν περισσότερα πράγματα από τις διαμαρτυρίες και τις πολιτικές επεμβάσεις.
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε τη διαφοροποίηση των δύο βιβλίων, αλλά και τη βαθιά ομοιότητά τους. Ενώ κύριος στόχος της κριτικής του Μπεντά είναι οι ιρασιοναλιστές ή και Ακροδεξιοί διανοούμενοι που υμνούν τον ρεαλισμό και την κυριαρχία της ωμής δύναμης, στο στόχαστρο του Σκρούτον βρίσκονται κυρίως οι Αριστεροί που εντόπιζαν παντού σχέσεις δύναμης και επεδίωκαν την αποδόμηση της αστικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, όμως, οι δύο αυτές φωνές διέπονται από το εξής κοινό: και οι δύο επισημαίνουν την παραγνώριση της παράδοσης, των χριστιανικών αξιών και της καλής τέχνης που εξευγενίζει το ανθρώπινο πνεύμα.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας.