Όλοι στην εφηβεία μας διαβάσαμε Ντοστογιέβσκη από κάποια βιβλία που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του σπιτιού, είτε γιατί δανειστήκαμε κάποια από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη ή τη Λέσχη Νεότητας της γειτονιάς μας. Σπάνια θα συναντήσεις σημερινούς πενηντάρηδες που να μην διασταυρώθηκαν τότε με κείμενα του Ντοστογιέβσκη, είτε γιατί ο παιδαγωγικός χαρακτήρας ενός τέτοιου αναγνώσματος ήταν επιβεβλημένος είτε γιατί κάποιος αριστερός δάσκαλος ή συγγενής το συνέστησε. Πάντως, η ρωσική λογοτεχνία σε ελάχιστους έφτασε μεταφρασμένη στα ελληνικά χωρίς κάποιαν, ακροθιγή έστω, σύνδεση με το γλωσσικό ιδίωμα της σοσιαλιστικής διανόησης.
Του Νίκου Ξένιου
Οι εκδόσεις «Γκοβόστη» κράτησαν ένα είδος αποκλειστικότητας στη διάδοση του έργου του Ντοστογιέβσκη στην Ελλάδα, αναθέτοντας στον Άρη Αλεξάνδρου να τον αποδώσει στην εκδοχή της δημοτικής που έχουμε μάθει να αποκαλούμε «γλώσσα της ελληνικής μεταπολεμικής αριστεράς». Όμως, καθώς οι δεκαετίες περνούσαν, η λογοτεχνία γραφόταν πια σε μια «λελεασμένη» εκδοχή αυτής της δημοτικής. Ο Αλεξάνδρου πέτυχε, κατά τη γνώμη μου, να καθιερώσει τον Ντοστογιέβσκη με μια γλώσσα που απευθυνόταν στις λαϊκές μάζες χωρίς να προδίδει τη θεατρικότητα και την πολυφωνικότητά του, ενώ ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριζόταν έντονα από την αίσθηση του «μη ανήκειν». Αυτή αφορά τόσο την ιδιοτυπία των χαρακτήρων του Ντοστογιέβσκη, όσο και την προσωπικότητα του ίδιου του μεταφραστή.
Γλώσσα της καθημερινότητας
«Ένας κήπος βραδινός δίπλα στην ερημική της έπαυλη η θάλασσα που ανασαίνει άνοιξη η φωνή τού ραδιοφώνου λίγα βήματα σιωπής στην αλέα. Ύστερα θα 'ρθούνε τα παιδικά τους πρόσωπα ο χιονοπόλεμος ένας λοφάκος που κατηφορίζει τα μικρά του έλκηθρα κ' ένα ξανθό αγόρι, με πέτσινα γάντια. - Νατάλια Αντώνοβνα, θα πει ο υπηρέτης, το τσάι είναι έτοιμο και ίσως να κρυώσει γιατί το τσάι πάντα έτσι κάνει. Κι όμως τότε δεν κρύωνε το τσάι ίσως γιατί φόραγε τα γάντια του τ' αγόρι. Τότε. Μέσα στο χιόνι»[1].
Οι εκδόσεις «Γκοβόστη» κράτησαν ένα είδος αποκλειστικότητας στη διάδοση του έργου του Ντοστογιέβσκη στην Ελλάδα, αναθέτοντας στον Άρη Αλεξάνδρου να τον αποδώσει στην εκδοχή της δημοτικής που έχουμε μάθει να αποκαλούμε «γλώσσα της ελληνικής μεταπολεμικής αριστεράς».
Στην Εισαγωγή στο τέταρτο μέρος του Ηλίθιου ο Άρης Αλεξάνδρου με περίπλοκη σύνταξη μεταφράζει μια σχετικά απλή τοποθέτηση του συγγραφέα. Αυτή αφορά τη λογοτεχνική αξία που έχει ο καθημερινός τύπος ανθρώπου, αυτός που επιχειρεί υπέρβαση της καθημερινότητάς του: «Ο συγγραφέας θα πρέπει να πασκίζει να βρει ενδιαφέρουσες και διδακτικές αποχρώσεις, ακόμα κι ανάμεσα στους συνηθισμένους τύπους. Κι όταν μάλιστα, λόγου χάρη, η ίδια η ουσία ορισμένων συνηθισμένων προσώπων έγκειται ακριβώς στην αιώνια κι αναλλοίωτη καθημερινότητά τους ή όταν -ακόμα καλύτερα- παρ’όλες τις εξαιρετικές προσπάθειες αυτών των προσώπων να ξεφύγουν με κάθε θυσία απ’ τον κλοιό της συνήθειας και της ρουτίνας, δεν καταφέρνουν τελικά παρά να μείνουν άνθρωποι συνηθισμένοι, άνθρωποι της ρουτίνας, τότε τα τέτοια πρόσωπα αποχτούν, μπορεί να πει κανείς, και κάποιο είδος αξίας σαν τύποι – γίνονται αντιπροσωπευτικοί τύποι της μετριότητας που με κανέναν τρόπο δε θέλουνε να μείνουν αυτό που είναι, μα πασκίζουν με κάθε θυσία να γίνουν πρωτότυποι κι ανεξάρτητοι, μη έχοντας κανένα μέσο να το πετύχουν. Σ’αυτήν ακριβώς την κατηγορία των «συνηθισμένων» και των «καθημερινών» ανθρώπων ανήκουν και μερικά πρόσωπα του αφηγήματός μας που γι’ αυτά (τ΄ομολογώ) δεν έχει ακόμα φωτιστεί αρκετά ο αναγνώστης»[2]
Μη έχοντας γνώση της Ρωσικής, περιορίζομαι να υποθέσω πως η περίπλοκη σύνταξη του ελληνικού κειμένου αναπαράγει τη σύνταξη του ρωσικού πρωτοτύπου, που είναι δύσκολο αφ’ εαυτού. Κάποια από τα πιο ευδιάκριτα προβλήματα της γλώσσας του Αλεξάνδρου ως μεταφραστή του Ντοστογιέβσκη -στις πιο παλιές εκδόσεις, όπου δεν έχει γίνει επιμέλεια- φανερώνονται κυρίως στη σύνταξη και σπανιότερα στην επιλογή των λέξεων. Η επιμέλεια των ιδιαιτεροτήτων που περιπλέκουν το ύφος μπορεί να καταστήσει πιο προσιτό ένα κείμενο που την ιδιωματική γλώσσα του συγγραφέα την αποδίδει σε γλώσσα ιδιωματική του μεταφραστή:
«Στα πόδια του κρεβατιού βρίσκονταν τσαλακωμένες, κουβάρι, κάτι νταντέλες. Και, πάνω στις νταντέλες που ασπρογαλιάζανε, βγαίνοντας κάτω απ’το σεντόνι, διακρινόταν η άκρη ενός γυμνού ποδιού».
«Ξάφνου βόμβησε μια μύγα, που ξύπνησε εκείνη τη στιγμή, πέρασε πετώντας πάνω απ’ το κρεβάτι και σώπασε κάπου εκεί στο προσκέφαλο»[3]
Προφανώς η δυσκολία βρίσκεται στο κείμενο του Ντοστογιέβσκη: στις «ανωφέρειες» των κειμένων του όλοι οι μεταφραστές του στη χώρα μας έχουν αποδώσει κάποια σημεία με δύσληπτο τρόπο[4].Το αποτέλεσμα δεν είναι μια γλώσσα «μαλλιαρή», ούτε, ωστόσο, μια ρέουσα μορφή της δημοτικής. Τη μετάφραση δυσχεραίνει μια εμφανής προσπάθεια να τηρηθούν τα παρενθετικά σχόλια του Ντοστογιέβσκη. Κατά τόπους, μάλιστα, δεν αποφεύγεται η λεκτική ανακρίβεια. Σε αντίθεση με άλλους μεταφραστές, ο Αλεξάνδρου δεν διαλέγει τυχαία τις λέξεις του. Μάλιστα δίνει πού και πού την εντύπωση ότι εσκεμμένα επιλέγει μια λέξη μη εύχρηστη, για να προκαλέσει το γλωσσικό αίσθημα του αναγνώστη, ή ακόμη και για να υπογραμμίσει την ιδιοτυπία μιας έκφρασης ρωσικής. Άς δούμε, φερ’ ειπείν, κάποια ολισθηρά σημεία στα παρακάτω αποσπάσματα από το Χωριό Στεπάντσκοβο:
«Αν του σκαρφιζόταν κανενός να τον παρακαλέσει κάπως σοβαρά να τον κουβαλήσει στην πλάτη του κάνα δυο βέρστια, αυτός δεν αποκλείεται καθόλου να του έκανε το χατίρι».
Ο Αλεξάνδρου λέει «μού σκαρφίζεται», ενώ το ρήμα είναι: «σκαρφίζομαι» και υποτάσσει κατά σειράν τη μια πρόταση στην άλλη με το «να».
«Σε λίγο, όμως, το σπίτι του θείου μου έμοιαζε με Κιβωτό του Νώε».
Κάνει ιδιότυπη χρήση του χρονικού προσδιορισμού «σε λίγο», που κανονικά χρησιμοποιείται μόνο για μελλοντικά γεγονότα.
«Κρατούσε το μισό σπίτι στη διάθεσή της, όπου σ’ όλη τη διάρκεια της μισοζώντανης ύπαρξης του άντρα της αυτή βασίλευε ανάμεσα στις μικρόψυχες και κουσκουσιάρες χωριάτισσες φιλοξενούμενές της».
Δεν αφήνει το αναφορικό «όπου» να γειτνιάζει στη σύνταξη με τη λέξη που προσδιορίζει.
«Για να λέω την αλήθεια, ζήτησα εξεπιτούτου πληροφορίες κι έμαθα μερικά πράγματα για το παρελθόν αυτού του αξιοπρόσεχτου ανθρώπου».
«Φανταστείτε έναν άνθρωπο, τον πιο μηδαμινό, το πιο μικρόψυχο αποπαίδι της κοινωνίας, άχρηστο για όλους, εντελώς ανωφελή, εντελώς τιποτένιο».
Επιστρατεύει, αντί του «άχρηστος», το επίθετο «ανωφελής» και το απολύτως προφορικό «εξεπιτούτου». Τέλος, δεν σέβεται απόλυτα τη χρονική αλληλουχία:
«Μου φαινόταν πως δείχνω μιαν ασυνήθιστη μεγαλοψυχία θυσιάζοντας ευγενικά τον εαυτό μου για να χαρίσω την ευτυχία σ’ ένα αθώο και υπέροχο πλάσμα»[5].
Σε αντίθεση με άλλους μεταφραστές, ο Αλεξάνδρου δεν διαλέγει τυχαία τις λέξεις του. Μάλιστα δίνει πού και πού την εντύπωση ότι εσκεμμένα επιλέγει μια λέξη μη εύχρηστη, για να προκαλέσει το γλωσσικό αίσθημα του αναγνώστη, ή ακόμη και για να υπογραμμίσει την ιδιοτυπία μιας έκφρασης ρωσικής.
Ο Αλεξάνδρου, βέβαια, δεν θα υπέπιπτε σε ακούσιους σολοικισμούς, όμως συνειδητά παραβίαζε τον γλωσσικό καθωσπρεπισμό, σεβόμενος, παράλληλα, τη γλώσσα του Ντοστογιέβσκη και αποβλέποντας στο ν’ αποδώσει την ταραγμένη δομή της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, όπως και οι υπόλοιποι μεταφραστές του μεγάλου Ρώσου. Το έκανε, ωστόσο, αυτό σε μια γλώσσα προγραμματική, «γλώσσα-διακήρυξη», που μετά τη Μεταπολίτευση έπαψε πλέον ν’ αποτελεί την καθομιλουμένη εκδοχή της δημοτικής και ξενίζει. Από την άλλη, αυτή η γλώσσα υπηρετεί τη διαλογικότητα, τη θεατρική δομή, την απόδοση των χαρακτήρων του μεγάλου Ρώσου ως αυτόνομων θυμοσόφων που δεν είναι πειθήνιοι, αλλά προασπίζονται την ιδιαίτερη άποψή τους για τη ζωή, ακόμη και στην περίπτωση που πρόκειται για μουζίκους: το ότι ο Ντοστογιέβσκη φιλοτέχνησε τα πορτραίτα τους ως προφίλ «συγγραφέων» καθένας από τους οποίους προπαγανδίζει τη δική του ιδεολογία, αυτονομημένη από τα ηνία του συγγραφέα και τεχνηέντως χειραφετημένη από τον έλεγχο του αφηγητή.
Γλώσσα του «μη ανήκειν»
Ο Αλεξάνδρου ήταν της άποψης πως τη μετάφραση πρέπει να την κάνουν λογοτέχνες, χωρίς παραγγελία, και όχι για να ζήσουν, όπως ο ίδιος. Σε συνεντεύξεις του επανειλημμένως έχει τονίσει τη δυσκολία του εγχειρήματος, διατηρώντας επιφυλάξεις σχετικά με το έργο των μεταφραστών εν γένει. Γράφοντας σε μια γλώσσα ιδιότυπη και δύσληπτη, κι επιθυμώντας να πιάσει τον «σφυγμό» των λαϊκών μαζών, στο Τορτίλα Φλατ, εκφέρει την ελληνική εκδοχή του ιδιολέκτου των παεζάνος του Στάινμπεκ, που είναι προϊόν της οικονομικής εξαθλίωσης και της κοινωνικής περιθωριοποίησής τους. Η γλώσσα της μετάφρασης αυτής είναι τεκμήριο της ιστορικά διακριβωμένης ιδεολογικο-πολιτικής διαμάχης που κατέταξε αυτομάτως τον Αλεξάνδρου στους «αριστερούς» διανοουμένους [6].Τα πρόσωπα αποδίδονται αυθεντικά και απολύτως πειστικά, ενώ ο μεταφραστής επ’ ουδενί επιστρατεύει τις κοινωνιολογικές του παρατηρήσεις και τη στράτευσή του για να «διδάξει» ιδεολογία μέσω της λογοτεχνίας.
Ο Ντοστογιέβσκη έλεγε πως του άρεσε «ο ρεαλισμός εκείνος που, από ξεχείλισμα αλήθειας, φτάνει τα όρια του φανταστικού». Ο Αλεξάνδρου έναν τέτοιο ρεαλισμό ακολούθησε, έχοντας μπροστά του ένα κείμενο όχι ιδιαίτερα φροντισμένο, με ιδιότυπη ροή: «...Την πρώτη φορά που μετέφρασα Ντοστογιέβσκη, και συγκεκριμένα το βιβλίο "Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων", καθώς και παλιότερα, όταν διάβασα τον "Ηλίθιο", μού έκανε εντύπωση η απουσία αυτού που ονομάζουμε "ύφος", η απουσία της ροής στην αφήγηση, η απουσία κάθε έγνοιας εκ μέρους του συγγραφέα να δημιουργήσει "λογοτεχνία", και μάλιστα καλή λογοτεχνία, ίσως επειδή ενίοτε ήταν απορροφημένος από την εμφαντικότητα, την υπερβολή, την έλλειψη συσχετισμού ανάμεσα στη σπουδαιότητα των γεγονότων και το βάρος των λέξεων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, προσπαθούσε πάντα να γράφει "καλά", να γράφει επιλέγοντας ηχηρές και σπάνιες λέξεις, να παράγει φράσεις με ρυθμό σχεδόν ανεπαίσθητο αλλά υπαρκτό, φράσεις που κινούνταν ή έρρεαν φυσικά όπως ένα μεγάλο ποτάμι, ή που ακόμη ξεχύνονταν σαν χείμαρρος...». [7]
Δεν είμαι –φυσικά– σε θέση να σχολιάσω την άποψη του Αλεξάνδρου για «απουσία ύφους» από τα έργα του Ντοστογιέβσκη. Η εκτίμηση αυτή δεν φαίνεται να μειώνει τον μεγάλο Ρώσο, όμως και ο μεταφραστής εκ των πραγμάτων υιοθετεί μια τάση να επεμβαίνει στο ύφος του κείμενου. Το πιο πιθανό (όπως έχει ήδη σχολιαστεί) είναι να επενέβαινε γιατί ένιωθε ότι, αν το άφηνε ως είχε, υπήρχε φόβος να του προσάψουν ότι είναι αδέξιος μεταφραστής. Τολμώ να πω, ωστόσο, πως κυρίαρχη αίσθηση που αναδίδει το κείμενο του Αλεξάνδρου είναι η επιδίωξη μιας γλώσσας διαφορετικής, που αποκλίνει από την τετριμμένη, κατάλληλη στο ν’ αποδώσει ένα αίσθημα διαρκούς αποξένωσης. Ο ξενισμός αυτός είναι ολοφάνερος στα παρακάτω αποσπάσματα από τον Ηλίθιο:
«Αλλού, ακούς και σου λένε, χιλιάδες καντάρια εμπόρευμα σαπίζει στις αποθήκες δύο και τρεις μήνες περιμένοντας να γίνει αποστολή, κι αλλού (εδώ που τα λέμε, αυτό πια καταντάει απίστευτο), ένας διοικητικός υπάλληλος, δηλαδή κάποιος επόπτης, αντί να εξυπηρετήσει έναν υπάλληλο εμπόρου που τον ενοχλούσε γυρεύοντας σώνει και καλά να καταφέρει να στείλει τα εμπορεύματά του, του κατάφερε μια γροθιά στο σαγόνι…».
«Η χρηστή δειλία κι η καθωσπρέπει έλλειψη πρωτοτυπίας αποτελούσαν ως τώρα στη χώρα μας (σύμφωνα με την κοινώς παραδεγμένη αντίληψη) το αναπόσπαστο χαρακτηριστικό ενός δραστήριου κι ευϋπόληπτου ανθρώπου».
«Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα, στους συνδυασμούς και στα μπλεξίματα των πιο συνηθισμένων πραγμάτων (έτσι που ήταν πάντοτε ανήσυχη) πρόφταινε πάντοτε και διέκρινε κάτι που την τρόμαζε τόσο που αρρώσταινε, την έπιανε ο πιο καχύποπτος κι ασυνήθιστος φόβος-συνεπώς κι ο πιο καταθλιπτικός».
«Κι οι νταντάδες μας νανουρίζοντας τα μωρά, από απομνημόνευτα χρόνια, τους ψιλοτραγουδάνε: «Νάνι νάνι το μικρό μου που θα γίνει στρατηγός και χρυσάφι και ζαφείρια θα του δίνει ο Θεός!». Ώστε λοιπόν ακόμα κι οι νταντάδες μας θεωρούν το βαθμό του στρατηγού ως το ακρότατο όριο της ρωσικής ευτυχίας». [8]
Στο πρώτο απόσπασμα η αποξένωση επιτυγχάνεται με την αναπάντεχη αλλαγή χρόνου κατά την αφήγηση, στο δεύτερο, με την ειρωνική στάση απέναντι στην απόκλιση από τα κοινώς παραδεδεγμένα, στην τρίτη, με τη χρήση των επιθέτων «καχύποπτος» και «καταθλιπτικός» για τον φόβο της Λιζαβέτα Προκόφιεβνα ενώ στην τέταρτη με τη χρήση του επιθέτου «ακρότατο» αντί του «απώτατο/ύστατο». Ο Σαράντος Καργάκος έχει εντοπίσει, στην προσωπική του αναδίφηση στο ιδιόλεκτο του Άρη Αλεξάνδρου, ένα σωρό παρεκκλίσεις της τετριμμένης γλώσσας, όπως, λ.χ., τη συχνή χρήση του αττικού τρίτου πληθυντικού του παρατατικού των ρημάτων μέσης φωνής, ή την αντιπροπαροξύτονη εκφορά των ρωσικών ονομάτων. Σε γενικές γραμμές, είναι εμφανής η σκόπιμη αυτή τάση του μεγάλου μεταφραστή στο λεκτικό «σοκ», πράγμα που σχετίζεται με την ανάγκη του ν ’αποδώσει τη θεατρικότητα των κειμένων του Ντοστογιέβσκη.
Θεατρική και «πολυφωνική» γλώσσα [9]
Οι παλαιότερες εκδόσεις του «Γκοβόστη» είχαν συγκεκριμένο μέγεθος και συγκεκριμένη αισθητική. Η κατάτμηση των μεγάλων κλασικών έργων σε τόμους υπηρετούσε το εύληπτον του πράγματος, έδινε δε την αίσθηση μυθιστορήματος σε συνέχειες. Η έκδοση είχε εντονότερα το ύφος της «μπροσούρας» που κατά τη γνώμη του Αλεξάνδρου ταίριαζε, «ομογενοποιώντας» τες ωστόσο, στις διαφορετικές «φωνές» των αυτοκαταστροφικών, βίαιων, μαζοχιστών ηρώων του Ντοστογιέβσκη. Σε δηλώσεις του για τις μεταφράσεις των οποίων έτυχε το Κιβώτιό του, μπορεί κανείς να διαβλέψει την επίγνωσή του για το δυσμετάφραστο του μακροπερίοδου λόγου, για το «βάρος» που προκαλεί στον αναγνώστη το σχοινοτενές κάποιων φράσεων και η απουσία σημείων στίξεως και, κυρίως, για την ανάγκη θέσπισης (εκ μέρους του μεταφραστού) κάποιου αυτόνομου γλωσσικού συστήματος στο μεταφρασμένο κείμενο, που να είναι προσβάσιμο και κατανοητό: «Δούλεψα σ’ όλη μου τη ζωή σαν μεταφραστής και ξέρω ότι το κείμενό μου είναι δυσκολομετάφραστο. Έχει μεγάλες φράσεις (μισή, μια ή και περισσότερες σελίδες η καθεμιά τους) και το τελευταίο «κεφάλαιο», τριάντα δακτυλογραφημένες σελίδες, είναι μια και μόνη «φράση». Σ’ αυτές τις μεγάλες φράσεις, τα μόνα σημεία στίξεως είναι τα κόμματα, οι παρενθέσεις και οι παύλες. Αρκετοί Γάλλοι, μου είπανε ότι οι μεγάλες φράσεις — ça fait lourd. Ο αφηγητής μου χρησιμοποιεί συχνά λέξεις και εκφράσεις όπως: «δηλαδή», «θέλω να πω», «μ’ άλλα λόγια», «συνεπώς», «άρα». Μου λένε ότι μια τέτοια επανάληψη ça ne se dit pas en français. Φυσικά, δεν λέγεται ούτε στα ελληνικά. Τα λογοτεχνικά κείμενα δεν «λέγονται» σε καμιά γλώσσα»[10].
Μια μετάφραση δεν πρέπει να αρκείται στη μεταφορά των λέξεων σε άλλη γλώσσα, όσον επακριβώς κι αν γίνεται αυτό: πως πρέπει να επιτυγχάνει τη μεταφορά των εκφραστικών ιδιαιτεροτήτων, του χιούμορ, της συναισθηματικής φόρτισης και της ροής του λόγου του πρωτοτύπου.
Ο σπουδαίος αυτός μεταφραστής είχε επίγνωση, λοιπόν, του γεγονότος ότι μια μετάφραση δεν πρέπει να αρκείται στη μεταφορά των λέξεων σε άλλη γλώσσα, όσον επακριβώς κι αν γίνεται αυτό: πως πρέπει να επιτυγχάνει τη μεταφορά των εκφραστικών ιδιαιτεροτήτων, του χιούμορ, της συναισθηματικής φόρτισης και της ροής του λόγου του πρωτοτύπου. Δεν αρκεί να γνωρίζεις καλά μια γλώσσα για να το κάνεις αυτό, πρέπει κι ο ίδιος να συμβάλεις σε αυτή την εκ νέου συγγραφή που αποκαλούμε μετάφραση, ώστε να μην γίνεις traduttore tradittore, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Άρης Αλεξάνδρου[11]. Και κάτι ακόμα: διαγιγνώσκοντας τη θεατρικότητα των μυθιστορημάτων του Ντοστογιέφσκη, ο Αλεξάνδρου θα πρέπει να αισθάνθηκε πως βρισκόταν πολύ κοντά στη γλωσσική του αλήθεια: «Μεταφράζοντας, είχα την αίσθηση πως έπρεπε ν’ αποδώσω θεατρικό έργο και όχι μυθιστόρημα. Οι ήρωες βρίσκονταν πάντα (ή σχεδόν) υπό το κράτος της οργής, της απελπισίας, της απόγνωσης, της μέθης, του ερωτικού παροξυσμού, σπανίως της χαράς, με δύο λόγια υπό το κράτος έντονης συναισθηματικής φορτίσεως που τους έσπρωχνε ν’ ανοίξουν την καρδιά τους και να προβούν σε εξομολογήσεις “αναποδογυρίζοντας την ψυχή τους τα μέσα έξω”, συνειδητοποιώντας συνήθως τη γελοιότητά τους, αυτοταπεινούμενοι και αυτοτιμωρούμενοι. Ο λόγος τους ήταν θεατρικός ακόμα και με τη στενότερη έννοια της λέξης, με την έννοια δηλαδή ότι ένας έμπειρος ηθοποιός θα μπορούσε κάλλιστα να παίξει τον αντίστοιχο ρόλο, χωρίς να χρειάζεται σκηνοθετικές υποδείξεις:
«-Σαν να μου φαίνεται πως σας έλειψε πολύ η Μάρθα Πέτροβνα, ε;
-Εμένα; Μπορεί. Αλήθεια, μπορεί. Μα μια και το ’φερε η κουβέντα, πιστεύετε στα φαντάσματα;
-Σε ποια φαντάσματα;
-Στα συνηθισμένα, σε ποια άλλα;
-Και σεις; Πιστεύετε;
-Ναι, ίσως και όχι, pour vous plaire… Δηλαδή όχι πως όχι…
-Μα τι; Σας παρουσιάζετα ικανένα;
Ο Σβιντριγκάιλοβ τον κοίταξε κάπως παράξενα.
-Η Μάρθα Πέτροβνα έχει την καλοσύνη να μ' επισκέφτεται, πρόφερε στραβώνοντας το στόμα του σ' ένα παράξενο χαμόγελο.
-Πώς δηλαδή σας επισκέφτεται;
-Ήρθε τρεις φορές κιόλας. Πρώτη φορά την είδα την ημέρα της κηδείας, μια ώρα μετά το νεκροταφείο. Ήταν την παραμονή που θα ’φευγα για να ’ρθω εδώ. Δεύτερη φορά προχτές, στο δρόμο, τα χαράματα, στο Σταθμό Μάλαγια Βισέρα. Και τρίτη φορά εδώ και δυο ώρες στο δωμάτιο όπου μένω΄ ήμουνα μονάχος.
-Στον ξύπνιο σας;
-Απολύτως. Και πολύ καθαρά. Έρχεται, μου μιλάει κάνα λεπτό και φεύγει από την πόρτα. Πάντα από την πόρτα. Σαν να την ακούω μάλιστα…»[12]
Καμία μετάφραση δεν οφείλει να αναπαριστά το πρωτότυπο, με την έννοια της κατά γράμμα απόδοσής του. Επίσης, κάθε νέα γενιά μεταφραστών με τον μόχθο της δεν καταδεικνύει μόνο τις λογοτεχνικές της προτιμήσεις, αλλά και την περιρρέουσα αντίληψη περί λογοτεχνικής δημιουργίας. Η ιστορία της λογοτεχνικής μετάφρασης αποτιμάται ελάχιστα με κριτήριο την πιστότητα του μεταφρασμένου κειμένου προς το πρωτότυπο. Απωθεί η «κατά λέξιν» απόδοση του πρωτοτύπου και έλκει τον αναγνώστη μια μετάφραση που αναπαριστά το νόημα και το ύφος (exprimere de sensu), ή, ακόμη καλύτερα, μια μετάφραση που καθιερώνει νέο ύφος. Τα αιχμηρά σημεία των μεταφράσεων του Άρη Αλεξάνδρου αμβλύνονται από την κυρίαρχη αίσθηση πως καθιέρωσε, στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50, ένα νέο ύφος στη μεταφρασμένη λογοτεχνία.
Εδώ και αρκετές δεκαετίες όμως, και παρά τις επιτυχημένες πρόσφατες μεταφραστικές απόπειρες, το όνομα του Ντοστογιέβσκη στα Ελληνικά παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο με τον Άρη Αλεξάνδρου.
Μια πρόχειρη αναζήτηση θα μας έφερνε αντιμέτωπους με πλήθος μεταφράσεων του Ντοστογιέβσκη στη δημοτική. Εδώ και αρκετές δεκαετίες όμως, και παρά τις επιτυχημένες πρόσφατες μεταφραστικές απόπειρες, το όνομα του Ντοστογιέβσκη στα Ελληνικά παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο με τον Άρη Αλεξάνδρου. Η ύπαρξη του προηγουμένου μιας τόσο επιτυχημένης μετάφρασης, αντί ν’ αποθαρρύνει τους συγκαιρινούς μας μεταφραστές, εντάσσεται, αντίθετα, στο οπλοστάσιό τους, ενώ φυσικά και το ίδιο το πρωτότυπο υπόκειται σε νέες αναγνώσεις. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι νεώτερες, πληρέστερες, και πιο φωτισμένες από τη γραμματολογική έρευνα μεταφράσεις υπερέχουν σε επίπεδο προσβασιμότητας του κοινού δεν σημαίνει πως αίρεται η διαχρονικότητα και ενάργεια των κλασικών μεταφράσεων του Άρη Αλεξάνδρου.
→ Κείμενο που εκφωνήθηκε τη Δευτέρα 25 Μαΐου στη Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων στο πλαίσιο του κύκλου εκδηλώσεων «Φωνές μείζονες σε φως έλασσον», με την επιμέλεια του Νίκου Βατόπουλου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ