Του Παναγιώτη Γούτα
Ένα υπαρξιακού τύπου ερώτημα που τίθεται κατά κόρον σε λογοτέχνες, στις ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές συνεντεύξεις τους από επιτήδειους δημοσιογράφους, αλλά και σε εκπομπές λόγου, όταν αυτοί καλεστούν, είναι το παρακάτω: Γιατί γράφεις;
Το ερώτημα, σχεδόν πάντα, είναι παραπλανητικό και εκ του πονηρού διατυπωμένο. Πιστεύω πως δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση ούτε αυτή αφορά τον εκάστοτε δημιουργό, δηλαδή δεν επιδέχεται πολλαπλών απαντήσεων, ακριβώς γιατί το ερώτημα παραμένει εκκωφαντικά αναπάντητο. Κανείς σοβαρός λογοτέχνης δεν έχει έτοιμη απάντηση σ' αυτό το ερώτημα και, πάντα, οφείλει να εκφράζει την άγνοιά του. Κανείς σοβαρός δημιουργός δεν γνωρίζει αληθινά γιατί γράφει. Μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει, κι αυτές οφείλει να τις καταθέτει με υπερβολική επιφύλαξη.
Κανείς σοβαρός λογοτέχνης δεν έχει έτοιμη απάντηση σ' αυτό το ερώτημα
Και τι δεν απαντούν, υποκριτικά, σ' αυτό οι φαντασμένοι, τερατολόγοι γραφιάδες, που έχουν απαντήσει διαμιάς σε όλα τα αναπάντητα μυστήρια του σύμπαντος. «Γράφω γιατί η συγγραφή είναι σαν την αναπνοή μου, γράφω για να καλυτερέψω τον κόσμο, γράφω από βαθιά ανάγκη επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους, γράφω γιατί μου δίνονται κάποια κείμενα έτοιμα και πρέπει να τα αποτυπώσω στο χαρτί, γράφω για να ισορροπώ με το περιβάλλον μου, γράφω για να γλιτώσω μιαν επίσκεψη στον ψυχαναλυτή μου, γράφω γιατί αυτό το πράγμα μου ανατέθηκε από τον Θεό, γράφω...», και χίλιες δυο άλλες ελαφρότητες και μεγαλοστομίες.
Η αλήθεια φυσικά είναι πως μια χαρά αναπνέουμε και χωρίς τη λογοτεχνία, και διεξόδους για να ισορροπούμε μπορούμε να ανακαλύψουμε χιλιάδες, και κανένα κείμενο δεν σου δίνεται ποτέ έτοιμο σαν τις δέκα εντολές του Μωυσή, αν δεν στραγγίσεις πρώτα την ψυχή και το μυαλό σου, ούτε ο κόσμος καλυτερεύει με τις χιλιάδες τυπωμένων βιβλίων που κυκλοφορούν κάθε χρόνο – αν γινόταν αυτό, θα είχε καλυτερέψει ήδη από την εποχή του Ομήρου. Όσο για τον ψυχαναλυτή: Αν ήταν να υποκατασταθεί από τα γραψίματα διηγημάτων ή μυθιστορημάτων, δεν θα κατέφευγαν τόσες δεκάδες διανοουμένων, ή έστω μορφωμένων ανθρώπων, στο κρεβάτι του για να θεραπευτούν, και το επάγγελμα θα είχε εκλείψει. Οι ενδιαφερόμενοι θα «χτυπούσαν» ένα διηγηματάκι στα γρήγορα και όλα μέλι γάλα.
Πρόσφατα διάβασα σε μια συνέντευξη κάποιας Θεσσαλονικιάς πεζογράφου κάτι που μου άρεσε, σχετικά με τη γραφή. Γράφει, λέει, κάνοντας «συγγραφικό αντάρτικο». Είναι ωραία και ιδιαίτερη αυτή η αντίληψη της γραφής, έτσι όπως την εκφράζει και τη διατυπώνει. Βρίσκει χρόνο ανάμεσα στην καθημερινότητα με τα τόσα προβλήματά της, να κάνει ένα είδος τρομοκρατικής πράξης, να συγγράφει κατ' αντιστοιχία με τις επιθέσεις οργανώσεων που κάνουν «αντάρτικο πόλης». Τουλάχιστον αυτήν την εκδοχή της αναγκαιότητας της γραφής και την κατανοώ και την εκτιμώ και την θαυμάζω. Αν και κρύβει μέσα της μιαν λανθάνουσα βία. Ωραία επίσης και η διατύπωση της Μαργκαρίτ Ντυράς για το εν λόγω θέμα μας. Γράφει για να ξεφορτωθεί ένα αφόρητο κομμάτι του εαυτού της. Αν μη τι άλλο, αληθινή και διόλου ναρκισσιστική εκδοχή της γραφής. Όσο για τον μέντορά μου, στην ερώτηση που του έθεσα «τι πιστεύεις πως θα μείνει τελικά, στο μέλλον, απ' όλα όσα έχεις γράψει;», υπήρξε αφοπλιστικός. «Μπορεί και τίποτα. Τίποτα απολύτως. Αλλά εγώ θα νιώθω πως προσπάθησα. Το πέρασμά μου από τη ζωή και τη λογοτεχνία, θα ισοδυναμεί με μια άσκοπη τουφεκιά στον αέρα. Όμως τόλμησα να την ρίξω. Και το έκανα. Κάτι είναι κι αυτό...»