
Η κριτική του Νίκου Ξένιου για την παράσταση της «Αντιγόνης» του Ούλριχ Ράσε, άνοιξε μια ευρύτερη συζήτηση με τον Δημήτρη Δημητριάδη για την προσέγγιση των κλασικών κειμένων από σύγχρονους σκηνοθέτες. Πόσα δικαιώματα πάνω στο κείμενο έχει ο σκηνοθέτης; Ποια είναι τα όρια της καλλιτεχνικής έκφρασης; Αυτά και παρόμοια ερωτήματα τίθενται σε έναν ζωντανό διάλογο που, καθώς φαίνεται, θα έχει συνέχεια.
Επιμέλεια: Κώστας Ι. Αγοραστός
Για την παράσταση «Αντιγόνη» του Ούλριχ Ράσε, η οποία άνοιξε τα φετινά Επιδαύρια, πολλές αντικρουόμενες κριτικές γράφτηκαν. Το κριτικό κείμενο του Νίκου Ξένιου για την παράσταση προκάλεσε, με τη σειρά του, έναν έντονο διάλογο με τον γνωστό συγγραφέα, θεατρικό συγγραφέα και μεταφραστή Δημήτρη Δημητριάδη. Το διακύβευμα είναι η πιστότητα ή όχι προς το πρωτότυπο κλασικό έργο, το δικαίωμα των σκηνοθετών να αυθαιρετούν σε σχέση με το έργο που αναλαμβάνουν να σκηνοθετήσουν, κι εντέλει τα όρια της καλλιτεχνικής έκφρασης ειδικά σε ό,τι αφορά τα κλασικά και αρχαία κείμενα.
To ζήτημα έχει απασχολήσει και παλαιότερα τη στήλη μας, του θεάτρου. Δημοσιεύουμε εδώ την ανταλλαγή απόψεων των δύο συγγραφέων ακριβώς όπως διεμείφθη μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ούτως ώστε να μην παραποιηθεί στο παραμικρό η ατμόσφαιρα αμοιβαίας εκτίμησης και η οικειότητα που τη διαπνέει, παρά τις προφανείς διαφωνίες.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
Αγαπητέ μου Νίκο,
διάβασα την εντελέστατη από κάθε άποψη –γλώσσα, σκέψη, τοποθέτηση, γνώση– κριτική σου για την παράσταση της «Αντιγόνης». Δεν την εχω δει, από τα γραφόμενά σου όμως σχημάτισα την εικόνα μιας ακόμα κατακρεούργησης.
Όσα θετικά κι αν αναφέρεις, τα υπόλοιπα τα καταρρίπτουν, μην αντέχοντας το βάρος μιας συσσωρευμένης παρεμβατικότητας σε βαθμό συντριπτικό. Η απουσία π.χ. της Ισμήνης και μόνο δεν καταστρατηγεί το σύνολο της τραγωδίας; Δεν αναφέρω όσα άλλα παραθέτεις, είναι όμως όλα ενδεικτικά μιας ακόμα κακοποίησης στο όνομα του σκηνοθετικού «οράματος», το οποίο αποβαίνει εκ νέου καταστροφικό.
Τι να τις κάνω τις καλές ερμηνείες, τους καλούς φωτισμούς, όταν το σύνολο αποτελεί πράξη ενός υπερφίαλου και μειονεκτικού εργολάβου; Στο όνομα όλων των επεμβάσεών του προκειμένου να επιβληθεί στο έργο θα έπρεπε, νομίζω, να καταδικάζεται και να καταγγέλλεται πλέον δημοσίως κάθε τέτοιου είδους εγχείρημα. Που έχει καταντήσει συρμός γενικώς αποδεκτός και επιβραβευμένος. Πρόκειται για εξόφθαλμη παρακμή που έχει οδηγήσει το θεατρο σε μια αδιέξοδη παραστασιολογία, έρμαιο μιας σκηνοθετικής παντοδυναμίας που παράγει μόνο αναμασημένα σκουπίδια εγκεφαλικής σήψης.
Είναι καιρός, αγαπητέ Νίκο, να γίνει η κριτική άξια του ρόλου της, να γίνει κρίση που συμβάλλει στην διαλεύκανση και όχι στη συσκότιση.
Νομίζω πως η κριτική σου αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη σαφή αποδοχή και στην ασαφή απόρριψη. Άρα, κρατάει ισορροπίες; Γιατί;
Είναι ολοφάνερο ότι έχουμε ακόμα έναν διαμελισμό στο όνομα μιας σκηνοθετικής ψυχοπάθειας.
Ο σπουδαίος κριτικός σου λόγος θα έλεγα πως οφείλει στον εαυτό του να είναι αντάξιός σου.
Σε χαιρετώ.
ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ
Δημήτρη μου σ’ ευχαριστώ. Θα σκεφτώ σοβαρά τα όσα μου γράφεις.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
Νίκο καλημέρα.
Επανέρχομαι γιατί με την απάντησή σου νοιώθω την ανάγκη να το κάνω.
Το ότι μου λες ότι «θα σκεφτείς αυτά που σου έγραψα» σημαίνει ότι ΔΕΝ τα έχεις σκεφτεί. Λυπάμαι, αλλά εκεί ακριβώς είναι ΌΛΟ το πρόβλημα. Κανεις δεν έχει όχι μόνο σκεφτεί αλλά ούτε καν υποψιαστεί το τι σημαίνει η παρεμβατικότητα των σκηνοθετών στην ίδια την κειμενική διάσταση και κατά συνέπεια στην παραδοσιακή της εκδοχή.
Όσες κριτικές διάβασα ως τώρα, μετά τη δική σου, για την «Αντιγόνη» του Ράσε, ΌΛΕΣ προσπερνούν, σαν να μην έχει καμία σημασία το ότι έχει, μεταξύ άλλων παραλείψεων, αφαιρεθεί η Ισμήνη. Είναι δυνατόν να γίνεται αυτό το τόσο καίριο πράγμα τόσο επιπόλαια ανάξιο υπολογισμού στην κριτική μιας παράστασης όπως αυτήν, όπου η σκηνοθεσία είναι πλέον μια ανεξέλεγκτη παραχάραξη ΌΛΟΥ του έργου;
Τελικά, Νίκο, δεν έχει σημασία η ακεραιότητα του κειμένου; Από τα γραφόμενα για την παράσταση αυτή φαίνεται πως δεν έχει ΚΑΜΙΑ.
Τότε τι;
Γιατί να μην αφαιρεθεί κάποια στιγμή και ο Αίμων; Γιατί να μην αφαιρεθεί και ο Κρέων; Γιατί να μην αφαιρεθεί, εντέλει, και η Αντιγόνη; Είναι ερμηνεία αυτό; Θέτω το ερώτημα: μέχρι πού φτάνει η δικαιοδοσία του σκηνοθέτη; Έχει το δικαίωμα να υποκαθιστά τον συγγραφέα; Μέχρι πού επιτρέπεται η εφαρμογή της ελευθερίας της έκφρασης; Και γιατί να υποδεχόμαστε με σοβαρότητα παρόμοιες αυθαιρεσίες που εντέλει ανήκουν στην περιοχή όχι μόνο της παρερμηνείας αλλά κυρίως της κακοποίησης και της ανοησίας;
Η καταστροφική σχολή της Γερμανίας έχει ξοφλήσει εδώ και χρόνια. Ας δούμε πλέον με αληθινό κριτικό μάτι αυτά τα «καλλιτεχνικά» εξαμβλώματα. Διότι πιο σοβαρό από τις παραστάσεις αυτές είναι το πρόβλημα ότι δεν έχει καν γίνει αντιληπτό το τι πρόβλημα αποτελούν αυτές οι ίδιες. Εκεί είναι το πρόβλημα: στο πώς τις προσλαμβάνουμε. Αποδεικνύεται, δυστυχώς, ότι τις προσλαμβάνουμε εντελώς ανυποψίαστοι και απροβλημάτιστοι. Κι αυτό επιτρέπει τη διαιώνιση της αναπαραγωγής παρόμοιων εγκεφαλικών διαταραχών.
Η ανοχή στην περίπτωση αυτή είναι συνενοχή.
ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ
Αγαπητέ μου Δημήτρη, με αδικείς.
Νομίζω ότι η απάντησή μου «θα τα σκεφτώ σοβαρά όσα μου γράφεις» εμπεριείχε μια δέσμευση εκ μέρους μου ως προς αυτό που λέω.
Δεν συμφωνώ απόλυτα μαζί σου σε ό,τι αφορά της περιστολή της αυθαιρεσίας των σκηνοθετών. Θεωρώ πως η Τέχνη περιλαμβάνει μια σειρά ασυνάρτητους ειρμούς, καταστροφικές εικονοπλασίες, ευφάνταστες κι εξωπραγματικές συνδέσεις του ορατού με το αόρατο, του λεκτού με το άρρητο, της παράδοσης με τον νεωτερισμό, καθώς και αυθαιρεσίες πολλές. Όμως, τελικά, αυθαιρεσία από αυθαιρεσία διαφέρει.
Εδώ επρόκειτο για μια σκηνική σύνθεση πολύ ενδιαφέρουσα που ΒΑΣΙΖΟΤΑΝ στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλέους, και όχι για μια σκηνοθεσία της «Αντιγόνης» καθεαυτήν. Θεωρώ πως σε μια πολυφωνική κοινωνία καθένας δικαιούται να καταθέτει αυτό που κρίνει αρμόζον, αισθητικά και πολιτικά, αυτό που εκτιμά ότι αποτυπώνει το βίωμά του από την Τέχνη. Οι Γερμανοί, όντως (με εξαίρεση τον Πήτερ Στάιν) πάσχουν από εμμονές σχετικά με την αρχαιοελληνική παράδοση, είναι ενοχικοί/συμπλεγματικοί και υιοθετούν απολογητική στάση, δυσκολεύονται δε τρομερά να αντιληφθούν το υπαρξιακό βάθος της Τραγωδίας: σ' αυτό θα συμφωνήσω (με μιαν ενδόμυχην αίσθηση υπεροχής απέναντί τους).
Ωστόσο εδώ συζητούμε για ένα φεστιβάλ, ένα φεστιβάλ κρατικά επιχορηγούμενο, με μια καλλιτεχνική διεύθυνση που οφείλει να δίνει μια «διεθνική» εικόνα, και δυστυχώς η μετάκληση κάποιων Γερμανών είναι αναπόφευκτη. Προσωπικά δεν σοκαρίστηκα από τις προσθαφαιρέσεις που έκανε ο σκηνοθέτης στην «Αντιγόνη», ακριβώς επειδή εξέλαβα την παράσταση ως μια ελεύθερη δημιουργία εμπνευσμένη από το κλασικό έργο, και όχι ως μια σκηνοθετική προσέγγιση του πρωτοτύπου.
Ως εκ τούτου, δεν ευσταθεί η διαπίστωση πως η κριτική μου ταλαντεύεται μεταξύ αποδοχής και απόρριψης. Κατ' ουσίαν αποδέχομαι το εγχείρημα και βρίσκω πως η εξάλειψη του ρόλου της Ισμήνης δεν αποσυντονίζει τον σχεδιασμό του.
Άλλωστε, το ότι ο σκηνοθέτης ΔΕΝ επέτυχε το κεντρικό ζητούμενό του (την υπογράμμιση του ρόλου ενός Κρέοντα – ρυθμιστή, που κινείται από την ανάγκη να ελέγξει το πολιτειακό χάος), δεν σημαίνει και ότι δεν εξουσιοδοτείται να το προσπαθήσει. Μάλιστα, το γεγονός ότι ο Κρέοντας που γνωρίζουμε όλοι (ο φασίστας, ο τύραννος, ο φαλλοκράτης, ο υβριστής) εμμένει ακόμη και υπό το πρίσμα αυτής της προσέγγισης, αποδεικνύει πόσο η κλασική εξεικόνιση αυτού του χαρακτήρα αντέχει στον χρόνο, παρά τις όποιες παρεμβάσεις των σκηνοθετών. Και αυτό γράφω: πως η Αντιγόνη παραμένει η Αντιγόνη που ξέραμε, και πως ο Κρέων παραμένει ο Κρέων που ξέραμε.
Βλέπεις πως το Υψηλό αντιστέκεται αφ' εαυτού, χωρίς την ανάγκη της δικής μας παρέμβασης ή λογοκρισίας.
Σε φιλώ
(και η συζήτηση παραμένει ανοικτή).
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
Αγαπητέ μου Νίκο.
Πρώτον: η γενίκευση που κάνεις περί Τέχνης δεν ισχύει για τη σκηνοθεσία. Η ελευθερία έκφρασης ενός μουσικού ή ενός ζωγράφου, ενός ποιητή ή ενός αγγειοπλάστη δεν είναι η ίδια με ενός σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης δεν υπάρχει χωρίς το έργο ενός άλλου, δεν μπορεί να δημιουργήσει πρωτογενώς, είναι εξαρτημένος, δεσμευμένος, έρχεται πάντα δεύτερος, έπεται, δεν προηγείται. Η σκηνοθεσία είναι αναφανδόν δουλειά πάνω στο έργο ενός άλλου. Αυτή είναι η βασική προϋπόθεσή της.
Αυτό σημαίνει ότι το έργου τού άλλου είναι αυτό που ο άλλος θέλησε, είναι δικό του έργο, αυτόν εκφράζει, άρα λέει κάποια πράγματα που ανήκουν στον ίδιο και φυσικά στο έργο του, χωρίς τα οποία το έργο –όποιας αξίας– είναι αυτό που είναι.
Ο σκηνοθέτης έρχεται μετά, και ποια είναι η δουλειά του: να ασχοληθεί με τη διερεύνηση και την ερμηνεία αυτού τού έργου, με τα υλικά που περιέχει – φανερά και κρυφά, γνωστά και άγνωστα, κι αυτό απαιτεί γνώση, σοβαρότητα, τόλμη, επιμονή, διότι αυτά είναι τα εργαλεία του για την ανάδειξη ενός κειμένου το οποίο διάλεξε αυτός ο ίδιος.
Δεύτερον: γιατί διάλεξε αυτό το έργο και όχι ένα άλλο; Προφανώς, γιατί βρίσκει εκεί κάτι που τον απασχολεί, τον προβληματίζει, κτλ. Αυτό όμως προηγείται ως στοιχείο τού έργου τού άλλου, άρα αυτό και μόνον αυτό πρέπει να υπηρετήσει – ε, ναι! - και όχι να το παρακάμψει ή να το φέρει στα μέτρα του, ή να το κάνει δικό του διαστρεβλώνοντάς το.
Δεν είναι ο ρόλος του σκηνοθέτη να λέει πράγματα που δεν λέει το έργο, να παρεμβαίνει αλλοιώνοντάς το, να το μετατρέπει σε κάτι άλλο από αυτό που είναι. Δυστυχώς γι' αυτόν, δεν τού επιτρέπεται να κάνει δικό του ένα άλλο έργο. Δεν τού επιτρέπεται να κάνει ένα έργο να λέει άλλα απ' αυτά που λέει. (Αφήνω στην άκρη τον χορό των νεαρών στη θέση των γερόντων, την αφαίρεση χορικών, την αφήγηση τού Άγγελου που την λένε η Αντιγόνη και Αίμων, η εξαφάνιση τής Ευριδίκης, κτλ. Τι θέλει να μάς πει με όλα αυτά; Ούτε ο πιο άσχετος με την δραματική ποίηση δεν θα τα είχε διανοηθεί).
Αν κάνει δικό του το έργο του άλλου, ας τού δώσει άλλον τίτλο, ας ονόμαζε ο Ράσε «Κρέων» την παράστασή του: τότε θα ξέραμε με τι έχουμε να κάνουμε. Τι θα πει «σκηνική σύνθεση που βασιζόταν στην Αντιγόνη και όχι σε μια σκηνοθεσία τής Αντιγόνης»; Εσύ τι έκρινες από τα δύο; Μιλάς –όπως και όλοι οι ενθουσιασμένοι κριτικοί τής παράστασης– για σκηνοθεσία, δεν αναφέρεται πουθενά η λέξη διασκευή: άρα;
Το να διατηρεί τον τίτλο «Αντιγόνη» σε ένα έργο που η παράστασή του το κάνει ό,τι αυτός γουστάρει, είναι ανεντιμότητα, εξαπάτηση, και φυσικά ένδειξη βαθύτατης μειονεξίας: μάς λέει χωρίς να το θέλει «είμαι ανίκανος να δημιουργήσω, σαν μαθητούδι κλέβω από τον διπλανό μου τον οποίο όμως υποτιμώ αλλά θέλω και να τον ξεπεράσω». Μέγα πρόβλημα μιας «σχολής» που έχει καταλήξει στα απόνερα τού πολιτισμού και έρχεται να πλημμυρίσει την έρμη την Επίδαυρο με το προανάκρουσμα τού νεωτερισμού, ενώ πρόκειται για κραυγαλέο δείγμα αδιεξόδου και παρακμής.
Τρίτον: γιατί σε αδικώ, Νίκο μου;
Υπογράμμισα την κριτική σου επάρκεια κι αυτό που με λύπησε είναι ότι δεν ήταν αρκετή για να επισημάνει ως προεξάρχοντα τα απαράδεκτα λάθη τής σκηνοθεσίας ώστε η κριτική του, με τον πληρέστατο σε γνώση και διατύπωση λόγο σου, να θέσει ΤΟ ζήτημα που αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την τέχνη τού θεάτρου.
Νίκο, αν δεν γίνει βαθιά συνειδητή αυτή η απειλή, ο κάθε Ράσε / Βράσε θα έρχεται και θα μάς εξαπατά με την ελλειμματική καλλιτεχνική του προσωπικότητα, αποδεικνύοντας ότι η σκηνοθεσία είναι πλέον μια θανάσιμη ασθένεια την οποία όμως οι πάντες επικροτούν είτε από άγνοια είτε από περιορισμένη ή και ανύπαρκτη νοημοσύνη.
Εσύ, με τα θαυμάσια εφόδιά σου –συμπεριλαμβάνω σ' αυτά και τη λογοτεχνία σου– θα ήσουν ο πρώτος που θα εγγυόταν για μιαν αντιστροφή τής διαστροφής.
Όσο για το Υψηλό, η εικόνα τού περιστρεφόμενου Χαμηλού και των δικτυωτών τού χορού –γιατί άραγε φοράνε αυτά που φοράνε με το πρόσωπο σκεπασμένο με βέλο; τι ρωτάω;– επιβάλλεται με τέτοιον τρόπο ώστε δεν τίθεται καν τέτοιο ζήτημα.
Ακόμα κι ένας Ράσε μπορεί να το αποψιλώσει.
Σε χαιρετώ.
ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ
Συμφωνώ σε όλα όσα λες. Μόνο σου υπενθυμίζω ότι σήμερα πολλοί σκηνοθέτες θεωρούν εαυτούς créateurs / auteurs...
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
Αυτό είναι το λάθος τους.
Υπαρξιακό.
Κάνουν υπεξαίρεση ρόλου.
Δεν είναι createurs/auteurs.
Αυτό ονομάζω διαστροφή.
Την οποία πληρώνουμε όλοι μας.
ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ
Δημήτρη μου,
Έχεις δίκιο σε ό,τι αφορά την ανάγκη διαφορετικής τιτλοφόρησης μιας τέτοιας παράστασης: το ερώτημα που προκύπτει είναι, αν αντιλαμβάνομαι σωστά, κατά πόσον ένας σκηνοθέτης έχει το δικαίωμα να διατηρεί τον σοφόκλειο τίτλο σε μιαν «Αντιγόνη» που δεν αποτελεί πιστή απόδοση του πρωτοτύπου. Αντ’ αυτού, κάλλιστα θα μπορούσε να πει «εμπνευσμένο από…».
Οι συγγραφείς, ούτως ή άλλως (κάποια μεγάλα μεγέθη του διεθνούς δραματολογίου όπως ο Ανούιγ και ο Μπρεχτ) χρησιμοποιούν πρωτότυπους τίτλους των κλασικών στα δικά τους έργα, που με τη σειρά τους καταγράφηκαν ως «κλασικά»: ο Μπρεχτ και ο Ανούιγ με την «Αντιγόνη», ο Κοκτό, για παράδειγμα. Τώρα δεν θυμάμαι να σου παραθέσω κι άλλα παραδείγματα, βέβαια θα μου πεις πως υπάρχει και ο Ρακίνας, που το έργο του το αποκάλεσε «Φαίδρα», και όχι «Ιππόλυτο».
Όμως, όπως πολύ σωστά επισημαίνεις, οι συγγραφείς είναι συγγραφείς και οι σκηνοθέτες είναι σκηνοθέτες.
Εδώ θα προσέθετα: οι σκηνοθέτες δεν είναι συγγραφείς, πλην όμως πολιτογραφούνται ως συγγραφείς με το που ΔΗΛΩΝΟΥΝ τέτοιοι.
Πολύ φοβούμαι πως, με τα δεδομένα των παραστάσεων που παρακολουθώ τα τελευταία τριάντα χρόνια, πολλοί αξιόλογοι σκηνοθέτες ιδίω δικαιώματι τροποποιούν τα κείμενα των κλασικών, συχνά αφαιρώντας ολόκληρα μέρη και/ή προσθέτοντας εξωκειμενικά αποσπάσματα από άλλα έργα, θεατρικά ή ποιητικά: η τελική σύνθεση φέρει, κατ’επανάληψιν, τον τίτλο του πρωτότυπου, κλασικού έργου. Θα μπορούσα να σου παραθέσω αμέτρητα παραδείγματα, δίχως να ισχυρίζομαι πως αυτομάτως αυτό το φαινόμενο «νομιμοποιεί» κιόλας την ενέργειά τους. Όχι. Αφήνω το ζήτημα ανοιχτό προς συζήτησιν.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, λοιπόν, πολλοί σημαντικοί σκηνοθέτες χρίζονται από μόνοι τους συγγραφείς. Αυτοανακηρυσσόμενοι, προκρίνουν την προσωπική τους αποτίμηση των νοημάτων, την προσωπική τους επιλογή σκηνικών μέσων, την προσωπική τους επιλογή μετάφρασης, συχνά δε και τη δική τους μετάφραση. Και εδώ έρχονται να προστεθούν και οι δραματουργοί, δουλειά των οποίων είναι (υποθέτω) να υπηρετήσουν το καινοφανές όραμα των σκηνοθετών αυτών.
Οι ακρωτηριασμοί που στηλιτεύεις, οι «εκμοντερνισμοί», οι συχνά αχρείαστες καινοτομίες, η «ασέλγεια» εις βάρος του κλασικού έργου, όλα αυτά υποτίθεται ότι εισάγουν στην εκ νέου προσέγγιση, στην επανεκτίμηση του πρωτοτύπου που προτείνουν στο κοινό αυτοί οι (αυτόκλητοι) créateurs-auteurs. Ειδικά ο Αριστοφάνης, δε, έχει βογγήξει!
Ποιο είναι, άρα, το όριο; Πώς να γυρίσει κανείς τους δείκτες του ρολογιού προς τα πίσω, ώστε να επανεύρει την πιστότητα προς το πρωτότυπο; Σου δίνω τη σκυτάλη για να πεις εσύ την τελευταία κουβέντα, αλλά η συζήτησή μας θα συνεχιστεί, είμαι σίγουρος...
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
Κλείνοντας προσωρινά αυτόν τον, εύχομαι, πρώτο κύκλο ανταλλαγών ανάμεσα στον Νίκο Ξένιο και σ' εμένα –μακάρι να συντρέξουν και άλλες ανταλλαγές από ενδιαφερόμενες πλευρές–, θα κάνω μία σύντομη παρέμβαση.
Από το εισαγωγικό σημείωμα θέλω να σχολιάσω δύο λέξεις που δημιουργούσαν πάντα παρεξηγήσεις και αντιμαχίες.
Η πρώτη από αυτές είναι η λέξη πιστότητα.
Η λέξη αυτή υπονοεί, κακώς, υποταγή, συμμόρφωση, σεβασμό, με κίνητρο την τήρηση κάποιας ιερότητας που επιβάλει στο αρχαίο κείμενο την απόλυτη διάσταση τού ανέγγιχτου.
Δεν πρέπει, και το λέω και ως συγγραφέας και ως μεταφραστής τραγωδιών, να υποστηριχτεί μία τέτοια ερμηνεία τής πιστότητας.
Πιστότητα σημαίνει το ακριβώς αντίθετο: έχοντας επίγνωση τής αξίας αυτών των κειμένων, ο σκηνοθέτης –και ο μεταφραστής– επιχειρούν μία σε όσο γίνεται μεγαλύτερο βάθος διερεύνηση/ανασκαφή τής γλωσσικής, άρα ποιητικής/δραματουργικής σύστασης τού εκάστοτε έργου, με τόλμη, ακόμα και με μανιώδη ανάγκη να συμβεί το εξής πρωταρχικό ζητούμενο: η ανακάλυψη αφανών και άγνωστων στρωμάτων έτσι ώστε μέσα από αυτήν την διεργασία, που είναι και η εντελέστερη αλλά και πιο αληθινή ερμηνεία, να προκύψει η κάθε φορά επερχόμενη σκηνοθεσία.
Αυτά όλα αποτρέπουν οποιαδήποτε τάση αρχαιοπρέπειας και μουσειακής προσέγγισης.
Αποδίδουν στην αττική τραγωδία αυτό που την κάνει εμπράγματα σημαίνουσα: παραμένοντας στην ιστορική στιγμή της, ισχύει διηνεκώς με την ποιητική και στοχαστική εμβέλειά της.
Η δεύτερη λέξη είναι το ρήμα αυθαιρετώ, αναφερόμενο στις σκηνοθεσίες.
Ήδη προ πολλού έχει χάσει την σημασία της σε ό,τι αφορά τον τρόπο που σκηνοθετούνται τα κλασικά έργα.
Άλλα ρήματα, καθόλου κολακευτικά για την νοημοσύνη των σκηνοθετών, προκύπτουν για να αποδώσουν αυτό που έχει καταντήσει η πάλαι ποτέ δικαίως δοξασμένη και απόλυτα δημιουργική, δηλαδή άκρως υποστηρικτική των έργων, τέχνη τής σκηνοθεσίας.
Κατά τα άλλα, συνυπογράφω όλα τα λεγόμενα από τον Νίκο Ξένιο στην επιστολή του που συνοδεύει την τελευταία δική μου απαντητική παρέμβαση.
Ωστόσο, είναι τέτοια η πυκνότητα και η σοβαρότητα αυτής τής επιστολής, ώστε θα χρειαστεί να επανέλθω για να δώσω και τις δικές μου τοποθετήσεις.
Συνεχίζουμε.