the critic

Περί κριτικής και των κριτηρίων της ο λόγος. Τι διαφοροποιεί τον κριτικό λογοτεχνίας από τον κάθε άλλο αναγνώστη; Είναι η άποψή του πιο έγκυρη ή σημαντική και γιατί (ή για ποιους); Στην κεντρική εικόνα, ο Ίαν ΜακΚέλλεν στην ταινία του Άναντ Τάκερ «Ο κριτικός». 

Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης

Ξεκινάω από τα ευκόλως εννοούμενα. Ο βιβλιοκριτικός είναι αρχικά και άπαξ δια παντός αναγνώστης, ενώ κάθε αναγνώστης είναι δυνάμει κριτικός. Το «δυνάμει» που αναφέρω κάνει τη διαφορά, καθότι παρεξηγήσιμο. Οι περισσότεροι άνθρωποι συγχέουν την άποψη με την κρίση, με συνέπεια εκνευρισμό και αντιπαλότητες, οι οποίες σχεδόν πάντα θα καταλήξουν στο τυπικό «Και ποιος είσαι εσύ;» κλπ. Γνώμη, λοιπόν, περί παντός, δικαιούμαστε να έχουμε όλοι, κι αυτό ισχύει προφανώς και για τη λογοτεχνία. Αφού όμως όλοι έχουμε μία άποψη βασισμένη σε υποκειμενικά κριτήρια, γεννάται το ερώτημα, ποια η ανάγκη ύπαρξης κάποιου ειδικού «Ανώτατου Δικαστηρίου Κριτικών» όπου η κάστα αποφαίνεται, κατηγοριοποιεί και βγάζει την τελική ετυμηγορία για το τάδε βιβλίο και τον δείνα συγγραφέα («καλός, κακός, μέτριος» κ.ο.κ.);

Τι χρεία έχουν οι αναγνώστες τους αναγορευμένους βιβλιοκριτικούς, ποιους αφορά η άποψή τους και γιατί; Εάν έχουμε όλοι μας μία γνώμη (το οποίο δεν αμφισβητείται), γιατί η κρίση του ενός να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από των λοιπών; Κι αν αυτό το έχουμε αποδεχτεί στις επιστήμες ή σε ποικίλους τομείς της καθημερινότητας (μεταξύ άλλων του επιχειρείν ή της διακυβέρνησης) επουδενί δεν γίνεται αποδεκτό στο καλλιτεχνικό πεδίο. Εκεί το αξίωμα του «de gustibus» κατέχει τα πρωτεία, χωρίς βεβαίως να τίθεται το βασικό ερώτημα που προκύπτει: πώς διαμορφώνεται το γούστο και κατά πόσο υπάρχουν ή οφείλουν να υπάρχουν κριτήρια βάσει των οποίων σφυρηλατείται; Η λέξη-κλειδί που πρέπει επομένως να συγκρατήσουμε είναι τα «κριτήρια», τα οποία αποτελούν τα απαραίτητα εργαλεία του κριτικού και τον βοηθούν να ξεπεράσει το φράγμα της άποψης που εξαντλείται σε ένα απλό «μου άρεσε /δεν μου άρεσε», αναζητώντας το υπόστρωμα. Αναφέρομαι βέβαια στην κριτική κι όχι στην παρουσίαση ενός βιβλίου που επιτελεί διαφορετικό σκοπό (κι αυτός απαραίτητος), τουτέστιν να προσελκύσει αναγνώστες στο βιβλίο. Η κριτική έρχεται στη συνέχεια, προϋποθέτοντας την ανάγνωση, και επιχειρώντας να διαυγάσει αναστοχαστικά το κείμενο, μέσω της ερμηνευτικής (πολλαπλές ερμηνείες, το «γιατί») και ποιητικής (λογοτεχνικότητα, το «πώς») διάστασης.

Ο κριτικός διαθέτει ένα οπλοστάσιο από το οποίο προμηθεύεται τα όπλα και τα πυρομαχικά του. Τι περιέχει αυτό; Κατά πρώτον την αναγνωστική του εμπειρία, η οποία όσο ευρύτερη τόσο το καλύτερο, δεδομένου ότι κάθε κρίση προϋποθέτει τη σύγκριση.

Η ουσία της κριτικής κρύβεται στη στοιχειοθέτηση, στο «πώς», το οποίο αναδεικνύει και το «γιατί». Ο κριτικός διαθέτει ένα οπλοστάσιο από το οποίο προμηθεύεται τα όπλα και τα πυρομαχικά του. Τι περιέχει αυτό; Κατά πρώτον την αναγνωστική του εμπειρία, η οποία όσο ευρύτερη τόσο το καλύτερο, δεδομένου ότι κάθε κρίση προϋποθέτει τη σύγκριση. Και πώς μπορείς να συγκρίνεις εάν δεν έχεις γνώση της συνέχειας μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, αλλά και του μεσοδιαστήματος στο οποίο τοποθετείται το υπό εξέταση έργο; Όσο κι αν οι περισσότεροι αναγνώστες και συγγραφείς απεχθάνονται τις συγκρίσεις (ιδίως οι δεύτεροι για απολύτως κατανοητούς λόγους), αφού συνήθως αποβαίνουν εις βάρος της άποψής τους, ο κριτικός τις επιτηρεί ευλαβικά.

Υπενθυμίζει διαρκώς σε αναγνώστες και συγγραφείς αυτό που έλεγε ο Τ.Σ. Έλιοτ ότι ουδείς καλλιτέχνης υφίσταται μεμονωμένα, αλλά ότι η σπουδαιότητά του, η αξιολόγησή του, είναι εκείνη της σχέσης του με τους πεθαμένους δημιουργούς. Επομένως κανείς δεν μπορεί να αποτιμηθεί παρά μόνο σε σύγκριση και αντιπαράθεση. Γίνεται άμεσα κατανοητό γιατί οι περισσότεροι δημιουργοί δεν επιθυμούν να το αποδεχτούν. Εντούτοις, τίποτα δεν στέκει αυτόνομα αλλά εμπεριέχει εντός του το παρελθόν, επικαλούμενο το παρόν και προσβλέποντας στο μέλλον. Καθετί στηρίζεται σε μια συνέχεια, ακόμα κι αν μέσω αντίδρασης επιχειρεί να αυτονομηθεί. Σ’ αυτό το σημείο παρεμβαίνει ο κριτικός υπενθυμίζοντας διαρκώς στον εαυτό του και στο κοινό που απευθύνεται αυτή την αυταπόδεικτη αλήθεια.

Κανείς δεν γεννιέται κριτικός (και αναγνώστης θα προσέθετα). Όπως και οι άλλες δεξιότητες, απαιτεί εκπαίδευση, πειθαρχία, επαγρύπνηση και μεγάλη αγάπη για το αντικείμενο.

Για να το πράξει όμως αυτό, πρέπει να έχει μια όσο δυνατόν σφαιρική άποψη για το αντικείμενό του και να ενημερώνεται διαρκώς για τις εξελίξεις. Συν τοις άλλοις, η λογοτεχνία per se δεν επαρκεί. Καλό είναι ο κριτικός να διαθέτει θεωρητική γνώση, να έχει ασχοληθεί με τη θεωρία της λογοτεχνίας και τη λογοτεχνική κριτική που θα του προσφέρει τα εργαλεία που αφενός θα τον καθοδηγήσουν και αφετέρου θα ακονίσουν το κριτήριό του. Κανείς δεν γεννιέται κριτικός (και αναγνώστης θα προσέθετα). Όπως και οι άλλες δεξιότητες, απαιτεί εκπαίδευση, πειθαρχία, επαγρύπνηση και μεγάλη αγάπη για το αντικείμενο. Επιπρόσθετα, ο κριτικός πρέπει να θυμάται ότι απευθύνεται σε αναγνώστες κι όχι στους ομοτέχνους του, επομένως οφείλει να είναι προσεκτικός, ιδίως όταν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους κρίνει αρνητικά ένα βιβλίο. Η εριστική και αφ’ υψηλού συμπεριφορά θα αποδιώξει παρά θα πείσει, με αποτέλεσμα τη διστακτικότητα του κοινού που βλέπει -ούτως ή άλλως- στον κριτικό έναν δάσκαλο ο οποίος του κουνά το χέρι υποδεικνύοντας κάθε στιγμή λάθη και παραλείψεις.

Σε τι συνίσταται όμως αυτή η περιβόητη «αντικειμενικότητα», κανείς δεν κατόρθωσε να προσδιορίσει επακριβώς. Στην καλύτερη περίπτωση γίνεται αναφορά σε «κριτήρια», σε «εργαλεία» κριτικής. Τα οποία βέβαια θα πρέπει να γίνουν και αποδεκτά. Αφενός από έναν κύκλο ειδικών, επαγγελματιών της κριτικής ας πούμε, και αφετέρου από το αναγνωστικό κοινό, στο οποίο τελικά απευθύνονται και για χάρη του οποίου (χωρίς να παραγνωρίζω τον ναρκισσισμό όσων εκτίθενται γραπτώς και δημοσίως) υποτίθεται παράγεται όλος αυτός ο γραπτός λόγος. 

Κριτήρια κριτικής

Δεν πρόκειται εδώ να αποκαλύψω κάποια μυστικά του επαγγέλματος, καθότι δεν πιστεύω ότι υπάρχουν τέτοια – τουλάχιστον όχι με τη μορφή ενός Δεκαλόγου ή κάτι σχετικό. Ας αναφερθώ εν τάχει σε λίγα βασικά.

Για αρχή, ο κρίνων οφείλει να ακολουθήσει το βιβλίο κι όχι να επιβληθεί σε αυτό με έτοιμα σχήματα και ιδέες που ήδη διαθέτει και με τα οποία προσέρχεται στην ανάγνωση. Με κάποιον τρόπο πρέπει να απεκδυθεί από όσο το δυνατόν περισσότερες προσδοκίες ή διαψεύσεις, από το πιθανό hype ή τις αρνητικές αντιδράσεις, προκειμένου να σχηματίσει τη δική του άποψη. Εξίσου σημαντικό εμπόδιο είναι οι αντιδράσεις το κοινού που μέσω της μαζικής τους παρουσίας τείνουν να επιβάλλονται. Το γεγονός ότι ο Χ ή ο Ψ είναι, ανεξαρτήτως προσωπικής άποψης, ένας εξαιρετικά δημοφιλής συγγραφέας αυτόματα του προσδίδει κάποια αίγλη που είναι δύσκολο να μην τη λάβει κάποιος υπόψη του. Η ματιά του κριτικού πρέπει να είναι ταυτόχρονα παρθενική και έμπειρη. Να αγνοήσει τον θόρυβο γύρω του και την ίδια στιγμή να εντάξει το βιβλίο σε μια συνέχεια όπως προείπα. 

Εφόσον ο Α.Κ. Ντόιλ κι ο Σαίξπηρ συνεχίζουν να πουλάνε και να διαβάζονται, έχουν περάσει το τεστ του χρόνου. Ό,τι αντέχει στον χρόνο εξ ορισμού θεωρείται κλασικό.

Πότε θεωρείται ένα βιβλίο καλό και πότε όχι; Δύσκολη η απάντηση στο ερώτημα. Είναι άραγε η γνώμη του κοινού που το καθορίζει ή η γνώμη των κριτικών, η οποία κάποιες φορές συμβαίνει να συμπίπτει κι άλλες όχι; Η μόνη σίγουρη απάντηση που όλοι μας προσφέρουμε αποστομωτικά και συνωμοτικά είναι εκείνη της διαχρονικότητας. Εφόσον ο Α.Κ. Ντόιλ κι ο Σαίξπηρ συνεχίζουν να πουλάνε και να διαβάζονται, έχουν περάσει το τεστ του χρόνου. Ό,τι αντέχει στον χρόνο εξ ορισμού θεωρείται κλασικό. Σίγουρα ο κριτικός λαμβάνει υπόψη του αυτό το κριτήριο όταν πιάνει στα χέρια του ένα τέτοιο έργο, είτε πρόκειται για την κλασική λεγόμενη λογοτεχνία είτε για βιβλίο που ανήκει σε genre. Από την άλλη πλευρά, μπορεί το κριτήριο του χρόνου να ισχύει για τα κλασικά έργα αλλά πώς θα κριθεί ένα σύγχρονο έργο; Εκεί οφείλουμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, αφού δεν μπορεί να μας προστατεύσει το πέπλο του χρόνου που συγκαλύπτει τόσες αδυναμίες όσα τα πλεονεκτήματα που αναδεικνύει. 

Ένα βασικό κριτήριο είναι η παρουσία ή όχι διακριτού αφηγηματικού ύφους. Είναι αυτό που αποκαλούμε ταυτότητα, αποτύπωμα του δημιουργού, το οποίο τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους ομοτέχνους του. Οι περισσότεροι αναγνώστες μπορούν να ξεχωρίσουν κάποιους από τους αγαπημένους τους συγγραφείς από τις πρώτες σελίδες ενός βιβλίου τους και είναι αυτό που αναζητούν κάθε φορά στα έργα τους. Φυσικά, ο κριτικός θα σταθεί στο ζήτημα της ταυτότητας και θα αναλύσει πού και πώς υλοποιείται εντός του έργου, ποια είναι εκείνα τα στοιχεία σε μορφολογικό επίπεδο που τον κάνουν να διαφοροποιείται. Ένας συγγραφέας ξεχωρίζει για τις περιγραφικές του ικανότητες, άλλος για τους κοφτερούς του διαλόγους, άλλος για τους πολύπλευρος χαρακτήρες του, τρίτος για την ατμόσφαιρα στα έργα του κ.ο.κ. Όλα αυτά τα στοιχεία συναποτελούν το αφηγηματικό ύφος του, το οποίο εμπεριέχει προφανώς και τις επιπρόσθετες θεματικές που τον απασχολούν και γύρω από τις οποίες χτίζεται το λογοτεχνικό οικοδόμημα.

Είναι ασαφή τα όρια μεταξύ του κατακτημένου συγγραφικού ύφους που επαναλαμβάνεται εξελισσόμενο και της μανιέρας που καθηλώνει δημιουργικά, αλλά δεν είναι εδώ ο χώρος να το αναλύσω.

Αλλά, την ίδια στιγμή, ο κριτικός δεν θα διστάσει να στηλιτεύσει τον συγγραφέα που έχει υποπέσει στο αμάρτημα του μανιερισμού, της τυποποίησης, το οποίο σημαίνει ότι έχοντας καταξιωθεί μέσω του ύφους του, από βιβλίο σε βιβλίο επαναλαμβάνει το ίδιο μοτίβο για εμπορικούς λόγους. Μάλιστα, στην περίπτωση των genre, οι συγγραφείς έχουν ακόμα περισσότερο την τάση να επανέρχονται στην επιτυχημένη συνταγή μέχρις εξαντλήσεως του κοινού τους και των ιδίων. Είναι βεβαίως ασαφή τα όρια μεταξύ του κατακτημένου συγγραφικού ύφους που επαναλαμβάνεται εξελισσόμενο και της μανιέρας που καθηλώνει δημιουργικά, αλλά δεν είναι εδώ ο χώρος να το αναλύσω.

Ένα ακόμα κριτήριο είναι η ενδοκειμενική ισορροπία. Δύσκολο να την προσδιορίσω επακριβώς, αλλά σε γενικές γραμμές συνίσταται στο εξής: ο συγγραφέας του έργου οφείλει να περιλαμβάνει στο έργο του όλα όσα είναι απαραίτητα, χωρίς υπερβολές που θα αναδεικνύουν το ένα μέρος εις βάρος του άλλου. Ένα βιβλίο που αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από διαλόγους δηλώνει συγγραφική αδυναμία στις περιγραφές και περιορισμένο βεληνεκές, ενώ η πλήρης απουσία διαλόγων επίσης είναι προβληματική, ιδίως εφόσον οι περιγραφές χρησιμοποιούνται ως fillers για να προσφέρουν επίχρισμα ποιότητας. Ένα κλασικό πρόβλημα που παρατηρώ σε σύγχρονα λογοτεχνικά έργα, πάντα όσον αφορά την ισορροπία, είναι το εξής: ο συγγραφέας γεμίζει το βιβλίο του με όγκο πληροφοριών εγκυκλοπαιδικής φύσης, περί ιατρικής, νομικής, πολιτικής, δημοσιογραφίας, ιστορίας, εθνολογίας κ.ο.κ. με αποτέλεσμα η ουσία να χάνεται κάτω από αλλεπάλληλα στρώματα «γνώσης».

Η λογοτεχνία δεν είναι διδακτορική διατριβή ούτε επιστημονική έρευνα, είναι μυθοπλασία (πλάσιμο μύθου), οραματισμός. Σε αυτά τα θεμέλια θα έρθει να ακουμπήσει στη συνέχεια η όποια έρευνα του δημιουργού - για να διευρύνει τον μύθο, όχι να τον υποκαταστήσει.

Ο βασικός λόγος γι’ αυτό είναι διότι επιθυμεί να αποδείξει στο «εγγράμματο κοινό» ότι δεν είναι απλά ένας «μπεστ-σελεράς» γραφιάς αλλά ανήκει στο κυρίως ρεύμα της σοβαρής λογοτεχνίας. Το αποτέλεσμα είναι το αντίθετο, καθώς όσα κερδίζονται σε έκταση χάνονται σε ουσία. Ο όγκος των πληροφοριών χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του ελλιπούς συγγραφικού οράματος, με αποτέλεσμα η ταυτότητα του συγγραφέα να αλλοιωθεί και να χαθεί στις πληροφορίες. Σοβαρός συγγραφέας δεν είναι εκείνος που γράφει για «σοβαρά» θέματα, προσφέροντας βιβλιογραφία και πολυετή έρευνα (χρειάζονται κι αυτά). Η λογοτεχνία δεν είναι διδακτορική διατριβή ούτε επιστημονική έρευνα, είναι μυθοπλασία (πλάσιμο μύθου), οραματισμός. Σε αυτά τα θεμέλια θα έρθει να ακουμπήσει στη συνέχεια η όποια έρευνα του δημιουργού - για να διευρύνει τον μύθο, όχι να τον υποκαταστήσει. Ο κριτικός θα κρίνει με αυστηρότητα την ισορροπία του έργου, όπου τίποτα δεν περισσεύει κι όλα υπακούν στις εσωτερικές ανάγκες του κειμένου (όπως ο δημιουργός τις έχει θέσει εξαρχής). Ο έρωτας, η προδοσία, η μεταστροφή του χαρακτήρα, ο θάνατος, η παρέκβαση για να ειπωθεί μια παράλληλη ιστορία που θα υποστηρίξει και θα διευρύνει την αρχική, ο τρόπος με τον οποίο θα ολοκληρώσει το βιβλίο, είναι επιτεύγματα της τεχνικής του συγγραφέα. 

Κι αυτό είναι ένα ακόμα σημαντικό κριτήριο. Η αρχική έμπνευση, η βασική ιδέα, ελάχιστα έχουν να κάνουν με το κατά πόσον το βιβλίο θα είναι καλό. Πρέπει να θυμόμαστε το εξής: ο συγγραφέας είναι ένας σκηνοθέτης και ταυτόχρονα σεναριογράφος και φωτογράφος και ηχολήπτης… Με τη διαφορά ότι επιτελεί όλους αυτούς τους ρόλους με ένα μόνο εργαλείο: τη γλώσσα. Αυτό είναι το όπλο του. Όχι οι όμορφες ιδέες του, όχι το μεγαλείο του χαρακτήρα του ή η ευρυμάθειά του. Η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, άρα το ύφος του, ο τρόπος με τον οποίο θα ρίξει όλα αυτά τα περίεργα και ανερμάτιστα στο χαρτί με τέτοιον τρόπο που θα βγάζουν νόημα (όχι απαραίτητα για όλους) και θα ενδιαφέρουν και τους αναγνώστες (όχι απαραίτητα όλους). Τα πάντα λοιπόν είναι τεχνική - όχι, επαναλαμβάνω, οι ωραίες ιδέες, αλλά η υλοποίησή τους: η ισορροπία, η αρμονία, εν ολίγοις η λογοτεχνία, κι αυτό καλείται να αξιολογήσει ο κριτικός, διαχωρίζοντας τα μεν από τα δε, αναλύοντας πού πέτυχε και πού απέτυχε ο συγγραφέας, σύμφωνα με την οπτική του. Δύσκολος ρόλος, καθώς τελικά αυτό που κάνει ο τελευταίος είναι να πλευρίζει πονηρά τον δημιουργό, υποδεικνύοντάς του πώς να κάνει τη δουλειά του καλύτερα. Όχι όμως ως επίδοξος δημιουργός ο ίδιος (καλό είναι να μην μπαίνει σε ξένα χωράφια), αλλά ως έμπειρος αναγνώστης που έχει το βήμα και τη γνώση να το πράξει, ακόμα κι αν γίνει ενοχλητικός.

Όσα τυπικά προσόντα κι αν διαθέτει, ο δημιουργός δεν θα γίνει απαραίτητα καλύτερος συγγραφέας, ούτε ο κριτικός πιο οξυδερκής και αξιόπιστος (όλα χρειάζονται βέβαια). Απαιτείται κάτι παραπάνω.

Όπως ο συγγραφέας είναι το έργο του, ο κριτικός είναι τα κριτήριά του και η «ματιά» του. Όσα τυπικά προσόντα κι αν διαθέτει, ο δημιουργός δεν θα γίνει απαραίτητα καλύτερος συγγραφέας, ούτε ο κριτικός πιο οξυδερκής και αξιόπιστος (όλα χρειάζονται βέβαια). Απαιτείται κάτι παραπάνω. Κι αν στον δημιουργό το «κάτι» είναι η έμπνευση και το ταλέντο, στον κριτικό είναι, συν τοις άλλοις, η πρωτοτυπία της σκέψης, ιδίως στην εποχή μας. Που σημαίνει να μπορεί να σκέφτεται για τον εαυτό του και να γράφει σαν να μην υπήρξε ποτέ κανείς πριν ή πρόκειται να υπάρξει μετά απ’ αυτόν. Τέλος, τα ίδια κριτήρια που έχει θέσει για τους συγγραφείς όπως τα περιέγραψα (σύγκριση με τους καλύτερους ομοτέχνους τού παρελθόντος και παρόντος), ισχύουν και για τον ίδιο. Φυσικά είναι καταδικασμένος να αποτύχει. Κι αυτό θα είναι το κέρδος του.

* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ο συγγραφέας και η εποχή του – Τι αναζητάμε σε ένα λογοτεχνικό έργο;

Ο συγγραφέας και η εποχή του – Τι αναζητάμε σε ένα λογοτεχνικό έργο;

Υφίσταται ο διαχωρισμός μορφής / περιεχομένου; Τι αναζητάμε στο έργο ενός συγγραφέα; Ταυτιζόμαστε με τους χαρακτήρες και τις κοινωνικές συνθήκες ή είμαστε «ανοιχτοί» στην αποδόμηση της τρέχουσας ηθικής και αισθητικής;

Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης

...
Το νόημα των Χριστουγέννων και οι σκοτεινές ρίζες τους: Από τα Σατουρνάλια στη Μαράια Κάρεϊ

Το νόημα των Χριστουγέννων και οι σκοτεινές ρίζες τους: Από τα Σατουρνάλια στη Μαράια Κάρεϊ

Ποιο είναι το νόημα των Χριστουγέννων; Από πού ξεκίνησαν και τι έφτασαν να σημαίνουν για πολλούς ανθρώπους της σημερινής εποχής, μέσα στο καταναλωτικό κλίμα των ημερών; Μια ανορδόδοξη αναδρομή από το «άστρο της Βηθλεέμ» έως τη Βικτωριανή εποχή και τον Ντίκενς, κι από το Χειμερινό Ηλιοστάσιο (σήμερα, ακριβώς) μέχρι τ...

Επιλέγω ένα βιβλίο για δώρο: Το μήνυμα της αγάπης και της σύνδεσης

Επιλέγω ένα βιβλίο για δώρο: Το μήνυμα της αγάπης και της σύνδεσης

Ένα βιβλίο για δώρο: Το μήνυμα της αγάπης και της σύνδεσης αποκτά αυτές τις μέρες βαθύτερο νόημα.

Γράφει η Μαρία Καμπάνταη

Στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, οι επιλογές δώρων που κάνουμε αντικατοπτρί...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024 μέσα από 30+ τίτλους για ενήλικες: λογοτεχνία, θεωρία, σκέψη. Γιατί το κουίρ «δεν έχει να κάνει με ποιον κάνεις σεξ, αλλά με έναν εαυτό που βρίσκεται σε δυσαρμονία με οτιδήποτε υπάρχει γύρω του και πασχίζει να βρει και να εφεύρει έναν χώρο μέσα στον οποίο θα μιλά, θα ζει και θα ευημ...

Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής με τον Κώστα Κατσουλάρη: νέος ανοιξιάτικος κύκλος 2025

Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής με τον Κώστα Κατσουλάρη: νέος ανοιξιάτικος κύκλος 2025

Νέος Κύκλος για το Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής του συγγραφέα Κώστα Β. Κατσουλάρη, με δυνατότητα παρακολούθησης είτε από κοντά είτε μέσω τηλεδιάσκεψης. Ημερομηνία έναρξης, Δευτέρα, 3 Φεβρουαρίου. Δείτε αναλυτικά όρους και προϋποθέσεις. 

...
«ΜΑΜΙ» του Μάριο Μπανούσι – η παράσταση-ύμνος για τις γυναίκες που μας μεγάλωσαν έρχεται στη Στέγη

«ΜΑΜΙ» του Μάριο Μπανούσι – η παράσταση-ύμνος για τις γυναίκες που μας μεγάλωσαν έρχεται στη Στέγη

Το ΜΑΜΙ, του Mario Banushi, μια παράσταση-ύμνος για τις γυναίκες που μας μεγάλωσαν, ανεβαίνει στη Στέγη, από τις 6 Φεβρουαρίου έως τις 22 Μαρτίου 2025. © για την κεντρική εικόνα: Stephie Grape

 Επιμέλεια: Book Press

...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Ο έρωτας στο σινεμά» του Θόδωρου Σούμα (προδημοσίευση)

«Ο έρωτας στο σινεμά» του Θόδωρου Σούμα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Θόδωρου Σούμα «Ο έρωτας στο σινεμά» το οποίο θα κυκλοφορήσει μέχρι το τέλος του μήνα από τις εκδόσεις Αιγόκερως.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Μίκαελ Χάνεκε, «Η Δασκάλα του Πιάνου»

Ο Μ...

«Γερτρούδη» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

«Γερτρούδη» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε [Hermann Hesse] «Γερτρούδη» (μτφρ. Ειρήνη Γεούργα), το οποίο κυκλοφορεί στις 22 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ο Ίμτχορ ήταν χήρος, ζούσε σε ένα από τα παλι...

«Αυτή η κυρία δεν αστειεύεται!» της Γιάρα Μοντέιρο (προδημοσίευση)

«Αυτή η κυρία δεν αστειεύεται!» της Γιάρα Μοντέιρο (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Γιάρα Μοντέιρο [Yara Monteiro] «Αυτή η κυρία δεν αστειεύεται!» (μτφρ. Ζωή Καραμπέκιου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 8 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

22 ...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024 μέσα από 30+ τίτλους για ενήλικες: λογοτεχνία, θεωρία, σκέψη. Γιατί το κουίρ «δεν έχει να κάνει με ποιον κάνεις σεξ, αλλά με έναν εαυτό που βρίσκεται σε δυσαρμονία με οτιδήποτε υπάρχει γύρω του και πασχίζει να βρει και να εφεύρει έναν χώρο μέσα στον οποίο θα μιλά, θα ζει και θα ευημ...

«Η ποίηση ανάμεσά μας»: 60 ποιητικές συλλογές που ξεχωρίζουν

«Η ποίηση ανάμεσά μας»: 60 ποιητικές συλλογές που ξεχωρίζουν

Εξήντα ποιητικές συλλογές, δέκα από τις οποίες είναι ποίηση μεταφρασμένη στα ελληνικά: Μια επιλογή από τις εκδόσεις του 2024.

Επιλογή: Κώστας Αγοραστός, Διονύσης Μαρίνος

...

Ο Κώστας Σημίτης μέσα από τα βιβλία του: Εκσυγχρονιστής, οραματιστής, «διαχειριστής»

Ο Κώστας Σημίτης μέσα από τα βιβλία του: Εκσυγχρονιστής, οραματιστής, «διαχειριστής»

Ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού (1996-2004) και πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη, στις 5 Ιανουρίου 2025 σε ηλικία 88 ετών (1936-2025), μας οδηγεί και στα βιβλία του στα οποία διαφυλάσσεται η πολιτική του παρακαταθήκη αλλά και η προσωπική του διαδρομή. 

Επιμέλεια: Ελένη Κορόβηλα ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΦΑΚΕΛΟΙ