Μια συνοπτική παρουσίαση του πεζογραφικού και δοκιμιακού έργου του Μίλαν Κούντερα [Milan Kundera, 1929-2023].
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
«Ευτυχώς τα σοβιετικά τανκς μπήκαν στην Πράγα», σκέφτηκε ο Τσέχος συγγραφέας στις 21 Αυγούστου 1968. Κι αυτό το έκανε όχι επειδή ήταν πωρωμένος κομμουνιστής, που έβλεπε φιλικά την ΕΣΣΔ και την εισβολή της στην πατρίδα του, αν κρίνουμε και από το γεγονός ότι λίγα χρόνια μετά, το 1975, αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία. Η ανεκδοτολογική αυτή φράση ενέχει ένα «ευτυχώς», καθώς αυτό που ο ίδιος φοβόταν περισσότερο, κλεισμένος στην τουαλέτα του, ήταν μήπως το χτύπημα στην πόρτα προερχόταν από την ερωμένη του, κάτι που θα πρόδιδε τις εξωσυζυγικές του σχέσεις. «Ευτυχώς» δεν ήταν κάτι τέτοιο, αλλά μια πολιτική… εξέλιξη.
Το περιστατικό αυτό, πραγματικό ή ψεύτικο, που το καταγράφει ο ίδιος ο Μίλαν Κούντερα (1929-2023), δείχνει πώς η σκέψη του και η ζωή του μοιραζόταν ανάμεσα στο ερωτικό και το πολιτικό. Γι’ αυτό, τα βιβλία του φέρνουν σε σύγκλιση αυτούς τους δύο πόλους, από το ένα άκρο της ιδιωτικής ως το άλλο άκρο της δημόσιας ζωής, από τη φιλοσοφική διερεύνηση της ύπαρξης έως την ανάλυση της λογοτεχνίας στα δοκίμιά του.
Η μυθιστορηματική του παραγωγή
Στο πιο γνωστό μυθιστόρημά του –είναι φυσικά Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Eίναι, δημοσιευμένο το 1984 [ελληνικές μεταφράσεις: Κ. Δασκαλάκη, Εστία, 1984, και Γ.Η. Χάρης, Εστία, 2016, με ελαφρώς αλλαγμένο τον τίτλο (Η αβάσταχτη ελαφρότητα της Ύπαρξης)]–, η ερωτική ζωή του πρωταγωνιστή, πολυγαμικού και σκεπτόμενου όντος, διασταυρώνεται με την Άνοιξη της Πράγας. Πρόκειται για ένα έργο που μας μυεί στην περιπέτεια της ζωής, με χιούμορ και φιλοσοφικές νότες, με ωμό ρεαλισμό και περιστροφικές κινήσεις της αφήγησης γύρω από το σεξ και τη μοίρα του ατόμου.
Για πολλούς, όμως, το καλύτερο έργο του είναι Το αστείο (1967) [ελλ. μεταφράσεις: Αν. Τσάκαλης, Κάλβος, 1971, και Γ.Η. Χάρης, Εστία, 2002], ένα υπόδειγμα νεωτερικής γραφής, όπου τα πολυστρωματικά επίπεδα της αφήγησης και οι πολλαπλοί αφηγητές συνυφαίνονται με τον πρωταγωνιστή και τους άξονες του έργου. Είναι οι «ερημωμένες αξίες» που χαρακτηρίζουν τη ζωή των ανθρώπων, μια έμμεση και άμεση καταγγελία του σοβιετικού μοντέλου, ένας σαρκασμός που αναδεικνύει και την κουντερική μελαγχολία.
Για πολλούς, πάλι, τα έργα που γράφτηκαν στα τσέχικα, μέχρι το 1993 δηλαδή, είναι ανώτερα από όσα γράφτηκαν αργότερα στα γαλλικά. Οι Γελοίοι έρωτες [Κωμικοί έρωτες, στη μετάφραση του Γ.Η. Χάρη] το 1968, Η ζωή είναι αλλού το 1973, Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης το 1978, Η αθανασία το 1990, σε σχέση με τη Βραδύτητα [μτφρ. Σεραφείμ Βελέντζας] το 1995, την Ταυτότητα το 1997, την Άγνοια το 2000 μέχρι και τη Γιορτή της ασημαντότητας το 2013, αναδεικνύουν έναν στοχαστικό αρχιτέκτονα. Αυτός χτίζει αλυσιδωτούς σπονδύλους, όπου η ιστορία προχωρά κατ’ ελάχιστον, αλλά η σκέψη και ο συλλογισμός εμβαθύνει πολύ περισσότερο, προβάλλει προσωπικές απόψεις που μοιάζουν πειστικές αλήθειες, και εναλλάσσει επεισόδια και ψευτοδοκιμιακά μοτίβα με τα οποία μαγνητίζει τον αναγνώστη. Πρόκειται για χαλαρά μυθιστορήματα, όπου η κύρια αφήγηση διαρθρώνεται και εξαρθρώνεται συνάμα από δοκίμια, σκέψεις, αυτοβιογραφικά επεισόδια κ.λπ.
Οι απόψεις του περί λογοτεχνίας
Αυτές φαίνονται όχι μόνο στην έμπρακτη εφαρμογή τους μέσα στο λογοτεχνικό του έργο, αλλά και στα εξίσου σημαντικά δοκίμιά του, συγκεντρωμένα σε τέσσερις τόμους: το εμβληματικό Η τέχνη του μυθιστορήματος το 1986 [ελλ. μεταφράσεις: Φ.Δ. Δρακονταειδής, Εστία, 1988, και Γ.Η. Χάρης, Εστία, 2008], Οι προδομένες διαθήκες το 1993 [ελλ. μετάφραση: Γ.Η. Χάρης, Εστία, 1996], Ο πέπλος το 2005 [ελλ. μετάφραση: Γ.Η. Χάρης, Εστία, 2005] και Συνάντηση το 2009 [ελλ. μετάφραση: Γ.Η. Χάρης, Εστία, 2010].
Το εκπληκτικό που κάνει ο Μίλαν Κούντερα είναι ότι ως λογοτέχνης διαβάζει την ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, βλέπει τη σκυταλοδρομία (με πολλές σκυτάλες) την οποία δρομολογούν οι συγγραφείς και παρακολουθεί τις εξελίξεις και τις τομές. Με οξύ μάτι, αντιλαμβάνεται τι έφερε κάθε πεζογράφος και πόσο προχώρησε την ανθρώπινη σκέψη και γραφή.
Ξεκινώντας από τους πατριάρχες του μυθιστορήματος, τον Ραμπελαί (16ος αι.) και τον Μιγέλ ντε Θερβάντες (Δον Κιχώτης, 1605–1615) εκλαμβάνει το είδος ως τον απόηχο του γέλιου του Θεού και ως κάθοδο από το επικό στο καθημερινό. Αυτή η είσοδος του χιούμορ, που ανατρέπει βεβαιότητες και σοβαροφανή δεδομένα, κάτι που το είχε εντοπίσει πρώτος ο Μιχαήλ Μπαχτίν (τον οποίο ο Κούντερα είχε υπόψη του), διατρέχει όλη τη μυθιστορηματική παράδοση, από τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι έως τον Ανατόλ Φρανς και μετέπειτα. Βέβαια τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, μαζί με τον άλλο Ρώσο ογκόλιθο, τον Λέον Τολστόι, τους επικαλείται συχνά ο Τσεχογάλλος συγγραφέας, καθώς ανακαλύπτει σ’ αυτούς το διανοητικό σύμπαν με το οποίο επενδύουν κάθε χαρακτήρα, ενώ ο εσωτερικός μονόλογος στην Άννα Καρένινα (1878) έρχεται να ρίξει φως στην ανθρώπινη συνείδηση, και μάλιστα ως πρόδρομος του Τζέιμς Τζόυς.
Επιστροφή στους πρώτους διδάξαντες
Επιστρέφοντας στους πρώτους διδάξαντες, ο Μίλαν Κούντερα στέκεται στον Λώρενς Στερν, ο οποίος με τον Τρίστραμ Σάντυ (1759-1767) αποκαθηλώνει το «στόρι», την αιτιώδη δηλαδή σχέση μεταξύ των μερών ενός μυθιστορήματος, και στον Χένρυ Φήλντινγκ, που εξετάζει την ανθρώπινη φύση, μακριά από τα εξωτερικά δεδομένα. Η πάσα από τον Άγγλο πεζογράφο του 18ου αιώνα περνάει στον Γάλλο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ο οποίος στρέφεται εμφαντικά στις αβύσσους της ανθρωπινης ψυχής και τις παρουσιάζει θεατρικά μπροστά στους αναγνώστες του, όπως και στον ομοεθνή του Γκυστάβ Φλωμπέρ, που μέσα στον αιώνα του θετικισμού και της λογικής ανακαλύπτει την ανθρώπινη βλακεία, αποθεατρικοποιεί (απομπαλζακοποιεί) το μυθιστόρημα με την κάθοδο στο απλό και καθημερινό και στρέφεται αντιλυρικά στο οικείο. Ο Μίλαν Κούντερα ως μελετητής της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αλλά και ως κάτοικος Γαλλίας, στοχάζεται συνεχώς, όπως είδαμε, πάνω στη γαλλική λογοτεχνία, ειδικά του 19ου αιώνα, αλλά και του 20ού με συχνές αναφορές στον Μαρσέλ Προυστ και τα κάτοπτρα που αυτός ορθώνει, ώστε ο αναγνώστης να δει τη δική του ζωή.
Πολύ περισσότερο, όμως, διερευνά αυτό που ονομάζει «Κεντρική Ευρώπη», το μεσοδιάστημα ανάμεσα στη Γερμανία και τη Ρωσία, την πολιτισμική επικράτεια της Τσεχοσλοβακίας και της Πολωνίας αλλά και των γερμανόφωνων συγγραφέων της πατρίδας του και της Αυστρίας. Από τον πολύ Φραντς Κάφκα, ο οποίος προβάλλει τον παραλογισμό της Ιστορίας, το γραφειοκρατούμενο σύμπαν που μας κατακλύζει, τη μορφή του κόσμου ως λαβυρίνθου, την αντεστραμμένη δικαιοσύνη, το ολοκληρωτικό κράτος και την ανελευθερία. Μέχρι τον Χέρμαν Μπροχ, ο οποίος με τους Υπνοβάτες του (1932) αναδεικνύει τις δυνατότητες του ανθρώπου στη διαδικασία υποβάθμισης των παλιών αξιών, αλλά και τον Ρόμπερτ Μούζιλ, ο οποίος γράφει μια αντιφιλοσοφική μυθοπλασία έξω από τις προκατασκευασμένες αξίες της ζωής. Στο ίδιο πολιτισμικό κλίμα ο Τσέχος Γιάροσλαβ Χάσεκ καταθέτει το τελευταίο λαϊκό μυθιστόρημα, τον Καλό στρατιώτη Σβέικ (1921), και τον Πολωνό Βίτολντ Γκομπρόβιτς, ο οποίος στο Φερντυτούρκε (1937) παρουσιάζει την ταυτότητα του ατόμου απέναντι στις θεάσεις των άλλων για το πρόσωπό του.
Κλείνω την περιδιάβαση στον πολυαστερικό κουντερικό γαλαξία των μεγάλων συγγραφέων με την αναφορά στον Αμερικανό Γουίλιαμ Φώκνερ, που με την πολυφωνία των αφηγητών συνέλαβε καλειδοσκοπικά τον κόσμο, τον ομοεθνή του Φίλιπ Ροθ, που εγκαθίδρυσε τη σεξουαλικότητα στο κέντρο της μυθοπλαστικής του σκέψης, και τον Κολομβιανό Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που ξεσάλωσε με την ελευθερία της φαντασίας του.
Στα δοκίμιά του, λοιπόν, ο Μίλαν Κούντερα, μελετώντας την ιστορία της σπουδαίας πεζογραφίας των τεσσάρων τελευταίων αιώνων, αλλά και εξηγώντας τα δικά του έργα, προβάλλει τα βασικά του credo για το μυθιστόρημα. Μιλάει για την τέχνη της σχετικότητας, που αντιστέκεται στη μοναδική, δογματική, αλήθεια των ολοκληρωτισμών, και τονίζει την αξία της ατομικότητας, αφού το έργο σκύβει πάνω από το αίνιγμα του εγώ και σκάβει στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου. Η πραγματικότητα δεν αποδίδεται με αναλυτικές περιγραφές, αλλά με υπαρξιακές αναζητήσεις – στο πρότυπο του Ζ.Π. Σαρτρ, ο άνθρωπος είναι μια ή πολλές δυνατότητες και γίνεται εντέλει αυτό που κάνει.
Η πραγματικότητα δεν αποδίδεται με αναλυτικές περιγραφές, αλλά με υπαρξιακές αναζητήσεις – στο πρότυπο του Ζ.Π. Σαρτρ, ο άνθρωπος είναι μια ή πολλές δυνατότητες και γίνεται εντέλει αυτό που κάνει.
Το μυθιστόρημα συζευγνύει το όνειρο με την πραγματικότητα και σ’ αυτό το σημείο ο Τσεχογάλλος στοχαστής συλλαμβάνει και υποστηρίζει βαθιά τη σημασία του γέλιου ως άξονα ανατροπών και πολυμέρειας πάνω στο σώμα της πραγματικότητας. Στην ουσία, συγκρατεί τον «κόσμο του βιώματος» κάτω από τον φωτισμό του και μας προστατεύει από τη «λήθη του είναι». Γράφει χαρακτηριστικά ότι στο μυθιστόρημα η λήθη εξαλείφει (το περιττό;), καθώς οι λεπτομέρειες προσπερνιούνται από τον αναγνώστη, ενώ η μνήμη μεταμορφώνει (το παραδεδομένο).
Τελικά, ο κόσμος, όπως σωστά τον παρουσιάζει η λογοτεχνία, είναι πιο πολύπλοκος απ’ ό,τι φαίνεται, και μέσα σε κάθε σπουδαίο μυθιστόρημα συγχωνεύεται η πείρα όλων των προηγούμενων έργων. Αρκεί να υπάρχει η κατάλληλη ελλειπτικότητα, η ευσύνοπτη ματιά και η περιεκτικότητα, η απαιτούμενη πολυφωνία, ο ρυθμός, η αρμονία, η σωστή αναλογία των μερών, αφού η ζωή, για να παρουσιαστεί σε σκηνές, χρειάζεται πυκνότητα!
Τελικά, ο κόσμος, όπως σωστά τον παρουσιάζει η λογοτεχνία, είναι πιο πολύπλοκος απ’ ό,τι φαίνεται, και μέσα σε κάθε σπουδαίο μυθιστόρημα συγχωνεύεται η πείρα όλων των προηγούμενων έργων.
Ο Μίλαν Κούντερα, παιδί του διαφωτισμού, της νεωτερικότητας και του υπαρξισμού, άφησε σπουδαία έργα που σμίλεψαν την αφήγηση με τη δοκιμιακή γραφίδα και διέσπασαν την κλασική γραφή με ένθετα, παρέμβλητα, είδη λόγου και με την αρμονία της μουσικής. Ξεκινώντας από το ατομικό, τον έρωτα και τα λάθη του, τη μοίρα κάθε ανθρώπου και τις σχέσεις του με τους άλλους, διεμβολίζει το πολιτικό, καθώς το εγώ υπάρχει ως σημείο συνάντησης των συντεταγμένων του κόσμου. Αντιτάσσεται στη μονοφωνική επιβολή του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού, αναδεικνύει μια προσωπική –ενίοτε μελαγχολική– ματιά απέναντι στους μύλους της ιστορίας και χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία της καθημερινότητας ως αντίβαρο στα ανυπέρβλητα εμπόδια της ζωής.
Ο Μίλαν Κούντερα σίγουρα διαβάστηκε από τη γενιά μας και πίσω, αποθεώθηκε δικαίως τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και άφησε παρακαταθήκη έναν νέο τρόπο κοιτάγματος του μυθιστορήματος και του κόσμου του. Sic itur ad astra!
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).