«Είμαστε συλλογές διηγημάτων, όχι μυθιστορήματα» υποστηρίζει ο Τζον Γκρέι, δίνοντας έμφαση στις λεπτομέρειες που εμπεριέχουν το όλον. Κεντρική εικόνα: James Joyce, John Gray, Vladimir Nabokov.
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Οι άνθρωποι λατρεύουν τα σύνολα, τις ολοκληρωμένες σχέσεις και ζωές, τις οριστικές διατυπώσεις, το ευγενές τρίπτυχο αρχή-μέση-τέλος. Εν ολίγοις, εκείνο που αρχίζει, προχωρά και τελειώνει, καταπώς ισχύει στη ζωή με τη γέννηση, το μεσοδιάστημα και τον θάνατο. Οι άνθρωποι προσδοκούν αυτόν τον κύκλο, τον έχουν μυθοποιήσει και υποσυνείδητα επιζητούν να τον βλέπουν παντού και σε όλα τα δημιουργήματά τους ως το βέλτιστο και το ευκταίο, σαν παρηγοριά της θνητότητάς τους. Η συνέπεια είναι πως σπάνια αποδέχονται το αποσπασματικό, το διακεκομμένο, το θραυσματικό, αφού υπενθυμίζει το αναπόφευκτο - όχι όμως ως ολοκλήρωση ενός κύκλου αλλά ως διακοπή, η οποία μπορεί να προκύψει ανά πάσα στιγμή, διαρρηγνύοντας οριστικά την ψευδαίσθηση της συνέχειας.
Ως εκ τούτου, η πλειονότητα επιθυμεί και η τέχνη, η κατεξοχήν ανθρώπινη δημιουργία, να αντικατοπτρίζει αυτή τη βαθιά ανάγκη της συνέχειας, της ολοκλήρωσης, με αρχή-μέση-τέλος αφενός, και αφετέρου της συμπερίληψης των πάντων υπό μία ενιαία αρχή που στο τέλος ολοκληρώνει, κλείνει αρμονικά εκείνο που ξεκίνησε. Και θα μπορούσε ίσως να γίνει έτσι, αν στη διαδικασία δεν παρεμβαλλόταν ο καλλιτέχνης, ο σπόρος του κακού. Αυτό το διασπαστικό ον δεν φαίνεται να πειθαρχεί εύκολα στις προτιμήσεις και τις πεποιθήσεις του περί δικαίου αισθήματος των πολλών. Διχασμένος ανάμεσα στο πνεύμα των καιρών, την ανάγκη επιβίωσης και την υπερχειλίζουσα ματαιοδοξία του που επιζητά την αθανασία, και από την άλλη πλευρά την υποταγή στο καλλιτεχνικό του όραμα που τον σπρώχνει συνεχώς στη σκοτεινή πλευρά της ύπαρξης, επιλέγει συχνά τον πρώτο δρόμο. Είναι όμως φορές που λοξοδρομεί και αφήνεται στις μύχιες ενορμήσεις του. Και τότε fiat lux – υψηλή τέχνη, θάμβος και ταυτόχρονα σκότος. Αλλά με τίμημα τη διάρρηξη των σχέσεων με το συλλογικό ανθρώπινο όνειρο της ολοκλήρωσης, της συνέχειας, της παρηγοριάς που αυτή προσφέρει στο πλήθος.
Ο καλλιτέχνης δεν θα περιγράψει επομένως απλά το προφανές της πορείας προς τον θάνατο που είναι η κοινή ανθρώπινη μοίρα.
Ο Ναμπόκοφ, σε μία από τις ευφυείς στιγμές του, περιέγραψε την τέχνη ως εξής: Είναι, έλεγε, σαν εκείνο το καρτούν όπου, ενώ ο ήρωας πέφτει από τον ουρανοξύστη στο κενό, παρατηρεί κατά τη διάρκεια ένα ορθογραφικό λάθος σε μια ταμπέλα την οποία προσπερνά με ταχύτητα. Αυτή η εμμονή στη λεπτομέρεια είναι η ουσία της τέχνης. Το μεγαλείο και η τραγωδία της. Ο καλλιτέχνης δεν θα περιγράψει επομένως απλά το προφανές της πορείας προς τον θάνατο που είναι η κοινή ανθρώπινη μοίρα. Ο δημιουργός (και ο καρτουνίστας που το σκέφτηκε αυτό είναι δημιουργός) θα αφήσει, πιθανώς, στην άκρη το προφανές, την πτώση, και θα στρέψει την προσοχή του κοινού στο έλασσον, σ’ εκείνο που θεωρητικά δεν έχει καμία σημασία μπροστά στο μείζον γεγονός του επερχόμενου θανάτου. Μα, για σκέψου λίγο, σαν να λέει στον θεατή, έτσι δεν είναι και η ζωή μας; Αυτό το μεσοδιάστημα μεταξύ άλματος και πρόσκρουσης, οι ενδιάμεσες στιγμές, οι μικρές λεπτομέρειες που παρεμβάλλονται. Άρα εκείνα είναι τα πιο σημαντικά, τα πιο αξιομνημόνευτα πριν το σκοτάδι μας καταπιεί.
Και τότε, αν είναι άξιος της τέχνης του, θα κάνει το εξής: θα σπάσει τον κύκλο της ολοκληρωμένης εικόνας. Θα διακόψει τον ειρμό της ευταξίας, θα βάλει δυναμίτη στο ψευδεπίγραφο αρχή-μέση-τέλος, κοινώς θα αρνηθεί να αναπαραστήσει εκείνο που θεωρείται προφανές και καθημερινό. Ο αρνητής της καθημερινότητας και της κανονικότητας θα στρέψει τον φακό του στη λεπτομέρεια, στο ορθογραφικό λάθος της πινακίδας κι από εκεί θα ξεκινήσει την ιστορία του. Ο δημιουργός θα μιλήσει με οικείες σε εκείνον εικόνες, θα ξεπαστρέψει το ρεαλιστικό πλαίσιο που επαναλαμβάνεται αέναα, αυτόν τον κύκλο που ταιριάζει στη φύση, αλλά όχι στην τέχνη. Η προσπάθειά του είναι τιτάνια και σπάνια επιτυχής, αφού το να περιγράψει τη στιγμή που έχει περάσει αμέσως μόλις την παρατηρήσει, σημαίνει να παγώσει τον χρόνο και εκεί να παγιδεύσει το κάλλος – με μια λήψη, με μια πινελιά, με μια σελίδα. Όταν όλα κυλούν γύρω του –άνθρωποι, έρωτες, θάνατοι– ο καλλιτέχνης βρίσκεται σε στάση ή ταξιδεύει με τη χρονομηχανή του. Ταυτόχρονα εκεί και κάπου αλλού. Για τον δημιουργό δεν υφίσταται ένα ετεροπροσδιορισμένο σύνολο, υπάρχουν στιγμές, ψηφίδες και όχι το παζλ που εμείς αποκαλούμε ζωή.
Όταν εμείς ζούμε με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, ταυτόχρονα αναπολώντας ένα κατασκευασμένο από πλαστές αναμνήσεις παρελθόν, ο δημιουργός ανατέμνει την ημέρα, την ώρα, το λεπτό.
Όταν εμείς ζούμε με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, ταυτόχρονα αναπολώντας ένα κατασκευασμένο από πλαστές αναμνήσεις παρελθόν, ο δημιουργός ανατέμνει την ημέρα, την ώρα, το λεπτό. Εκεί που εμείς θεώμεθα τις λαμπρές ή μελανές στιγμές της προσωπικής μας ιστορίας ή ως έθνη και μέλη της παγκόσμιας κοινότητας τις αντίστοιχες πλευρές της συλλογικής μας παρουσίας, ο δημιουργός απέχει από τις φεστιβαλικές εκδηλώσεις. Θα επιλέξει να περιγράψει κάτι που για τους περισσότερους παραμένει ασήμαντο και ίσως για παραπάνω από μια γενιά συγκαιρινών του ανθρώπων. Πώς γίνεται όμως και η ψηφίδα του επιτυγχάνει να εμπεριέχει ταυτόχρονα το όλο χωρίς να είναι αυτό, και πώς γίνεται να εκπροσωπεί εκείνη την εποχή αλλά και την ανθρώπινη κατάσταση περισσότερο από όλα τα άλλο που υποτίθεται ότι περιγράφουν και αναπαριστούν την τρέχουσα πραγματικότητα; Πώς, τελικά, η στιγμή μπορεί να γίνει το άπαν;
Κάποιοι θα πουν ότι το απόσταγμα είναι τελικά η ουσία, αφού αφαιρεί το περιττό και κρατάει το ουσιαστικό, αποδίδοντάς του κλασική αξία που με τη σειρά της διαπερνά τους αιώνες. Μια άλλη άποψη είναι ότι στη λεπτομέρεια εμπεριέχεται το όλον, κάτι σαν τις χιονονιφάδες που η καθεμιά είναι μοναδική, αν και στο δικό μας μάτι όλες είναι ίδιες. Κατά μία έννοια, το θραύσμα ζωής είναι ζωή, αποκομμένη και κερματισμένη. Ο μικρός Θεός, ο δημιουργός, απομονώνει το ταπεινό και του αποδίδει διαστάσεις μεγαλείου, οπότε μια κίνηση στην τέχνη λαμβάνει αίφνης διαστάσεις τραγικές, ένα μικρό αντικείμενο μετατρέπεται σε σύμβολο και ένα τυχαίο γεγονός αποτελεί έναυσμα τραγικών συγκρούσεων που οδηγούν σε μύθο. Κλασικότερο όλων παράδειγμα είναι αυτό που έκανε ο Τζόυς στον Οδυσσέα, όπου περιέγραψε σε έναν πολυσέλιδο τόμο το 24ωρο ενός ανθρώπου σε μια πόλη. Κι αν κάποιος αναρωτηθεί πώς μπορεί να γίνει αυτό, η απάντηση είναι όσα έγραψα πριν. Ο Τζόυς επέλεξε να τοποθετήσει στον φακό του το ασήμαντο και να το μετατρέψει σε αισθητικό γεγονός. Πώς; Με το να το περιτυλίξει με αλλεπάλληλα στρώματα αφηγηματικού ύφους. Αυτόματα το μιαρό, το ακατάλληλο, το χυδαίο μα και το παντελώς ασήμαντο ανελήφθη στους λογοτεχνικούς ουρανούς και απέκτησε ίδια και διόλου μικρότερη αξία από το υψηλό, το φιλοσοφικό, το ιστορικό.
Ο Τζόυς επέλεξε να τοποθετήσει στον φακό του το ασήμαντο και να το μετατρέψει σε αισθητικό γεγονός. Πώς; Με το να το περιτυλίξει με αλλεπάλληλα στρώματα αφηγηματικού ύφους.
Για να το θέσω πιο γενικευτικά, θα θυμίσω αυτό που έχει πει ο John Gray στα Αχυρένια σκυλιά (βιβλίο στο οποίο επιστρέφω συνεχώς): Είμαστε συλλογές διηγημάτων, όχι μυθιστορήματα. Μπορεί να έχουμε μια εικόνα για τον εαυτό μας που να παραπέμπει σε αυτό που έγραψα στην εισαγωγή περί αρχής-μέσης-τέλους, να περιγράφουμε τον εαυτό μας ως μια αδιάσπαστη ενότητα, άμεσα αναγνωρίσιμη μέσω αναμνήσεων, αλλά αυτό είναι δυστυχώς αναληθές. Και ίσως αυτή η επίγνωση είναι που μας σπρώχνει να αναζητούμε διαρκώς την ολοκλήρωση, τη ενότητα στις δημιουργίες μας – μια αέναη προσπάθεια να αποδιώξουμε το επιμέρους που δεν παρηγορεί, δεν καλύπτει με τα ξέφτια του άπαντα τα υπάρχοντα. Κι όταν επομένως ο καλλιτέχνης έρχεται και στήνει μπροστά μας τον καθρέφτη του, αυτό που αντικρίζουμε εκεί δεν είναι ο αθάνατος και μοναδικός εαυτός μας, η εικόνα του θείου ή έστω του αγγελικού που όμως τραγικά εξέπεσε της χάριτος, αλλά ραγίσματα, χαραγματιές, και το ον που καθρεφτίζεται εκεί είναι δύσμορφο, παράταιρο, σχεδόν τερατόμορφο. Και ο δημιουργός εκεί θα εστιάσει, αυτό θα περιγράψει: τα μικρά κομμάτια, τα σπασμένα γυαλάκια που κείτονται νεκρά στο πάτωμα. Και όμως, σε ανύποπτη στιγμή θα σηκώσει τον φακό του από το πάτωμα ξανά πίσω στο στρεβλό σώμα και θα ρίξει το φως της τέχνης του εκεί που κάποτε φύτρωναν φτερά.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.