Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία: Μια ψύχραιμη καταγραφή της νεότερης ιστορίας των λογοτεχνικών βραβείων καθώς και επτά σαφείς και άμεσα εφαρμόσιμες προτάσεις.
Γράφει ο Διογένης Σακκάς
Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ( ή «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ νόμος»)
Το 2010 επί υπουργίας Παύλου Γερουλάνου ψηφίστηκε ο νόμος 3905 με σκοπό, μεταξύ άλλων, την αναμόρφωση των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων. Έχει ήδη παρέλθει μια δεκαετία από την εφαρμογή του νόμου, οπότε σκόπιμος είναι ένας μικρός απολογισμός. Πριν από την εκπνοή δε του 2022 ανακοινώθηκαν οι βραχείες λίστες για τις εκδόσεις του 2021, και στην περίπτωση της ποίησης ξεσηκώθηκαν αντιδράσεις για αποκλεισμούς και αδικαιολόγητες αποφάσεις. Aξιοπερίεργο δε είναι το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν έχουν ανακοινωθεί τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία, γεννώντας απορίες για το πώς εκλαμβάνει το θεσμό η ίδια η ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού. Άραγε αδιαφορεί η πολιτική ηγεσία για έναν από τους λίγους εναπομείναντες θεσμούς για την ανάδειξη της λογοτεχνίας; Ή μήπως η βραδυπορία εκφράζει δυσπιστία για την κρίση της επιτροπής και την επάρκεια του σκεπτικού βράβευσης; Είναι εντέλει δυσεύρετα τα άξια λογοτεχνικά έργα, είναι προβληματικός ο θεσμός και χρειάζεται μια ακόμα αναμόρφωση, ή μήπως τα πρόσωπα που τον υπηρέτησαν και τον υπηρετούν ήταν και είναι κατώτερα των περιστάσεων; Πρόσωπα που βρίσκονται σε όλο το εύρος του θεσμού: πολιτική ηγεσία, προϊστάμενοι της σχετικής διεύθυνσης και υπάλληλοι, μέλη της επιτροπής (πανεπιστημιακοί, κριτικοί, δημοσιογράφοι, συγγραφείς).
Ξεκινώντας από τον ίδιο τον νόμο, διαβάζουμε στο άρθρο 40, παράγραφο 16: «Οι επιτροπές διατυπώνουν τις αποφάσεις τους σε ιδιαίτερα Πρακτικά. Μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μηνός Οκτωβρίου κάθε έτους δίνονται στη δημοσιότητα και αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού οι βραχείες λίστες στις οποίες κατέληξαν οι επιτροπές, καθώς και αιτιολογημένη έκθεση, στην οποία εξετάζονται οι τάσεις της λογοτεχνικής παραγωγής, αποτιμάται η στάθμη των λογοτεχνικών έργων της υπό κρίση περιόδου και στην οποία αναφέρεται η αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής συνολικά και κάθε μέλους της ξεχωριστά». Το κρίσιμο σημείο στην πιο πάνω διατύπωση είναι ακριβώς η πρόβλεψη για δημοσιοποίηση σκεπτικού, άρα για μια λογοδοσία, τόσο συνολικά όσο και από κάθε μέλος της επιτροπής ξεχωριστά.
Στο σκεπτικό βράβευσης δεν γίνεται αναφορά μόνο στο τελικώς βραβευθέν έργο, αλλά και σε όσα ξεχώρισαν δια της συμμετοχής τους στη βραχεία λίστα, ενώ παράλληλα αποτυπώνονται και οι τάσεις της λογοτεχνικής δημιουργίας.
Σύμφωνα δε με τη διατύπωση του νόμου, στο σκεπτικό βράβευσης δεν γίνεται αναφορά μόνο στο τελικώς βραβευθέν έργο, αλλά και σε όσα ξεχώρισαν δια της συμμετοχής τους στη βραχεία λίστα, ενώ παράλληλα αποτυπώνονται και οι τάσεις της λογοτεχνικής δημιουργίας. Η δε θεσμοθέτηση της δημοσιοποίησης σκεπτικού βράβευσης είναι και το χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τα κρατικά βραβεία από τα υπόλοιπα, προερχόμενα ως επί το πλείστον από τον κύκλο λογοτεχνικών περιοδικών.
Μια πρώτη παρατήρηση στο νομοθετικό πλαίσιο αφορά τη συγκεκριμένη χρονική επισήμανση: «μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μηνός Οκτωβρίου κάθε έτους». Αλήθεια, αυτή η χρονική προθεσμία έχει τηρηθεί ποτέ; Κρίνοντας από την ημερομηνία ανακοίνωσης των βραβείων, μάλλον όχι. Άραγε, η πολιτική ηγεσία μπορεί να διοικήσει την αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου (τόσο από πλευράς στελέχωσης, όσο και διαδικασιών) ώστε να λειτουργεί εύρυθμα, σύμφωνα με την απαίτηση του νόμου;
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΚΕΠΤΙΚΩΝ
Το τελευταίο ερώτημα πλανάται περνώντας στα σκεπτικά βράβευσης, που αποτελούν ένα ξεχωριστό κι ευπρόσδεκτο κεφάλαιο στο νομοθετικό πλαίσιο. Απογοήτευση πρώτη: η ανεύρεσή τους από τις επιλογές (το μενού) στο διαδικτυακό τόπο του υπουργείου Πολιτισμού (www.culture.gov.gr) είναι δυσχερής, αν όχι αδύνατη. Κρίμα, γιατί η δημόσια και απρόσκοπτη διάθεση των σκεπτικών βράβευσης στο διηνεκές ενισχύει τη λογοδοσία εκ μέρους της επιτροπής, σεβόμενη το πνεύμα του σχετικού νόμου, και επιπλέον προάγει τον κριτικό λόγο με αφορμή τον κορυφαίο ίσως θεσμό, στον οποίο τούτος ο λόγος εκδηλώνεται και διαμορφώνει κάποιας μορφής κανόνα για το τι αξίζει και τι όχι στη σύγχρονη λογοτεχνία μας. Αντί των σκεπτικών βράβευσης, από τον διαδικτυακό τόπο του υπουργείου οδηγούμαστε για κάθε έτος σε αρχεία που αναφέρουν ποια έργα έλαβαν τα βραβεία και ποια συμπεριλήφθηκαν στη βραχεία λίστα κάθε κατηγορίας, με μια παράγραφο για τα βραβευθέντα έργα και φωτογραφία των συγγραφέων τους (π.χ. για το έτος 2018 οδηγούμαστε σε αυτό το αρχείο). Τούτα τα αρχεία όμως αποτελούν κυρίως υλικό προώθησης και όχι τα σκεπτικά των επιτροπών βράβευσης.
Ό,τι δεν μπορεί να προσφέρει η διάρθρωση των ιστοσελίδων του υπουργείου Πολιτισμού, στην αντίστοιχη ενότητα του σύγχρονου πολιτισμού, το προσφέρει η μηχανή αναζήτησης Google για το αντίστοιχο λήμμα. Για παράδειγμα, αναζητώντας «σκεπτικό κρατικό λογοτεχνικών βραβείων 2018», οδηγούμαστε σε κάποιο σημείο του διαδικτυακού τόπου του υπ. Πολιτισμού, και μπορεί κάποιος να βρει το αντίστοιχο σκεπτικό των βραβείων του 2018 (που αφορούν τις εκδόσεις του προηγούμενου έτους 2017). Αδυνατώ να καταλάβω γιατί ιστοσελίδες από τον διαδικτυακό τόπο του υπουργείου δεν είναι προσβάσιμες μέσω της διάρθρωσης αυτού. Ποιος ξέρει, ίσως τα σκεπτικά να ξέμειναν σε κάποια διεύθυνση από παλαιότερη δομή, προτού εξαφανιστούν εντελώς.
Ας περάσουμε λοιπόν σε όσα σκεπτικά ανευρέθησαν στον διαδικτυακό τόπο του υπουργείου Πολιτισμού δια της πλαγίας οδού της google [π.χ. Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2016 (για τις εκδόσεις του 2015) συνοπτικό σκεπτικό για τους βραβευθέντες, ενώ σε άλλη διεύθυνση βρίσκουμε για την ίδια χρονιά 2016 (για τις εκδόσεις του 2015) αναλυτικό σκεπτικό του προέδρου της επιτροπής καθώς και του κάθε μέλους ξεχωριστά, Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2019 (για τις εκδόσεις 2018), Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2020 (για τις εκδόσεις 2019), Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2021 (για τις εκδόσεις 2020)], γυρεύοντας απάντηση σε δύο ερωτήματα:
Πρώτον, είναι επαρκές το επίπεδο του κριτικού λόγου στα σκεπτικά κατά την αποτύπωση τάσεων και αισθητικών κριτηρίων για την ποιητική δημιουργία;
Δεύτερον, τα τελικώς βραβευθέντα έργα αντιστοιχίζονται με το ευρύτερο σκεπτικό της βράβευσης;
Ανευρέθηκαν τα σκεπτικά για το εκδοτικό έτος 2014 και μετά, ενώ η τύχη δεν εστάθη ευμενής για τα προηγούμενα έτη από την ψήφιση του νόμου. Παρατήρηση πρώτη: κείμενα κατεβασμένα από ιστοσελίδα Υπουργείου με κάποια βαρύτητα, ας μην είναι απλά αρχεία word χωρίς να φέρουν κάποιο λογότυπο. Η μόνη χρονιά κατά την οποία το σκεπτικό θυμίζει έγγραφο που διακινήθηκε σε υπουργείο, είναι για το εκδοτικό έτος 2016. Παρατήρηση δεύτερη: τα μόνα σκεπτικά στα οπoία κάθε μέλος διατυπώνει ξεχωριστά την κρίση του, και είναι ορατά σε μια διαδικτυακή αναζήτηση είναι για τα εκδοτικά έτη 2015 και 2016. Για τα υπόλοιπα έτη υπάρχει καθώς φαίνεται ένα συλλογικό κείμενο.
Μέχρι στιγμής έχει διαφανεί η ολιγωρία του υπουργείου Πολιτισμού να υποστηρίξει το θεσμό των λογοτεχνικών βραβείων. Το ερώτημα πλέον είναι αν και η εκάστοτε επιτροπή βράβευσης δια των ενεργειών της ενισχύει ή όχι το κύρος του θεσμού.
Όσον αφορά τις βραχείες λίστες ας μην ξεχνάμε ότι στα βραβεία του 2015 και του 2016 (για εκδόσεις των ετών 2014, 2015), στη βραχεία λίστα της ποίησης συμπεριλήφθηκαν πέντε ποιητικά βιβλία και μάλιστα επί προεδρίας κριτικού που φέτος ένωσε τη φωνή του στη δημόσια κριτική διαμαρτυρόμενος για αποκλεισμούς αφού στη βραχεία λίστα ήταν μόνο τέσσερα (!) ποιητικά βιβλία. Εύλογα διερωτάται κανείς: τόσος σαματάς για τη διαφορά ανάμεσα στο τέσσερα και το πέντε;
Μέχρι στιγμής έχει διαφανεί η ολιγωρία του υπουργείου Πολιτισμού να υποστηρίξει το θεσμό των λογοτεχνικών βραβείων. Το ερώτημα πλέον είναι αν και η εκάστοτε επιτροπή βράβευσης δια των ενεργειών της ενισχύει ή όχι το κύρος του θεσμού.
Ο ΠΗΧΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΚΕΠΤΙΚΑ ΒΡΑΒΕΥΣΗΣ
Η επιτροπή βράβευσης είναι εννεαμελής, διετούς διάρκειας, και αποτελείται από πανεπιστημιακούς, κριτικούς, συγγραφείς και δημοσιογράφους. Το έργο της που «βγαίνει» προς τα έξω είναι εν πολλοίς η διατύπωση του σκεπτικού και η τελική επιλογή τόσο της βραχείας λίστας όσο και του βραβευθέντος έργου. Το δε σκεπτικό βράβευσης θα έπρεπε να είναι το απαύγασμα της εν Ελλάδι συγχρονικής κριτικής. Οπότε διερωτώμενος κάποιος, «ποιο κείμενο αντιπροσωπεύει το επίπεδο της συγχρονικής κριτικής στην Ελλάδα;» η απάντηση θα έπρεπε αβίαστα να είναι «το σκεπτικό των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων». Ας μην ξεχνάμε δε ότι η πανελλαδικώς εξεταζόμενη μαθητιώσα νεολαία, έχει στην ύλη της για τη Νεοελληνική Γλώσσα ξεχωριστό κεφάλαιο (θεματικό κύκλο, όπως ονομάζεται) για την τέχνη και την κριτική. Οπότε ένας μαθητής, αλλά και οι καθηγητές του, θα μπορούσαν να έχουν ως σημείο αναφοράς ή ως υπόδειγμα του τι είναι λογοτεχνική κριτική, το εν λόγω δημοσιοποιημένο σκεπτικό βράβευσης, που επιπλέον θα τους επέτρεπε να εντρυφήσουν περαιτέρω στο πνεύμα της εποχής τους.
Διερωτώμενος κάποιος, «ποιο κείμενο αντιπροσωπεύει το επίπεδο της συγχρονικής κριτικής στην Ελλάδα;» η απάντηση θα έπρεπε αβίαστα να είναι «το σκεπτικό των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων».
Ξεκινώντας κάποιος, όπως ο γράφων, να κρίνει τα πεπραγμένα των επιτροπών, έχει δύο σημαντικές δυσχέρειες: πρώτον, δεν γνωρίζει αν αυτά που είναι ορατά στο διαδίκτυο, είναι όλα όσα έχει παραδώσει η εκάστοτε επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη δυσλειτουργία του διαδικτυακού τόπου του υπουργείου Πολιτισμού. Δεύτερον, δεν γνωρίζει ποιες είναι οι αμοιβές των μελών της επιτροπής. Οπότε, μπορεί να διατύπωσα προηγουμένως την άποψη ότι το σκεπτικό θα όφειλε να είναι, ως συλλογικό κείμενο, το απαύγασμα της εν Ελλάδι συγχρονικής κριτικής, αλλά μήπως οι αμοιβές που δίνονται στα μέλη των επιτροπών είναι δυσανάλογες του απαιτούμενου χρόνου και γνώσεων για κάτι τέτοιο; Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθω προς το τέλος του κειμένου αυτού με συγκεκριμένη πρόταση προς συζήτηση.
Ας με συγχωρήσουν όσες και όσοι έχουν διατελέσει μέλη των επιτροπών βράβευσης, αλλά ο συλλογισμός που θα ακολουθήσει εκκινεί από την παραδοχή ότι τα σκεπτικά βράβευσης, ως έκφραση λογοδοσίας και ως εκείνα που εντέλει διαφοροποιούν τα κρατικά βραβεία από τα υπόλοιπα, πρέπει όντως να αποτελούν ένα άξιο και αντιπροσωπευτικό δείγμα συγχρονικής κριτικής. Γιατί με αυτόν τον πήχη οφείλουν να κρίνονται, αν μέριμνα είναι το κύρος του θεσμού και η συνέπεια προς τον σχετικό νόμο. Γιατί αυτό αξίζει στην εγχώρια λογοτεχνική σκηνή.
ΣΥΓΧΡΟΝΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ
Ας προχωρήσουμε λοιπόν στον ίδιο τον κριτικό λόγο όπως τον διαβάζουμε σε όσα σκεπτικά βρέθηκαν στο διαδικτυακό τόπο του υπουργείου Πολιτισμού. Υπάρχει αποτύπωση τάσεων; Υπάρχει αναφορά σε μορφολογικές διαπιστώσεις για ποιητικά έργα; Τόσα έτη σκεπτικών βράβευσης και ανάλυσης των σύγχρονων τάσεων, και επισημαίνεται πρωτίστως, όσον αφορά τη μορφή, η διάκριση παραδοσιακής στιχουργικής και ελεύθερου στίχου. Γίνεται μια γενικόλογη αναφορά σε αλληλεπίδραση με το θέατρο ή τον πεζό λόγο, καθώς και επισημάνσεις για πειραματισμούς στη γραφή, αλλά καμία περαιτέρω επεξεργασία. Απουσιάζει μία πιο λεπτομερής ψηλάφηση των μορφολογικών αναζητήσεων σε συγκεκριμένους ποιητές, ακόμα και στους βραβευθέντες, αν οδηγούνται ή όχι σε ενότητα ὐφους και σε τι συνίσταται ετούτη.
Όσον αφορά τη θεματολογία υπάρχουν αντιφατικές επισημάνσεις. Διαβάζουμε στο σκεπτικό της επιτροπής για εκδόσεις του 2015, ότι στην ποίηση «έχει εκλείψει η τάση του συμπάσχοντος κοινωνισμού που ήταν ισχυρή […]. Ως είδος έχει ίσως περιθωριοποιηθεί, μη όντας πια στις πρώτες γραμμές κρούσης του κοινωνικού και του πολιτικού […]. Σε αντιστάθμισμα όμως η “απόσυρσή” της τη βοήθησε να αναπτυχθεί εσωτερικά, να είναι περισσότερο ακριβής, καίτοι εξομολογητική, δίχως σπατάλες συναισθηματισμού». Ένα μόλις χρόνο αργότερα, για τις εκδόσεις του 2016, η Παυλίνα Παμπούδη ως μέλος της επιτροπής, αναδεικνύει (ορθότερα εκτιμώ) την τάση ότι η «εξομολογητική/λυρική ποίηση –που στρέφεται προς τα ένδον, τώρα, χωρίς να χάνει σε βάθος και δύναμη– αρχίζει ταυτόχρονα να φωτίζεται στα σωστά σημεία από την εξωστρεφή – που ανοίγεται προς τον κόσμο». Ούτε λόγος φυσικά για κάτι πιο λεπτομερές όσον αφορά το περιεχόμενο της σύγχρονης ποίησης, τι εντέλει λένε οι σύγχρονοι ποιητές, αν λένε κάτι. Φυσικά μια τέτοια συζήτηση προσκρούει στα μέχρι τις μέρες μας κατάλοιπα του μοντερνισμού που εξοστρακίζουν το περιεχόμενο από την ποίηση. Κατάλοιπα τα οποία πλέον συνιστούν έκφανση συντήρησης.
Στα δε σκεπτικά κυριαρχεί η ιμπρεσιονιστική κριτική που αναδεικνύει τα αισθήματα που μια ποιητική συλλογή προξενεί στον κριτικό. Διαβάζουμε για παράδειγμα στο σκεπτικό της βράβευσης για το εκδοτικό έτος 2015: «Διαπλέουμε ονειρικά και βιωματικά τοπία όπου η προσωπική αίσθηση της οδύνης αγκαλιάζει και συμμετέχει στον πόνο ως κατάσταση σύνδρομη του ανθρώπου». Ο παραπάνω χαρακτηρισμός αποδίδεται σε βραβευμένο ποιητικό έργο και διερωτάται κανείς: αυτό το χαρακτηριστικό είναι που έκανε το έργο να διακριθεί; Σε πόσα άλλα ποιητικά έργα διαπλέουμε ονειρικά και βιωματικά τοπία με μια προσωπική αίσθηση οδύνης; Μήπως η κριτική αναφορά είναι κάποιας μορφής πασπαρτού για πάσα ποιητική συλλογή και ερμηνεία;
Θα περίμενε κανείς, το σκεπτικό της επιτροπής να αντιστοιχίζεται ή να εξειδικεύεται στο βραβευθέν έργο. Εκεί θα όφειλε να βρίσκει εφαρμογή το περίγραμμα που αποτυπώνει τις επικρατούσες τάσεις της ποιητικής γραφής, προσφέροντας και μια τεκμηρίωση για την επιλογή του συγκεκριμένου έργου έναντι των υπολοίπων.
Θα περίμενε κανείς, το σκεπτικό της επιτροπής να αντιστοιχίζεται ή να εξειδικεύεται στο βραβευθέν έργο. Εκεί θα όφειλε να βρίσκει εφαρμογή το περίγραμμα που αποτυπώνει τις επικρατούσες τάσεις της ποιητικής γραφής, προσφέροντας και μια τεκμηρίωση για την επιλογή του συγκεκριμένου έργου έναντι των υπολοίπων. Τούτο εκλείπει από τα σκεπτικά, και αντ’ αυτού διαβάζουμε για βραβευμένα έργα χαρακτηρισμούς όπως «κατορθωμένη ποίηση», ή «ενότητα ύφους». Τι ακριβώς κατορθώνει το συγκεκριμένο ποιητικό έργο που δεν το κατορθώνουν άλλα; Σε τι έγκειται η ενότητα ύφους; Αν δεν μπορεί να το αρθρώσει αυτό ένας κριτικός, τι ακριβώς αρθρώνει δια του ρόλου του στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και τι δεξιότητες αναμένουμε να έχει;
Η έλλειψη σύνδεσης του σκεπτικού με το βραβευθέν έργο, εν είδει τεκμηρίωσης της επιλογής, αφενός υποβαθμίζει τον ρόλο της κριτικής, αφετέρου καθιστά έκθετο τον ίδιο τον θεσμό των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας στην υποψία ότι η επιλογή είναι απόρροια ντιλαρίσματος και όχι αμερόληπτης κρίσης. Ακόμα κι αν ο γράφων κατηγορηθεί ως καχύποπτος ή εμπαθής, υπάρχουν άραγε τα δεδομένα που θα διαλύσουν την όποια καχυποψία ή εμπάθεια ή έστω θα σταθούν ως ανάχωμα; Φοβάμαι πώς όχι, και τούτο είναι που εντέλει εξασθενίζει τον θεσμό και την αξιοπιστία του. Το δε ντιλάρισμα, αντιμετωπίζεται εδώ ως κάτι που δεν αφορά μόνο μια βράβευση, αλλά συνιστά τρόπο ερμηνείας κρίσιμων όψεων της νεοελληνικής πραγματικότητας.
ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΝΤΙΛΑΡΙΣΜΑΤΟΣ
Κανείς δεν αμφιβάλει ότι οι συμφωνίες μεταξύ ανθρώπων σε ποικίλες πτυχές μιας κοινωνίας είναι ικανές να προάγουν μια δραστηριότητα, να την πάνε παραπέρα. Οι συνεργασίες συνιστούν συνένωση δυνάμεων, συχνά ικανών για καινούργιες ατραπούς. Ποια η διαφορά μιας τέτοιας συμφωνίας ή συνεργασίας από το ντιλάρισμα; Στο ντιλάρισμα δεν προέχει να πάει ένα βήμα παραπέρα η δραστηριότητα, αλλά να εδραιώσουν την ισχύ τους συγκεκριμένοι παράγοντες, αδιαφορώντας για το παρόν και το μέλλον της δραστηριότητας, για το αν επικρατούν συνθήκες δημιουργίας και όχι μεταπρατισμού. Όλα είναι καλά για τους λογής λογής παράγοντες μιας δραστηριότητας, άπαξ και έχουν το πάνω χέρι· άπαξ και είναι οι κόκορες στο κοτέτσι, αδιαφορώντας αν η δραστηριότητα θα παραμείνει κοτέτσι. Αν δεν προέχει η ανθοφορία της δραστηριότητας, υπερισχύουν οι διαπροσωπικές σχέσεις, συμφέροντα, το ρουσφέτι, προσωπικές επιδιώξεις, δούναι και λαβείν.
Συχνά ακούμε ότι δεν γνωρίσαμε αναγέννηση και τούτο είναι αίτιο της βραδυπορίας μας ως κοινωνίας. Ποιο χαρακτηριστικό όμως της αναγέννησης απουσίαζε στην πάλαι ποτέ οθωμανική επαρχία; Ο πολιτισμός και τα γράμματα; Εκείνο που κυρίως έλειψε κατά την αναγέννηση και τον διαφωτισμό, ήταν η κινητήριος δύναμή τους: το επιστημονικό πνεύμα και η αμεροληψία που εκπροσωπεί. Σχετικά πρόσφατη δε είναι και η περίπτωση των επονομαζόμενων greek statistics. Ας μην ξεχνάμε τον σημαντικό ρόλο του συνθήματος «ίσα μέτρα και σταθμά» στην γαλλική επαρχία ως αίτημα δικαίου και προπομπός της γαλλικής επανάστασης, ενάντια στην αδικία κατά τη φορολόγηση από τους γαιοκτήμονες. Και αυτή είναι η θετική πλευρά της πρόσδεσης στην προηγμένη Δύση, στην προσπάθεια ενός κράτους και της ηγεσίας του να χτίσει εύρωστους και δίκαιους θεσμούς, αντάξιους των πολιτών του.
Συχνά ακούμε ότι δεν γνωρίσαμε αναγέννηση και τούτο είναι αίτιο της βραδυπορίας μας ως κοινωνίας. Ποιο χαρακτηριστικό όμως της αναγέννησης απουσίαζε στην πάλαι ποτέ οθωμανική επαρχία; Ο πολιτισμός και τα γράμματα; Εκείνο που κυρίως έλειψε κατά την αναγέννηση και τον διαφωτισμό, ήταν η κινητήριος δύναμή τους: το επιστημονικό πνεύμα και η αμεροληψία που εκπροσωπεί.
Η αμεροληψία προϋποθέτει καθαρή ματιά, παρρησία και κριτήρια για το πώς θα πάει η δραστηριότητα ένα βήμα παραπέρα, τι θα πριμοδοτηθεί υπό το πρίσμα αυτό και τι όχι. Ας αναρωτηθούμε λοιπόν τι προέχει, για παράδειγμα, στη στελέχωση θέσεων ευθύνης για ασφαλείς σιδηροδρομικές μεταφορές, για την πολιτική προστασία έναντι έκτακτων φαινομένων, για την προκήρυξη και επιλογή προσωπικού σε μια θέση ΔΕΠ στα πανεπιστήμια, για την ανάθεση μιας υπόθεσης σε έναν δικαστή ή ανακριτή, για τον διορισμό ενός διοικητή νοσοκομείου, διασφαλίζοντας ότι ο κάθε πολίτης θα βρίσκει σειρά για χειρουργείο ή μια κλίνη σε δημόσιο νοσοκομείο. Από το Μάτι μέχρι τα Τέμπη, ένα ρουσφέτι δρόμος. Υπό αυτό το πρίσμα, ο νόμος του Αναστασίου Πεπονή περί ΑΣΕΠ δεν ήταν απλά μια διαφορετική διαδικασία πρόσληψης από κρατικούς φορείς, αλλά μια πολιτισμική τομή στο νεοελληνικό κράτος.
Οπότε ο τρόπος απονομής λογοτεχνικών βραβείων μοιραία θα αντιμετωπιστεί ως προέκταση των τεκταινομένων και σε άλλες εγχώριες δραστηριότητες. Αλλά υποτίθεται η ποίηση, η λογοτεχνία και οι τέχνες γενικότερα οφείλουν να πρεσβεύουν κάτι το διαφορετικό, να προτείνουν μια εναλλακτική στο εγχώριο αξιακό υπόδειγμα.
Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΩΝ ΣΚΕΠΤΙΚΩΝ
Μετά από τη σύντομη παρένθεση της κριτικής υπό το πρίσμα του ντιλαδορισμού, ας θέσουμε ένα άλλο ερώτημα: Δεν είναι ισοπεδωτική η απόφανση ότι όλα τα σκεπτικά είναι αδύναμα; Δεν υπάρχει κάποιο που ξεχωρίζει, και αν ναι, ποιο είναι αυτό; Αν ξεχώριζα κάποιο σκεπτικό βράβευσης, αυτό θα ήταν για τις εκδόσεις του 2016 (επί προεδρίας Μαριλίζας Μητσού). Αρχικά ικανοποιεί τις τυπικές απαιτήσεις του νόμου, δηλαδή αποτυπώνονται οι απόψεις κάθε μέλους ξεχωριστά. Βλέποντας το κείμενο συνολικά, σαν ένα μωσαϊκό, πληροφορείται ο αναγνώστης για τις επικρατούσες τάσεις, με μια περισσότερη επεξεργασία. Θα σταθώ στο κριτικό σημείωμα της Παυλίνας Παμπούδη: κάνει λόγο για μια προσπάθεια ποιητριών και ποιητών «να πλέξουν έναν πιο στέρεο ιστό για να συλλάβουν πεζολογικά το θέμα τους – και πολλές φορές το πετυχαίνουν». Επισημαίνει παράλληλα το ρίσκο, εκτός από τη σύλληψη, να γίνει και η εκτέλεση πεζολογικά, δοκιμάζοντας την ελευθερία της ποίησης που όμως συνιστά ολίσθηση σε “αφασικά πεδία”». (Θα συμπλήρωνα, ολίσθηση στην άνευρη πεζολογία που κυριαρχεί στην ποιητική γραφή).
Η Παμπούδη αναφέρει και μία άλλη οδό με ευτυχέστερη κατάληξη, ξεχωρίζοντας και μια τάση στην σύγχρονη ποίηση «ζώσα και παλλόμενη, που ενδίδει συχνά σε εύφορους πειραματισμούς φόρμας και έκφρασης, χωρίς όμως να πάψει να συνδιαλέγεται με τη διαχρονική ποιητική παράδοση. Σ’ αυτά τα έργα φαίνεται συχνά να συγκλίνουν και να συνευρίσκονται γόνιμα όλες οι κατευθύνσεις του ποιητικού γίγνεσθαι. Μερικοί ποιητές, μάλιστα, φαίνεται να επιχειρούν μια “ολιστική” σύλληψη και πραγμάτωση του ποιητικού τους οράματος, δίνοντας πιο μεγαλόπνοες συνθέσεις, υβριδικές, με γονίδια θεατρικά: ο λόγος τους “σκηνοθετείται” σε μονόλογο ή και διάλογο διαμορφώνοντας γύρω του ενδιαφέροντα σκηνικά».
Σα να γίνεται εδώ λόγος για μια τάση που και ο ίδιος έχω επισημάνει, δηλαδή της εκτενούς και εξωστρεφούς σύνθεσης με πολυφωνικά χαρακτηριστικά, που φλερτάρει περισσότερο με το θέατρο παρά με την πεζογραφία. Τούτο γίνεται σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της επιτελεστικότητας ως τρόπου να αγγίξει η ποίηση ένα ευρύτερο κοινό, και δι’ αυτού του τρόπου η ίδια η γραφή δεν μένει ανεπηρεάστη.
Όμως και πάλι, το σκεπτικό δεν εξειδικεύεται στο βραβευθέν έργο, δεν υπάρχει μια κάποια τεκμηρίωση για την επιλογή του έργου με αναφορά στο διατυπωθέν σκεπτικό. Συνεχίζοντας δε στις βραβεύσεις για τις εκδόσεις του 2017, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της προσωπικής μου κρίσης, το τελικώς βραβευθέν έργο υστερεί καταφανώς από δύο τουλάχιστον ποιητικά έργα της βραχείας λίστας, για να μην επεκταθώ και σε άλλες συλλογές εκτός αυτής. Ας διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το ποίημα «Θραύσματα Αμερικής» της βραβευμένης συλλογής Η επιστροφή των νεκρών της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη.
«Ο λογαριασμός ήταν 27 δολάρια και 21 σεντς.
Έδωσα 107 και 25. Ο νεαρός με κοίταξε.
Για να πάρω ρέστα ογδόντα δολάρια και τέσσερα σεντς
Είπα. “Είμαι καλός στα μαθηματικά
αλλά όχι κι έτσι”, απάντησε εκείνος. Χαμογέλασα.
Χτύπησε στο μηχάνημα τους αριθμούς.
80.04».
Επιφυλάσσομαι σε μελλοντικό κριτικό μου σημείωμα να τεκμηριώσω ότι η συλλογή αυτή είναι ένα μάλλον αδύναμο ποιητικό βιβλίο, και υστερεί της συλλογής Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι του Γιάννη Στίγκα που συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα. Η δε ποιητική συλλογή του Γιώργου Κοζία Πολεμώντας υπό σκιάν που εκδόθηκε την ίδια χρονιά και δεν συμπεριλήφθηκε καν στην βραχεία λίστα, είναι καλύτερη και αυτής του Στίγκα και εκείνης της Γλυνιαδάκη. Αλλά τούτη δεν είναι παρά η κρίση του Διογένη Σακκά, ενδεχομένως τεκμηριωμένη μελλοντικά. Αλλά ο Διογένης Σακκάς δεν παύει να είναι ένας μεταξύ πολλών, με τη δική του αισθητική προσέγγιση, τις εμμονές και την υποκειμενική του προοπτική. Σίγουρα δεν έχει το αλάθητο του Πάπα, και κανείς δεν αποκλείει η κα Γλυνιαδάκη να πάρει κάποτε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Χωρίς να τη γνωρίζω εξ όψεως, της το εύχομαι ολόψυχα, προς όφελος εντέλει της προσφιλούς μας γλώσσας, της ελληνικής.
Ευτυχώς η επιτροπή βράβευσης είναι εννεαμελής και έχει περιθώρια να μην καπελώνεται από την κρίση του όποιου Διογένη Σακκά. Εν τούτοις εδώ προκύπτει ένα παράδοξο. Έστω ότι το σκεπτικό διατυπώνει μια αιτιολόγηση και καταλήγει στη βράβευση του έργου Χ. Και ας δεχτούμε ότι το έργο Χ δεν είναι το καλύτερο (σύμφωνα με μια άλλη αισθητική προσέγγιση). Τότε ποια είναι η ανάγκη του σκεπτικού; Ανάμεσα σε μια λανθασμένη κρίση με σκεπτικό, και μια σωστή κρίση χωρίς σκεπτικό τι θα επιλέγαμε; Τη σωστή κρίση φυσικά. Ακόμα και αν βαφτίσουμε τον κοκοβιό μπαρμπούνι, ο κοκοβιός θα είναι κοκοβιός. Οπότε τι το χρειαζόμαστε το σκεπτικό; Επιπλέον, η αισθητική κρίση, όντας αισθητική, είναι πρωτίστως υποκειμενική. Άρα για τίνος το σωστό και τίνος το λανθασμένο μιλάμε εδώ; Μήπως τελικά είναι περιττό το όποιο σκεπτικό, αφού οι κρίσεις είναι αισθητικές, άρα ως επί το πλείστον υποκειμενικές;
Ανάμεσα σε μια λανθασμένη κρίση με σκεπτικό, και μια σωστή κρίση χωρίς σκεπτικό τι θα επιλέγαμε; Τη σωστή κρίση φυσικά. Ακόμα και αν βαφτίσουμε τον κοκοβιό μπαρμπούνι, ο κοκοβιός θα είναι κοκοβιός. Οπότε τι το χρειαζόμαστε το σκεπτικό;
Αν αποδεχτούμε ότι το σκεπτικό είναι αχρείαστο και στερείται νοήματος η διάκριση μεταξύ σωστής και λανθασμένης κρίσης για την αξία ενός ποιητικού έργου, τότε αποδεχόμαστε ότι η κριτική είναι αχρείαστη, μια δραστηριότητα περιττή. Ή, τέλος πάντως, αν ο μόνος της ρόλος είναι το ντιλάρισμα και η παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους, τουλάχιστον ας απαλειφθεί ως γνωστικό πεδίο άξιο μελέτης από τα βιβλία του Λυκείου. Εν τούτοις, πεποίθησή μου αποτελεί, παρά την ανυπαρξία αξιόπιστης συγχρονικής κριτικής, ότι η διάκριση σωστού και λανθασμένου για την αξία ενός λογοτεχνικού έργου υφίσταται, εφόσον υπάρχουν κριτήρια για την αξία ποιητικών κειμένων, όπως έχουν διαμορφωθεί από το ίδιο το ποιητικό corpus.
Αν θέλουμε να μιλάμε για κριτική και κριτήρια, τότε το σωστό και το λανθασμένο δεν υπονομεύονται από τον υποκειμενισμό και τον σχετικισμό. Ακόμα κι αν ένα σκεπτικό αποδειχτεί λανθασμένο, υπάρχει ως πεδίο αντιπαράθεσης και λογοδοσίας. Και το τελικό αποτέλεσμα της σχετικής τριβής, δράσης και αντίδρασης, λόγου και αντιλόγου συνήθως επιστρέφει στην ίδια την ποίηση, ως διερεύνηση των τρόπων της. Ένα σκεπτικό βράβευσης (κι ας είναι λανθασμένο, αρκεί να μην είναι προχειρογραμμένο) αποτελεί ευκαιρία για αναστοχασμό πάνω στην ίδια την ποίηση και τους τρόπους της, κάτι που ίσως οδηγήσει παραπέρα τα ίδια τα ποιητικά έργα που τώρα γράφονται. Σε μια θάλλουσα ποιητική κοινότητα, η δημοσίευση του σκεπτικού με χαρακτήρα ετήσιας επισκόπησης, θα όφειλε να ξεκινά έναν γόνιμο διάλογο στο συγχρονικό λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Ίσως δε ο όποιος αντίλογος να είναι τελικά εκείνος που θα αντέξει στον χρόνο.
ΕΠΤΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Το νομοθέτημα δια του οποίου θεσμίστηκαν τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία είναι αξιόλογο, αλλά ο τρόπος που εφαρμόστηκε ο νόμος, το πώς υπηρετήθηκε άνευ ελέγχου από συγκεκριμένους ανθρώπους, μάλλον υστερεί. Ίσως θα έπρεπε να εκδοθούν μία δύο υπουργικές αποφάσεις που θα τον ενισχύουν περισσότερο, και επιπλέον θα καταδείξουν το έμπρακτο ενδιαφέρον του υπουργείου Πολιτισμού για την εγχώρια λογοτεχνική σκηνή και εντέλει για το ίδιο το βιβλίο. Έχω ήδη ομολογήσει πως δεν γνωρίζω ποια είναι η αμοιβή των συμμετεχόντων στις επιτροπές βράβευσης και αν ανταποκρίνεται στον χρόνο και τις γνώσεις που πρέπει να διαθέσουν για να τηρήσουν τις επιταγές του. Οπότε ιδού μερικές προτάσεις που ίσως βελτιώσουν την ενίσχυση τους σχετικού θεσμού:
Πρώτον, τα σκεπτικά κάθε χρονιάς χάριν διαφάνειας και λογοδοσίας (και για να αναλαμβάνει την ευθύνη των γραφομένων κάθε μέλος της επιτροπής) πρέπει να είναι άμεσα διαθέσιμα από τον διαδικτυακό τόπο του υπουργείου, αναμορφώνοντας τις σχετικές ιστοσελίδες, χωρίς αιτήσεις και πρωτόκολλα, λες και είναι κρατική διαβαθμισμένη πληροφορία, και σίγουρα όχι μόνο δια της πλαγίας οδού της Google.
Δεύτερον, τα σκεπτικά, όντας έγγραφα που διακινούνται στο Υπουργείο Πολιτισμού, θα πρέπει να φέρουν τις σχετικές σημάνσεις (σε μορφή .pdf) και να μη θυμίζουν πρόχειρες ανυπόγραφες σημειώσεις σε ένα αρχείο κειμένου (τύπου .doc).
Τρίτον, η στελέχωση της εννεαμελούς επιτροπής θα γίνεται χάριν διαφάνειας με ανοιχτή πρόσκληση, συγκεκριμένα κριτήρια και ορισμό τυπικών προσόντων, ως ανάχωμα στις στημένες πλειοψηφίες.
Τέταρτον, τα μέλη των επιτροπών θα πρέπει να αμείβονται ανάλογα με τον χρόνο και τις γνώσεις που θα πρέπει να διαθέσουν για ένα επαρκές και ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Αν η θητεία είναι διετής, μια ιδέα θα ήταν να αμείβονται με ισόχρονη σύμβαση έργου και μηνιαίες αποδοχές κατ’ ελάχιστον με εκείνες ενός φιλολόγου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τουλάχιστον δεκαετούς εμπειρίας. Αν τα χρήματα φαντάζουν αρκετά, ας εντοπίσει η ηγεσία του Υπουργείου κάποιες υπερκοστολογημένες απευθείας αναθέσεις και να τις περικόψει. Εναλλακτικά, ας αναζητήσει χορηγούς από την ελεύθερη αγορά, όχι όμως από μεγάλους εκδοτικούς οίκους, για να αποφευχθεί τυχόν σύγκρουση συμφερόντων και το προαναφερθέν ντιλάρισμα.
Πέμπτον, να συγκροτηθεί επιτροπή ποσοτικής έστω παραλαβής από στελέχη του Υπουργείου (το ποιοτικό σκέλος ας το κρίνει το αναγνωστικό κοινό), διασφαλίζοντας ότι όσα παραδίδονται ικανοποιούν τις προβλέψεις του νόμου, κατ’ αρχάς ποσοτικά, ίσως με ένα προκαθορισμένο ελάχιστο και μέγιστο αριθμό λέξεων για το εκάστοτε κριτικό σημείωμα ανά λογοτεχνική κατηγορία, τόσο συνολικά όσο και για κάθε μέλος της επιτροπής, ώστε να αποφευχθεί τόσο η φλυαρία όσο και η προχειρότητα.
Έκτον, η δικαιολόγηση της βράβευσης ενός λογοτεχνικού έργου θα πρέπει να εξειδικεύει το συνολικό σκεπτικό, λειτουργώντας έτσι ως ανάχωμα στην υποψία (ή καχυποψία) ότι μόνο μέσω ντιλαρίσματος ή διαπροσωπικών σχέσεων γίνεται η τελική επιλογή, κάτι που υπονομεύει το κύρος, τόσο των βραβείων όσο και της συγχρονικής κριτικής.
Έβδομο, και σημαντικότερο, τα κριτικά κείμενα κάθε μέλους όσο και το συνολικό σκεπτικό που συντάσσεται με ευθύνη του προέδρου, θα πρέπει όντως να τιμούν το λογοτεχνικό είδος της συγχρονικής κριτικής και να εδραιώσουν με αξιοπιστία τον ρόλο του στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Ας μην ξεχνάμε ότι μετά την κατακρήμνιση των εφημερίδων, ο επαγγελματίας κριτικός είναι είδος προς εξαφάνιση, οπότε καλείται το κράτος δια του ρυθμιστικού του ρόλου να διασφαλίσει ότι μια φορά τον χρόνο θα κατατίθεται μια αξιόπιστη συνολική κριτική επισκόπηση καθώς και εννέα επιμέρους τοποθετήσεις, όσες και τα μέλη της επιτροπής των κρατικών βραβείων.
Παρά τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους για το πώς ασκείται η εγχώρια συγχρονική κριτική, καθόλου δεν τίθεται σε αμφιβολία ο εποικοδομητικός ρόλος που μπορεί να έχει. Αλήθεια, όμως, ένα άξιο λογοτεχνικό έργο έχει ανάγκη την κριτική, ειδικά σήμερα στην εποχή του ίντερνετ και των κοινωνικών δικτύων; Όπως λέγεται, ο χρόνος είναι ο τελικός κριτής. Για παράδειγμα, στην εμβληματική ανθολογία του κριτικού Κ.Γ. Παπαγεωργίου για τη γενιά του ’70 που εκδόθηκε το 1989, απουσιάζει εκκωφαντικά ο Αργύρης Χιόνης. Μια τέτοια κριτική αστοχία εμπόδισε την παραδοχή σήμερα, 45 χρόνια μετά, ότι ο Χιόνης είναι από τους καλύτερους ποιητές της γενιάς αυτής; Μάλλον όχι. Όμως η συγχρονική κριτική δεν παύει να δίνει μια δυναμική που χρειάζεται κριτικό σθένος για να ανατραπεί.
Σε κάθε περίπτωση, την όσο γίνεται πιο άρτια και ακριβοδίκαιη κριτική την έχει ανάγκη το ίδιο το λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Όμως δεν μπορούν οι ίδιοι οι ποιητές και λογοτέχνες εν γένει να είναι κριτικοί; Ακόμα κι αν κατηγορηθούν για μεροληψία, άραγε παρέχουν οι ίδιοι οι κριτικοί εχέγγυα αμεροληψίας; Όσο και αν υπάρχουν ποιητές πρώτης γραμμής με εξαίρετη κριτική ικανότητα (διεθνώς ξεχωρίσει ο Τ.Σ. Έλιοτ, και στα καθ’ ημάς ο Τάκης Σινόπουλος), δεν είναι δεδομένο ότι μπορούν όλοι τη διαισθητική τους γνώση για τη γραφή ενός στίχου να τη μεταστοιχειώσουν σε συγκροτημένο δοκιμιακό λόγο, αποσαφηνίζοντας τα κριτήρια της τέχνης τους.
Εδώ ακριβώς εισέρχεται ο ρόλος του κριτικού, υπό την προϋπόθεση ότι αρθρώνει λόγο αξιόπιστο. Όχι φυσικά για να διατυπώσει ένα δόγμα ή έναν ασάλευτο κανόνα, αλλά για να διαμορφώσει ένα πεδίο αντιπαράθεσης, λόγου και αντίλογου, για το τι είναι και τι δεν είναι άξιο λόγου, συμβάλλοντας έτσι στην εξέλιξη της δραστηριότητας. Βοηθώντας τους δημιουργούς να πάνε ένα βήμα παραπέρα της τέχνη τους, ακόμα και μέσα από το σχήμα δράση/αντίδραση. Αποτρέποντας έτσι την απορρύθμιση του λογοτεχνικού πεδίου και το φαινόμενου του χυλού, χωρίς διάκριση του τι αξίζει και τι όχι.
* Ο ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΣΑΚΚΑΣ είναι κριτικός ποίησης.