
Σκέψεις για τις αντίδρομες πορείες του μυθιστορήματος και του κινηματογράφου. Πώς το πολύτομο μυθιστόρημα παρήκμασε και έδωσε τη θέση του στο επίτομο και πώς, αντίθετα, οι πολύωρες τηλεοπτικές σειρές παίρνουν τη θέση των ταινιών. Στην κεντρική εικόνα, η φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου του Γκυ Ντεμπόρ «Η κοινωνία του θεάματος» (1983).
Γράφει ο Κώστας Κουτσουρέλης
Το πολύτομο μυθιστόρημα ως είδος λογοτεχνικό δέσποζε στη βιβλιαγορά ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Το κοινό υπεραγαπούσε αυτές τις σχοινοτενείς αφηγήσεις που πολλές φορές απλώνονταν σε χιλιάδες σελίδες. Και όχι μόνο οι «εμπορικοί», αλλά και οι «σοβαροί» μυθιστοριογράφοι της εποχής (διάκριση που, μεταξύ μας, δεν είχε και μεγάλο νόημα τότε) έμπαιναν στον πειρασμό να αναμετρηθούν με την πρόκληση. Από τον Κόμη Μοντεχρίστο ως τους Αθλίους, από το Πόλεμος και ειρήνη ως τους Αδελφούς Καραμαζώφ, από τις Χαμένες ψευδαισθήσεις ως τον Όλιβερ Τουίστ, αλλά και παλιότερα, από τον Δον Κιχώτη ως τα Χρόνια της μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ, τα πιο σημαδιακά, τα πιο αντιπροσωπευτικά, τα πιο δημοφιλή μυθιστορήματα της ευρωπαϊκής γραμματείας είναι δίτομα, τρίτομα, τετράτομα – κάποτε ακόμη πιο εκτενή.
Παρ’ όλα αυτά, το πολύτομο μυθιστόρημα παρήκμασε εντελώς ξαφνικά γύρω στα 1900, γράφει ο Λ. Λ. Σύκινγκ στο κλασικό έργο του Κοινωνιολογία του φιλολογικού γούστου. Ο λόγος; Οι δανειστικές βιβλιοθήκες της Βρετανίας, που επηρέαζαν τις παγκόσμιες τάσεις, έπαψαν να το προμηθεύονται. Μια διοικητικού-οικονομικού χαρακτήρα απόφαση άρκεσε. Μέσα σε μερικές δεκαετίες, αναγνώστες, συγγραφείς και εκδότες λησμόνησαν την παλιά τους αγάπη. Τον 20ό αιώνα το επίτομο μυθιστόρημα γίνεται ο απόλυτος κανόνας. Υπάρχουν μάλιστα κριτικοί που υποστήριξαν ότι η ποιοτική διολίσθηση του μυθιστορήματος του 20ού αιώνα, σε σχέση πάντα με τα αριστουργήματα που γέννησε ο 19ος, οφείλεται μεταξύ άλλων στην εξαφάνιση του πολύτομου έργου. Ο δεκάτομος Ζαν-Κριστόφ του Ρομαίν Ρολλάν προβάλλεται συχνά ως το κύκνειο άσμα του είδους.
Η ταινία των 90'-120' λεπτών, που κράτησε τα σκήπτρα όλο τον 20ό αιώνα, υποχωρεί. Τη θέση της παίρνει η πολύωρη τηλεοπτική σειρά.
Με την κινηματογραφική τέχνη, τα τελευταία χρόνια συμβαίνει το αντίθετο. Η ταινία των 90'-120' λεπτών, που κράτησε τα σκήπτρα όλο τον 20ό αιώνα, υποχωρεί. Τη θέση της παίρνει η πολύωρη τηλεοπτική σειρά. Τα μεγαλύτερα ταλέντα της κινηματογραφικής βιομηχανίας σήμερα δουλεύουν για την τηλεόραση: ηθοποιοί, σκηνοθέτες, παραγωγοί, σεναριογράφοι – ιδίως οι τελευταίοι που, κάνοντας στην άκρη την ιστορική ανωμαλία του πρωτείου του σκηνοθέτη, αναγνωρίζονται πλέον ως οι κύριοι δημιουργοί.
Στο σινεμά, το οποίο οικονομικά παρακμάζει ταχύτατα (μόνο στις ΗΠΑ τα τελευταία τρία χρόνια έκλεισε το ένα τρίτο των αιθουσών), δεν απομένουν πια παρά κάτι πνιγμένα στα εφέ μπλοκμπάστερ τύπου Άβαταρ ή Εκδικητών της Μάρβελ (που και αυτά όμως σειρές είναι στην πραγματικότητα!)· ή κάτι εστετίστικες παραδοξότητες σαν κι αυτές των φετινών Όσκαρ. Το ότι οι Αμερικανοί, που έβλεπαν το σινεμά πάντοτε ως τέχνη λαϊκή, έφτασαν να βραβεύουν ανοησίες που ούτε τα πιο σνομπ art festival της Ευρώπης δεν θα τις καταδέχονταν κάποτε, δείχνει πού πάνε τα πράγματα.
Ωστόσο, οι λάτρεις της κινηματογραφικής τέχνης δεν έχουν λόγους να χολοσκάνε. Μ’ όλες τις δάφνες της και παρά την αχλύ της νοσταλγίας που την περιβάλλει, η λεγόμενη ταινία μεγάλου μήκους είναι φόρμα με εγγενείς αφηγηματικούς περιορισμούς, ανάλογους εκείνου του λογοτεχνικού διηγήματος. Το πραγματικό αντίστοιχο της μυθιστορηματικής φόρμας, πολλώ δε μάλλον του εκτεταμένου, πολύτομου και πολυπρόσωπου μυθιστορήματος, είναι η τηλεοπτική σειρά. Και οι δημιουργοί της μόλις τώρα έχουν αρχίσει να ψαύουν τις πραγματικές της δυνατότητες.
Κανένα εφέ, κανένα ακροβατικό μονοπλάνο, κανένα σκηνοθετικό κόλπο, κανείς υποκριτικός ακκισμός δεν μπορεί να γεμίσει τόσες ώρες.
Σε αντίθεση με το σινεμά όπου μια αλυσίδα από ακαριαία εφέ ή αργόσυρτα τράβελινγκ μπορούν να ξοδέψουν ενίοτε όλη την άμμο της κλεψύδρας, το σήριαλ ζει από τον λόγο, από τις στιχομυθίες και τους χαρακτήρες. Η παρέλαση των επεισοδίων, όπως άλλοτε τα κεφάλαια των μεγάλων μυθιστορημάτων, επιτρέπουν το ομαλό χρονικό ξεδίπλωμα των καταστάσεων, δίνουν ψυχικό όγκο στους ήρωες, αφήνουν τις λεπτές αποχρώσεις και τις φωτοσκιάσεις να αποτυπωθούν πειστικά και ανάγλυφα στην οθόνη, δίνουν στην αφήγηση ανάσες, τουτέστιν την ευκαιρία στον θεατή να καταδυθεί στην ουσία και να αφομοιώσει τη λεπτομέρεια.
Και φυσικά, τα πάντα ξεκινούν και τελειώνουν στο σενάριο. Κανένα εφέ, κανένα ακροβατικό μονοπλάνο, κανένα σκηνοθετικό κόλπο, κανείς υποκριτικός ακκισμός δεν μπορεί να γεμίσει τόσες ώρες. Μεγάλοι δημιουργοί όπως ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν είχαν ανοίξει τον δρόμο προς τα εκεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η σειρά του Μπέργκμαν Σκηνές από ένα γάμο, απαλλαγμένη εντελώς από τεχνικά και σκηνοθετίστικα τερτίπια, με μόνο τον γυμνό ρεαλισμό του λόγου της είχε προκαλέσει κοινωνικό σοκ στην Σουηδία. Μακάρι να δούμε και αλλού, στο θέατρο, αυτή τη στροφή.
Οι πιστοί του σινεμά θα χρειαστεί πρώτα να συμφιλιωθούν με τη νέα τους θέση, προτού επανέλθουν με αξιώσεις.
Εμπορικά, η ταινία των 90΄-120΄ περιορίζεται ήδη σε ρόλο δευτεραγωνιστή, ανάλογο με εκείνον που επιφυλάσσει η βιβλιαγορά στο διήγημα έναντι του μυθιστορήματος. Αυτό το φανερώνει αν μη τι άλλο η σημαντική πτώση του επιπέδου των σημερινών ταινιών – οι πιο φιλόδοξοι δημιουργοί στρέφονται στην τηλεόραση. Οι πιστοί του σινεμά θα χρειαστεί πρώτα να συμφιλιωθούν με τη νέα τους θέση, προτού επανέλθουν με αξιώσεις.
Όμως αυτή η εξέλιξη από μόνη της δεν είναι εξ ορισμού αρνητική. Τοποθετημένη ανάμεσα στην ακαταστάλακτη πολυειδία της μικρής φόρμας (μουσικά και στιχουργικά βίντεο, φιλμάκια του YouTube και του Tik-Tok, της εμπορικής διαφήμισης, έργα μικρομηκάδων και αρτίστικα σποτ κάθε λογής, video poetry, video art κ.ο.κ.), η οποία αντιστοιχεί χονδρικά στο λυρικό ποίημα, από τη μια, και τον μακρύ χρόνο των «τηλεμυθιστορημάτων», που διεκδικούν το μέγεθος (πραγματικό και μεταφορικό) του έπους, από την άλλη, η ταινία η αποκαλούμενη μεγάλου (στην πράξη, μικρομεσαίου τώρα πια) μήκους, έχει την ευκαιρία να επανεύρει, ή και να εφεύρει εκ νέου, τον δικό της ζωτικό χώρο.
*Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής. Τελευταίο βιβλίο του η συλλογή δοκιμίων «Η πλάνη του Γκαίτε – Για μια κριτική του μεταφραστικού λόγου» (εκδ. Μικρή Άρκτος, 2022).