Με αφορμή τη συμπλήρωση σήμερα, 6 Φεβρουαρίου, ενός χρόνου χωρίς τη Μαριανίνα Κριεζή κοντά μας, αναδημοσιεύουμε ένα σπάνιο διήγημά της του 1971 – ίσως το μοναδικό που έχει γράψει.
Γράφει ο Κώστας Αγοραστός
Η Μαριανίνα Κριεζή ήταν σπουδαία. Σπουδαία όχι μόνο για τους εμπνευσμένους στίχους της Λιλιπούπολης και των τραγουδιών της υπόλοιπης δισκογραφίας της, τις ευαίσθητες και φιλοζωικές ραδιοφωνικές εκπομπές της και τα σπαρταριστά κείμενα που συνέγραφε για τις επιθεωρήσεις της «Ελεύθερης Σκηνής».
Αυτό που χαρακτήριζε τη Μαριανίνα Κριεζή είναι η αγάπη της για τις λέξεις και η ανάγκη επικοινωνίας της μέσω αυτών. Οι μοναδικές δύο ποιητικές συλλογές [Σχήματα και ρυθμοί, 1961 και Τα παλιά ονόματα, τα παλιά δέντρα, 1963] που εξέδωσε καθώς και η σύντομη αλληλογραφία που είχε με τον Γιώργο Σεφέρη [1], είναι ενδεικτικά μιας σεμνής αλλά με αυτοπεποίθηση δημιουργού.
Από το 1963 μέχρι και το 1977, χρονιά που ξεκίνησε να μεταδίδεται η Λιλιπούπολη, εντοπίσαμε μονάχα ένα διήγημά της – ίσως και το μοναδικό της.
Από το 1963 μέχρι και το 1977, χρονιά που ξεκίνησε να μεταδίδεται η Λιλιπούπολη, εντοπίσαμε μονάχα μια παρουσία της στα λογοτεχνικά «πράγματα»: Το 1971, μόλις επέστρεψε από τις σπουδές στην Ε.Ν.S. des Arts Décoratifs στο Παρίσι, δημοσιεύεται στο 2ο τεύχος του περιοδικού «Τραμ», ένα διήγημά της – ίσως και το μοναδικό της.
Η Μαριανίνα Κριεζή πέθανε στις 6 Φεβρουαρίου 2022.
[1] Το πρώτο γράμμα της Κριεζή δημοσιεύθηκε από τον Άκη Γαβριηλίδη σε ανάρτηση στο μπλογκ του, ο οποίος δημοσίευσε στη συνέχεια, με συνεπιμέλεια του Γιώργου Ι. Αλλαμανή, και την πρώτη απάντηση του Σεφέρη. Ολόκληρη η αλληλογραφία Σεφέρη – Κριεζή παρουσιάζεται από τον Νίκο Χριστοδούλου, στο πληρέστερο μέχρι στιγμής αφιέρωμα για τη Μαριανίνα Κριεζή από το διαδικτυακό περιοδικό «Χάρτης».
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΒΕΓΓΑΛΙΚΩΝ
η Μαρία
Από μακριά η Μαρία ήτανε σταυρός κι από κοντά ξύλινη γυναίκα. Τα δάχτυλά λιωμένα στη βροχή κι η χλόη να πρασινίζει τις μασχάλες. Μέσα στη δεξιά μασχάλη τέλειωνε μια χαραμάδα όπου τρυπώνανε σφήκες και σαλιγκάρια. Κι αποκεί που άλλοτε ήταν το πρόσωπο περνούσε κάθε μεσημέρι το ίδιο μυρμήγκι κουβαλώντας ένα πελώριο άσπρο ψίχουλο. Τ’ ανεβοκατέβαζε στο ένα στήθος τόσερνε στην κοιλιά και τόκρυβε ανάμεσα στα πόδια της.
Ανάμεσα στα πόδια της Μαρίας είδανε τα παιδιά ένα βαθύ τοπίο. Τίποτα δε σάλευε. Μόνον η ζέστη κυκλοφορούσε μέσα στις πέτρες. Ακουμπούσες το χέρι σου κι άκουγες το ένα κύμα να μπαίνει μέσα στ’ άλλο και να φουσκώνουνε μαζί. Και κάθε τόσο ερχότανε το μεγάλο κύμα. Τάπαιρνε και τα δύο στην αγκαλιά του και τα σήκωσε ψηλά ψηλά μέσα στη νύχτα.
Τη νύχτα που άλλαζε η Μαρία όπως όλα τα πράγματα όταν δεν τα βλέπει κανείς. Το κεφάλι της έγερνε στο πλάι και μια κλωστή από φως έφεγγε γύρω στο λαιμό της. Και το σώμα της γέμιζε κρότους. Το ξύλο που έτριζε κάθε τόσο σαν κάποιος να περπατούσε μέσα βαθιά. Μια σταγόνα του απαντούσε πέφτοντας, ύστερα δύο ζευγαρωμένες. Ένα πουλί παραμιλούσε στον ύπνο του κι ένα κλαδί έσπαζε μακριά.
Σιγά σιγά όλος ο κήπος γέμιζε κρότους. Τα παιδιά τούς άκουγαν από τα κρεβάτια τους και τους ήξεραν με τα ονόματά τους: Ο κρότος Ο κι ο κρότος Ι κι ο κρότος Ααα που έρχεται πάντα λίγο πριν από τον ύπνο.
Ανάμεσα στα πόδια της Μαρίας είδανε τα παιδιά ένα βαθύ τοπίο. Τίποτα δε σάλευε. Μόνον η ζέστη κυκλοφορούσε μέσα στις πέτρες. Ακουμπούσες το χέρι σου κι άκουγες το ένα κύμα να μπαίνει μέσα στ’ άλλο και να φουσκώνουνε μαζί.
το νεκροταφείο των πλοίων
Έτσι τα παιδιά φέρανε τη Μαρία στο νεκροταφείο των πλοίων. Είναι μια πολιτεία τραβηγμένη στην ακτή. Άλλα πλοία στηριγμένα με ξύλα κι άλλα πεσμένα στο ένα πλάι. Τα φανάρια τους τρυπάνε τα νύχτα.
Βαθιά σε κάθε αμπάρι όλα έχουν απομείνει όπως τάφηκαν οι πειρατές προτού γυρίσουνε στη γη. Ο ναυτικός χάρτης σχεδιασμένος στην πόρτα και μπηγμένα μέσα του τα σπαθιά και τα μαχαίρια. Η σούπα βράζει ακόμα στη γωνιά κι ένας πάγκος μακρύς είναι στρωμένος με ψητούς αστακούς και κούπες γεμάτες στρείδια και φουντούκια. Και στη μέση το κερί από τα γενέθλια που ματαιώθηκαν.
Από την οροφή κρέμει ένας σκελετός φάλαινας ολόκληρος και σημαιοστολισμένος. Όταν ανοίγεις το φινιστρίνι ο άνεμος περνάει μέσ’ από τα κόκαλα κι ο σκελετός αρχίζει να στριφογυρνάει σαν κάτι παλιές λατέρνες γεμάτες μουσική.
Τότε ανοίγουν ένα ένα μόνα τους τα κρυφά ντουλάπια. Είναι γεμάτα πολύτιμα πράγματα: πυξίδες και τράπουλες, μπουκάλια με λάδι αρωματικό και καύκαλα θαλασσινών αλόγων. Και γράμματα, χιλιάδες γράμματα που μυρίζουνε βιολέτα.
Ανάμεσά τους βρήκανε τα παιδιά μερικές οβάλ φωτογραφίες. Οι περισσότερες είναι θολές από την ομίχλη εκείνη που έχουν πάντα οι φωτογραφίες των νεκρών. Είναι οι μικρές αρραβωνιαστικές των ναυτικών με τα καλά τους. Όλες τους παχουλές και κατάπληκτες. Στέκουνε μπροστά στον μπουφέ με τον γάτο στην αγκαλιά και τα χέρια φορτωμένα βραχιόλια. Άλλες πάλι στην αυλή στην προκυμαία στο γιορτινό τραπέζι. Έχουνε μαλλιά όλο δαχτυλίδια και το στόμα δεμένο σε φιογκάκι. Πίσω από την κάθε φωτογραφία λίγα λόγια παντοτινής αγάπης κι ένα όνομα: Σοφία, Μαρσούλα, Φωτεινή.
Τα παιδιά τις κρεμάσανε με σερπαντίνες γύρω στα ξύλινα χωρίσματα που γέρνουν. Και κάτω από την κάθε μια κάρφωσαν έναν τεράστιον αστερία που σιγοκαίει σαν καντήλι.
Οι περισσότερες είναι θολές από την ομίχλη εκείνη που έχουν πάντα οι φωτογραφίες των νεκρών. Είναι οι μικρές αρραβωνιαστικές των ναυτικών με τα καλά τους. Όλες τους παχουλές και κατάπληκτες.
το ρόδι
— Κάτι λείπει ακόμα είπε η Μαρία.
Και τα παιδιά σκορπίσανε να ψάξουνε παντού. Τινάξανε πανιά κι αναποδογυρίσανε κιβώτια. Πασπατέψανε στα τυφλά τις σκοτεινές γωνιές. Αδειάσανε σωρούς από σκουπίδια. Μετακινήσανε σκοινιά και σίδερα. Και ξαφνικά το πιο μικρό παιδί που δεν είχε κανέναν από τους γονείς του έδειξε το ψηλότερο κατάρτι και ρώτησε:
— Τι γυαλίζει εκειπάνω;
Τότε ο φίλος του γδύθηκε κι άρχισε να σκαρφαλώνει. Σιγά σιγά όλα τα παιδιά στριμώχτηκαν ένα γύρο. Κανένα δε μίλησε. Μερικά ρουφούσανε τη μύτη τους κι έν’ άλλο με το δάχτυλο μεγάλωνε μια τρύπα στη φανέλα του.
Το παιδί έφτασε στην κορυφή και ξανάρχισε να κατεβαίνει. Γλιστρούσε πιασμένο με τ’ αριστερό του χέρι και με το δεξί βαστώντας κάτι σφιχτά στην αγκαλιά του. Κι άμα πάτησε κάτω πρόσφερε στη Μαρία ένα γιγάντιο ρόδι που έσταζε νερό. Η Μαρία το σήκωσε ψηλά γύρισε κατά την ανατολή και τόσπασε πάνω στην άγκυρα.
Το φλούδι σκίστηκε στα τέσσερα κι όλο το κατάστρωμα γέμισε πολύχρωμα γυαλάκια. Πολλά κατρακυλήσανε στη θάλασσα και πολλά σφηνώθηκαν ανάμεσα στα ξύλα. Όμως κάθε παιδί πρόλαβε ν’ αρπάξει κι από ένα. Το κρύψανε στις χούφτες τους πολύ προσεχτικά όπως κρύβεις ένα ζουζούνι για να μη σου φύγει. Σταθήκανε λίγο να το συλλογιστούνε. Κι ύστερα μισανοίξανε τα δάχτυλα και σκύψανε να δουν.
Έτσι τα πρόσωπα των παιδιών γίνανε κίτρινα ροζ ασημένια εκείνη τη νύχτα. Γίνανε μισά πράσινα και μισά μωβ. Άλλων ο γύρος έπιασε φωτιά. Οι φλόγες μια μια κρεμάστηκαν απ’ τα χαμηλωμένα βλέφαρα κι έμειναν ακίνητες. Κι άλλα πρόσωπα φέγγανε μ’ ένα χρώμα γαλάζιο τόσο πολύ απαλό που στο τέλος κόπηκαν από τον μίσχο τους και κυμάτιζαν σαν μεγάλες ανεμώνες.
Κριεζή Μαριανίνα, «Η βασίλισσα των βεγγαλικών (Αποσπάσματα)»
Τραμ, τχ. 2 (Δεκέμβρης 1971), σ. 41-43