baladeur

Διερωτήσεις για το μυθιστόρημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα «Ο ζητιάνος», έργο-σταθμός για τα ελληνικά γράμματα, με τη συνδρομή της μαρτυρίας του Πάτρικ Λη Φέρμορ στο βιβλίο του «Ρούμελη» (εκδ. Μεταίχμιο). Στην κεντρική εικόνα, καρέ από το γκράφικ νόβελ του Kanello Cob, που βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Καρκαβίτσα (εκδ. Polaris).

Γράφει ο Κώστας Ακρίβος

Πανούργος, αγύρτης, λαοπλάνος, υποκριτής, συμφεροντολόγος, εκδικητικός, ψευδολόγος, φιλοτομαριστής, θεομπαίχτης, κακόβουλος, άφιλος, ραδιούργος, διπλοπρόσωπος, καταφερτζής, σατανικός, τυχοδιώκτης, ανήθικος… Αυτά είναι μερικά από τα επίθετα που χαρακτηρίζουν τον βίο και την πολιτεία του κατά κόσμον Κώστα Τζιρίτη ή Τζιριτόκωστα, έτσι όπως ο εν λόγω αποκτά λογοτεχνική σάρκα και οστά στο εμβληματικό μυθιστόρημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα «Ο ζητιάνος» - ένα έργο-σταθμός για τα ελληνικά γράμματα, όχι μόνο για τις αφηγηματικές αρετές ή για το υψηλό επίπεδο λογοτεχνικότητας που το διακρίνουν, όσο κυρίως γιατί είναι η συνίζηση τριών μυθιστορηματικών ειδών: ηθογραφικό, κοινωνικοπολιτικό, ιστορικό. Το σκηνικό δράσης του μυθιστορήματος, η μικροκοινωνία του χωριού Νυχτερέμι, αποτελεί την επιτομή της ελληνικής κοινωνίας της υπαίθρου κατά το γύρισμα του 19ου αιώνα προς τον 20ο, με έκδηλη όλη την παθογένεια και τα ιστορικά παρεπόμενα της μετάλλαξης μιας αμελητέας οθωμανικής επαρχίας προς ένα νεοσύστατο κράτος, την εποχή που αυτό αγωνιά και φιλοδοξεί να ενταχθεί στον νέο γεωπολιτικό χάρτη της Ευρώπης.

Γνωστά όλα ετούτα και κάθε παραπέρα εξήγηση περιττεύει. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι κατά πόσο η μυθοπλασία συμβαδίζει και στηρίζεται στην πραγματικότητα ή είναι καθαρά προϊόν της έμπνευσης του συγγραφέα. Έχουν γραφτεί και έχουν ακουστεί πολλά για το κατά πόσο καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του λογοτεχνικού ζητιάνου η αληθινή περίπτωση ενός αντίστοιχου επαίτη και, επίσης, αν αυτό το πρόσωπο προέρχεται από κάποια κοινότητα του ελλαδικού χώρου, εν προκειμένω από τα Κράβαρα.

Καλύτερη πιστοποίηση του φαινομένου της επαγγελματικής επαιτείας από την εν λόγω περιοχή είμαι της γνώμης πως δεν μπορεί να υπάρξει παρά από τη μαρτυρία ενός άλλου συγγραφέα, ο οποίος υπήρξε αυτήκοος μάρτυρας μιας ανάλογης διήγησης, η οποία θα καταδείξει το προφανές: τα Κράβαρα ή Κράκουρα υπήρξαν η κοιτίδα μιας σειράς επαγγελματιών ζητιάνων΄ το ομολογεί άλλωστε και ο τελωνοφύλακας Βαλαχάς: «Το Μεσολόγγι γειτονεύει με την εξακουσμένη ζητιανοφωλιά της Ρούμελης…». Ο Βαλαχάς, που σημειωτέον ο Τζιριτόκωστας θα του επιφυλάξει τη χειρότερη τιμωρία-εκδίκηση στο τέλος του βιβλίου, συνοδεύοντας το μέλλον του παραμορφωμένου από την πυρκαγιά σαρκίου του, με μια ύψιστης κακίας ειρωνεία: «Να τον είχε κανείς Κραβαρίτης, τι παρά θα μάζωνε!...»

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, αυτός ο εξαιρετικός Εγγλέζος ταξιδιωτικός συγγραφέας, με τον «Ζητιάνο» υπό μάλης, βιβλίο που του το δάνεισε ο Κατσίμπαλης, ανηφορίζει προς τα Κράβαρα για να δει αν ανταποκρίνονται στην αλήθεια αυτά που γράφει ο Καρκαβίτσας.

Στο προκείμενο. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, αυτός ο εξαιρετικός Εγγλέζος ταξιδιωτικός συγγραφέας, με τον «Ζητιάνο» υπό μάλης, βιβλίο που του το δάνεισε ο Κατσίμπαλης, ανηφορίζει προς τα Κράβαρα για να δει αν ανταποκρίνονται στην αλήθεια αυτά που γράφει ο Καρκαβίτσας. Προπάντων, για να μάθει αν όντως οι γονείς σε εκείνα τα χωριά παραμόρφωναν τα χέρια και τα πόδια των νεογέννητων παιδιών τους, προκειμένου να γίνουν αργότερα επιδέξιοι ζητιάνοι – όλες αυτές τις εντυπώσεις ο Πάτρικ Λι Φέρμορ θα τις καταγράψει στο μνημειώδες βιβλίο του «Ρούμελη», που δεν έπαψε στιγμή να επανεκδίδεται και να διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον.

«Προσοχή μη σε μπολιαρέψουν!» προειδοποιούν τον Φέρμορ γελώντας οι κάτοικοι του τελευταίου οικισμού πριν από τα Κράβαρα, δηλαδή να μην τον πιάσουν κορόιδο. Φτάνοντας στο πρώτο χωριό, μένει κατάπληκτος από το άγονο της περιοχής, ενώ στο καφενείο οι κάτοικοι παίρνουν να του εξηγούν και να του μαθαίνουν τις πρώτες λέξεις της ιδιότυπης γλώσσας που χρησιμοποιούν μεταξύ τους οι ζητιάνοι στα ταξίδια, για να συνεννοούνται δίχως να τους καταλαβαίνουν οι άλλοι. Αφήνει πίσω του το χωριό Πλάτανος και συνεχίζει να ανηφορίζει. Επόμενος σταθμός το χωριό Περίστα – στον «Ζητιάνο» αναφέρεται ως Μπερίστα, όταν ο Τζιριτόκωστας υποκρινόμενος τον ναυτικό Χατζή Μπάκα, ψεύδεται πως το καράβι του ναυάγησε «ανάμεσα στους βράχους της Μαύρης Θάλασσας Μπέρκα και Μπερίστας», δείχνοντας στις Αρχές και τα πλαστογραφημένα μουντζουρωμένα έγγραφα.

Σιγά σιγά οι χωρικοί ανοίγονται στον άγγλο περιηγητή και, όλο καμάρι, αρχίζουν να διηγούνται τα κόλπα που επινοούσαν οι πρόγονοί τους για να μπολιαρέψουν τους αφελείς όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά σε όλα τα Βαλκάνια, ακόμα και στη Ρωσία: πώς πωλούσαν ευτελή αντικείμενα για πολύτιμα, πώς βάφτιζαν τα τιποτένιας αξίας σταυρουδάκια για Τίμιο Ξύλο, πώς μεταμφιέζονταν, πώς υποκρίνονταν τους ανάπηρους για να προκαλέσουν τον οίκτο… Σ΄ αυτό ακριβώς το σημείο ο Πάτρικ Λι Φέρμορ βρίσκει την αφορμή και ρωτάει: αληθεύει ότι παλαιότερα οι γονείς παραμόρφωναν οι ίδιοι τα μέλη των παιδιών τους, «ώστε να τα βοηθήσουν στην προδιαγεγραμμένη τους σταδιοδρομία»; Πέφτει σιωπή από τους χωρικούς. Κάποιος ψελλίζει πως ίσως αυτό να γινόταν τον παλιό καιρό· ένας άλλος, ότι μπορεί να είχε συμβεί μία και μοναδική φορά· ένας τρίτος, ότι δεν λείπουν από τον κόσμο οι κακοί άνθρωποι. Ο Φέρμορ σιωπά, καταλαβαίνει. Όμως, ποιος είναι καλύτερος να διηγηθεί τη ζωή και τα φερσίματα ενός κραβαρίτη επαίτη από έναν παλιό ζητιάνο; Και τέτοιος είναι ο γέρος που κάνει εκείνη τη στιγμή την εμφάνισή του μες στο καφενείο.

Ο μπαρμπα-Ηλίας είναι ενενήντα χρονών – πάει να πει, λίγο μικρότερος σε ηλικία από τον Τζιριτόκωστα, αν βέβαια αυτός ζούσε, αναλογιζόμενοι ότι από την εποχή που διαδραματίζεται ο «Ζητιάνος», δηλαδή λίγο πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, μέχρι αυτή τη στιγμή έχουν περάσει γύρω στα σαράντα χρόνια. Ο μπαρμπα-Ηλίας είναι κοτσονάτος, με χιονάτα μαλλιά, πρόσωπο όλο ρυτίδες και στόμα απ΄ όπου δεν λείπει ούτε ένα δόντι, ενώ το βλέμμα του έχει κάτι το θεατρινίστικο έτσι όπως στρίβει λαθραίο καπνό για να ανάψει τσιγάρο. Στα χέρια του κρατάει την παραδοσιακή μαγκούρα, που ήταν ο αχώριστος σύντροφος των μπολιάρηδων.

Ξεκινάει να μιλήσει για τη ζωή των παλιών ζητιάνων, λέγοντας πως το πρώτο που θα ΄πρεπε ένας Κραβαρίτης να ξεφορτωθεί, αν ήθελε να προκόψει, σ΄ αυτό το επάγγελμα, ήταν η τσίπα, η ντροπή.

Ξεκινάει να μιλήσει για τη ζωή των παλιών ζητιάνων, λέγοντας πως το πρώτο που θα ΄πρεπε ένας Κραβαρίτης να ξεφορτωθεί, αν ήθελε να προκόψει, σ΄ αυτό το επάγγελμα, ήταν η τσίπα, η ντροπή· μονάχα οπλισμένοι με ξετσιπωσιά μπορούσαν να αντέξουν κάθε είδους προσβολή. Ο Φέρμορ μεταφέρει τα λόγια του μπαρμπα-Ηλία: «Οι παλιοί Κραβαρίτες έδιωχναν τους υποψήφιους γαμπρούς των θυγατέρων τους με τα λόγια: ‘’Πήγαινε, παλικάρι μου! Έχεις ακόμη την τσίπα της ντροπής. Βγάλ’ την πρώτα και βλέπουμε΄΄».

Σειρά παίρνουν τώρα στη διήγηση του γέρου τα επαγγελματικά τεχνάσματα των ζητιάνων: Έπρεπε να παριστάνουν τους μονοπόδαρους, τους μονόχειρες, τους μουγγούς, τους παράλυτους, να γυρνούν τα μάτια και να κρεμιέται η γλώσσα τους. Πώς γινόταν αυτό; «Ο μπαρμπα-Ηλίας μάς είπε για έναν αρχιζητιάνο, άνθρωπο ψηλό και σωματώδη, που είχε τελειοποιήσει το κόλπο της τρομερής παραμόρφωσης: τα χέρια και τα πόδια του γίνονταν κουβάρι, το κεφάλι του έπεφτε παράλυτο, τα μάτια του γυρνούσαν, η γλώσσα του κρεμόταν: ‘’να, έτσι!’’. Με τούτα τα λόγια ο μπαρμπα-Ηλίας πήγε πέρα δώθε στην καρέκλα του και, όσο να πεις ‘’κύμινο’’, μεταμορφώθηκε σε σκιάχτρο. Το πρόσωπό του άλλαξε σε μπουρλέσκ μάσκα τραγωδίας· ένα σακάτικο χέρι τινάχτηκε και το τροπάρι ενός ικέτη ξεχύθηκε από τα χείλη του: ‘’Καλοί μου άνθρωποι, δώστε μια μπουκιά ψωμί ή μια δεκάρα σ’ έναν χριστιανό που είναι από γεννησιμιού του σακάτης κι έχει μία βδομάδα να βάλει ψίχουλο στο στόμα του. Ο Θεός, ο Χριστός, το Άγιο Πνεύμα κι όλοι οι άγιοι και οι προφήτες και οι μάρτυρες να σας δίνουν απλόχερα τις ευλογίες τους!’’. Η μεταμόρφωση, πλήρης και εκπληκτική, είχε λάβει χώρα εν ριπή οφθαλμού. Εξίσου ξαφνικά, χαλάρωσε και ξανάγινε ο κανονικός του εαυτός.»

Ο μπαρμπα-Ηλίας συνεχίζει τη διήγηση, λέγοντας τι έκανε εκείνος ο ζητιάνος όταν έφτασε σ΄ ένα βουλγάρικο χωριό όπου κατοικούσαν οι τρομεροί Πομάκοι, που τον αντιμετώπισαν με κοροϊδίες, προσβολές, σπρωξιές και κλοτσιές. Ξανά το κείμενο του Φέρμορ: «Το άντεξε όσο μπορούσε, όμως το αίμα του είχε αρχίσει να βράζει και ξάφνου–». Εδώ ο γερο-αφηγητής ξεδιπλώθηκε απ’ την καρέκλα του, πήδησε όρθιος και στάθηκε πάνω από τον φωτισμένο από τη λάμπα κύκλο. Κάτω από κείνα τα ψαρά φρύδια, τα μάτια του έριχναν βλέμματα σαν καμάκια από το ένα πρόσωπο στ’ άλλο. «…ξάφνου ίσιωσε το κορμί και τους κανόνισε!» Οι σφιγμένες γροθιές του μπαρμπα-Ηλία έσκισαν τον αέρα σ’ έναν στρόβιλο από δρεπανιές και ντιρέκτ και άπερκατ. […] Μπαμ! Πέφτανε ξεροί! […] Πρέπει να ’ταν και δέκα κερατάδες σωριασμένοι κατάχαμα! Και οι άλλοι! Να ’βλεπες τα μούτρα τους! Είχαν γουρλώσει τα μάτια λες κι είχε ξεπεταχτεί ο Διάβολος μέσ’ από την Κόλαση! Το ’βαλαν στα πόδια· η πλατεία του χωριού άδειασε’’».

Οι δρόμοι των παλιών ζητιάνων, κατά τον μπαρμπα-Ηλία, τους έβγαζαν στη Σερβία, περνούσαν τον Δούναβη, έφταναν στη Ρουμανία, στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, με μοναδικό εφόδιο το μυαλό τους.

Οι δρόμοι των παλιών ζητιάνων, κατά τον μπαρμπα-Ηλία, τους έβγαζαν στη Σερβία, περνούσαν τον Δούναβη, έφταναν στη Ρουμανία, στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, με μοναδικό εφόδιο το μυαλό τους. Έκλεβαν μπουγάδες, πουλερικά, πρόβατα, οι Κραβαρίτες είχαν το μυστηριώδες ταλέντο να κάνουν τα γουρούνια να σιωπούν και να τα κλέβουν στο σακί τους. Αλλά δεν έμεναν μονάχα στη ζητιανιά και στην κλεψιά. Ο Φέρμορ ξανά: «Μερικοί επαγγελματίες ήταν ακαταμάχητα γοητευτικοί στη φλυαρία τους· αν το πεδίο ήταν ελεύθερο, μετά τις ελεημοσύνες κι ένα καλό γεύμα ερχόταν το πλάκωμα (όπως λέγεται κοντόφθαλμα στη χυδαία καθομιλουμένη) της νοικοκυράς. Συνηθισμένοι καθώς ήταν στην αυστηρή ηθική της ελληνικής χωριάτικης ζωής, οι νεαροί ζητιάνοι ξαφνιάζονταν με την ευκολία και τη συχνότητα που τους δειχνόταν τούτη η εύνοια. Τα δρομολόγιά τους διανθίζονταν με σύντομα ξεφαντώματα σε αχερώνες και θημωνιές, και μερικές φορές με νύχτες σπιτικής θαλπωρής. Η ανατολική Ευρώπη, πίστευε ο μπαρμπα-Ηλίας, πρέπει να ήταν γεμάτη μικρούς Κραβαρίτες· ιδιαίτερα η Ρωσία…»

Εδώ τα μάτια του μπαρμπα-Ηλία λάμπουν στη θύμηση της Ρωσίας΄ ήταν για αυτόν αλλά και για τους άλλους ζητιάνους η γη της επαγγελίας. Οι κάτοικοι εκεί είναι βαρύθυμοι, μέθυσοι, σκαιοί, ορθόδοξοι σαν τους Έλληνες, γι΄ αυτό και θεοσεβούμενοι, δεισιδαίμονες, εύπιστοι και γενναιόδωροι. Αν και μετά την Επανάσταση του 1917 τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι Κραβαρίτες έβρισκαν τον τρόπο να εισχωρούν στον Καύκασο, να επισκέπτονται την Οδησό, τη Μαριούπολη, τη Μόσχα, την Τραπεζούντα, ως και τα μέρη της Κασπίας. Πολλοί έκαναν χρόνια να γυρίσουν πίσω. Όταν όμως γυρνούσαν στην πατρίδα τους, άδειαζαν τις κούφιες μαγκούρες και αποκεί μέσα ξεχυνόταν το χρυσάφι: ρούβλια, δηνάρια, λέι, χρυσές λίρες με τα κεφάλια των Αψβούργων, των Ρομανόφ, ένα μεταλλικό σμήνος από μονοκέφαλους και δικέφαλους αετούς.

Η Σιβηρία είναι το πιο μακρινό μέρος που είχε φτάσει ποτέ, σύμφωνα με τα λεγόμενα του μπαρμπα-Ηλία, ένας κραβαρίτης ζητιάνος. Το πρόσωπό του τώρα λάμπει στη θύμηση της ευπιστίας των Ρώσων: «Μπορούσες να κλέψεις ένα κόκαλο από έναν σκύλο και να το πουλήσεις στο αφεντικό του για κνήμη του Αγίου Βαρνάβα, να πάρεις ένα κομματάκι καυσόξυλο και να το βγάλεις στο σφυρί ως Τίμιο Ξύλο. Μια μακριά γενειάδα και μαλλιά ριγμένα στην πλάτη, μαζί με κάποιο θρησκευτικό σύμβολο, μετέτρεπαν αυτόν που τα φορούσε σε ελάσσονα προφήτη, κάνοντας να αναβρύσει ένας κουδουνιστός καταρράκτης από ελεημοσύνες. Ερωτικά φίλτρα φτιαγμένα από αλεύρι και πιπέρι, γιατρειές για τη στειρότητα, φυλαχτά για την κακή σοδειά ή το μάτι, όλα απέφεραν καλά λεφτά, ιδιαίτερα αν δίνονταν μαζί μ’ ένα ξόρκι. Έτρεφαν βαθιά πίστη στη μαγεία.»

Σ΄ αυτό το σημείο ο Φέρμορ αναρωτιέται σιωπηρά αν υπάρχουν ομοιότητες με παρόμοιες πεποιθήσεις σε απόμερες γωνιές της Ελλάδας, αλλά δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει τον συλλογισμό του γιατί τώρα ο μπαρμπα-Ηλίας έχει αρχίσει να εξιστορεί ένα περιστατικό με κάποιον χωριανό του, τον Λουκά, και τι έκανε αυτός σ΄ ένα μοναχικό αγροτόσπιτο στην Ουκρανία, όπου είχε ακούσει ότι η γυναίκα του αγρότη ήθελε παιδί. «Δήλωσε ότι ήταν Grtzki και Pravoslavnik –Έλληνας και ορθόδοξος– κι ότι ήξερε πώς να κάνει μια στείρα γόνιμη. “Είναι ιερό σπίτι αυτό” είπε. “Ένας ασημένιος σταυρός είναι θαμμένος εδώ”. Η γυναίκα του αγρότη τον ρώτησε τι εννοούσε. “Ναι” της είπε, “ένας ασημένιος σταυρός. Το νιώθω”. Ο Λουκάς άρχισε να τριγυρνάει στο δωμάτιο με κλειστά τα μάτια και με τα χέρια απλωμένα σαν υπνοβάτης. “Εδώ είναι!” φώναξε δείχνοντας το δάπεδο. Η γυναίκα έφερε ένα μαχαίρι κι έσκαψε στο χωμάτινο δάπεδο εκεί που της έδειχνε, και να σου ένας μικρός τενεκεδένιος σταυρός· ο Λουκάς είχε χωθεί μέσα και τον είχε θάψει νωρίς εκείνο το πρωί, ενώ εκείνη τάιζε τα ζώα. Έπειτα απ’ αυτό, πίστευε ό,τι της έλεγε ο Λουκάς. Τον έβλεπε σαν άγιο. Της πούλησε ένα φυλαχτό φτιαγμένο από κάτι σκουπίδια κι έπειτα τη ρώτησε αν θα ήθελε δίδυμα αγόρια, αλλά θα έπρεπε να δώσει τα διπλά. Γεμάτη ευγνωμοσύνη αυτή, του φίλησε το χέρι: θα του έδινε ό,τι της ζητούσε. Λοιπόν!… Είχε μεγάλα γαλάζια μάτια, ήταν στρουμπουλή σαν πέρδικα. Ο παλιάνθρωπος έμεινε εκεί όλο το απόγευμα, και στο τέλος εκείνη έβγαλε το πάπλωμα απ’ το κρεβάτι και του το ’δωσε. Αυτός το έριξε στον ώμο του κι έφυγε. Να ’χε κάνει τρία χιλιόμετρα, όταν είδε έναν καβαλάρη να καλπάζει στο κατόπι του· ο σύζυγος! Ο Λουκάς κάθισε σ’ ένα πρέμνο και περίμενε. “Τι ’ναι όλα αυτά τα ψέματα που είπες στη γυναίκα μου;” είπε με βροντερή φωνή. “Δώσ’ μου πίσω το πάπλωμα!” “Αν είπα ψέματα” είπε με αξιοπρέπεια ο Λουκάς, “να πάρει φωτιά τούτο δω το πάπλωμα!”. Ο σύζυγος το άρπαξε σιωπηλός και ξεκίνησε καλπάζοντας για το σπίτι. Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Ξάφνου ο καβαλάρης σταμάτησε κι ο Λουκάς είδε μια μεγάλη φλόγα και καπνό να βγαίνουν απ’ το πάπλωμα! Ο αγρότης το έριξε πέρα τρομαγμένος και, γυρνώντας με καλπασμό, ξεκαβαλίκεψε τρέμοντας ολόκληρος κι έπεσε στα γόνατα ζητώντας να τον συγχωρέσει. Έβαλε τον Λουκά στο άλογο πίσω του, τον πήγε πίσω στο αγρόκτημα και τον γέμισε χρυσάφι. Του ζήτησε να μείνει για έναν μήνα, για έναν χρόνο, για πάντα. Όμως εκείνος έφυγε το επόμενο πρωί, πολύ πιο πλούσιος’’. Αυτή η ανάμνηση έκανε τον μπαρμπα-Ηλία να σκάσει σε πνιχτά γέλια. Όλοι τον ρωτήσαμε τι είχε γίνει. ‘’Όταν είδε τον σύζυγο να έρχεται’’ είπε ο μπαρμπα-Ηλίας, ‘’άναψε ένα απ’ αυτά’’, έδειξε την ίσκα που χρησιμοποιούσε για προσάναμμα στο τσακμάκι του, ‘’και το έχωσε μες στο πάπλωμα. Ο άνεμος σύντομα φρόντισε για τα υπόλοιπα.’’ Όμως δεν ήταν αυτό το τέλος.

Ένα δωδεκάμηνο αργότερα, στον γυρισμό προς τα δυτικά έπειτα από πολλά ταξίδια, ο Λουκάς έχασε τον δρόμο σ’ έναν κάμπο μια νύχτα. Ήταν πίσσα σκοτάδι, χωρίς φεγγάρι. Βρήκε έναν αχερώνα, μπήκε και κοιμήθηκε στο άχυρο. Όταν ξημέρωσε, εκεί έξω στην αυλή να σου ο αγρότης! Ο Λουκάς είχε γυρίσει στο ίδιο μέρος κατά λάθος! ‘’Την έβαψα” σκέφτηκε. “Αν με δει, θα με τουλουμιάσει! Άιιι!” Προσπάθησε να ξεγλιστρήσει, όμως ο αγρότης τον είδε. “Παναγιά μου, τώρα δεν τη γλιτώνω!” σκέφτηκε ο Λουκάς. Όμως ο αγρότης έτρεξε, τον αγκάλιασε και τον έπνιξε στα φιλιά. “Ευεργέτη μου!” φώναζε ξανά και ξανά. Οδήγησε τον Λουκά μες στο σπίτι. Η γυναίκα του αγρότη έχυνε δάκρυα χαράς και μες στην κούνια ήταν δυο υπέροχα αγόρια! Τον γέμισαν λεφτά ξανά· έσφαξαν ένα γουρουνάκι γάλακτος κι άνοιξαν το καλύτερο κρασί. Σε ένα δίωρο, ο αγρότης ήταν τύφλα στο μεθύσι και ροχάλιζε πεσμένος χάμω. Τα δίδυμα κοιμούνταν του καλού καιρού στην κούνια τους και μόνο ο Λουκάς και η γυναίκα του αγρότη ήταν ξύπνιοι. Κι έτσι…» Ο μπαρμπα-Ηλίας σταμάτησε. Οι ώμοι του και τα χέρια του σηκώθηκαν κι απλώθηκαν με τις παλάμες προς τα πάνω· ύστερα τα χέρια του, σαν να μην ήταν συμφιλιωμένα με τη σκέψη αυτών των παλιών ξανακυλισμάτων στην αμαρτία, έπεσαν άτονα ανάμεσα στα γόνατά του. Το χιονόλευκο κεφάλι του κουνήθηκε και η γλώσσα του πλατάγισε αργά και θλιμμένα, υποτίθεται σε αποδοκιμασία που, όταν σήκωσε τα μάτια, μέσα της έκλεινε το κέφι που είχε μεταδώσει ο ίδιος σ’ όλη την ταβέρνα. Ανέβασε το φιτίλι της λάμπας και κοίταξε γύρω, το πιο φωτεινό τώρα κιαροσκούρο των εύθυμων προσωπείων μας. ‘’Απερίγραπτα καμώματα» συνέχισε ο γέρος καθώς το χαμόγελό του, πλαταίνοντας, έκανε αμέτρητες έντονες ρυτίδες να χαραχτούν ξανά’’.»

zhtianos 3Ο μπαρμπα-Ηλίας ολοκληρώνει τη διήγηση των αναμνήσεών του με τον Χάρη και τον Πάνο από το χωριό Ποκίστα που, κατά τη γνώμη του, ήταν οι χειρότεροι, δηλαδή οι πιο ικανοί. Έφταναν σ΄ ένα ρωσικό χωριό, κουβαλώντας ο Χάρης τον Πάνο στην πλάτη και ύστερα ο Πάνος έκανε τον πεθαμένο, καθώς είχε την ικανότητα να δείχνει ότι χαροπαλεύει και μετά να γίνεται το πρόσωπό του σταχτί, τα μάτια γυάλινα, δίχως να ανασαίνει. «Τα χαρακτηριστικά του μπαρμπα-Ηλία μιμήθηκαν για ένα δευτερόλεπτο τον μορφασμό ενός ετοιμοθάνατου, με ανησυχητική αληθοφάνεια, κι ύστερα ξανάγινε εξίσου απότομα φυσιολογικός.»

«Αναρωτιέμαι τι θα πίστευαν όταν το ανακάλυπταν οι Ρώσοι, όταν έβλεπαν άδειο το δωμάτιο την επόμενη μέρα», ρωτάει κάποιος απ΄ τους θαμώνες. Ο μπαρμπα-Ηλίας στάθηκε στο κατώφλι· το πρόσωπό του, φωτισμένο από κάτω, μάκρυνε συλλογισμένο. «Ποιος ξέρει;» Σκέφτηκε μια πιθανή απάντηση και η μακριά του όψη διαλύθηκε σε κεφάτα κομμάτια. Η άκρη της μαγκούρας του σηκώθηκε από κάτω και στριφογύρισε γρήγορα, σχεδιάζοντας ένα τιρμπουσόν, ώσπου άγγιξε το κεντρικό δοκάρι στο ταβάνι. «Θα πίστευαν ίσως ότι αναλήφθηκε στον Παράδεισο σαν τον άγιο που ’χω το όνομά του, τον μεγάλο προφήτη Ηλία». Ακολούθησε κι άλλο ξέσπασμα ευθυμίας. Ο μπαρμπα-Ηλίας μάς άφησε με μια πλατιά, κυματιστή κίνηση του χεριού –«Καληνύχτα, παιδιά»– και χάθηκε στο σκοτάδι.

Αυτός και τέτοιος λοιπόν είναι ο μπαρμπα-Ηλίας, ο παλιός επαίτης. Πόσες απ΄ όσες ιστορίες διηγήθηκε είναι βιώματα άλλων ζητιάνων και πόσα δικά του, που όμως τα μετακόμισε στο όνομα άλλων, ούτε ο Φέρμορ ούτε κανείς από τους παρευρισκόμενους το διευκρινίζει. Με λίγα λόγια, ο μπαρμπα-Ηλίας μπολιάρεψε τους πάντες, ακόμα και εμάς, τους αναγνώστες του Φέρμορ.

Ανάλογης επιδεξιότητας είναι, βέβαια, ο ζητιάνος του Καρκαβίτσα, που το κυριότερο προσόν του δεν είναι άλλο από εκείνο με το οποίο τον στολίζει ο συγγραφέας: «Το μυαλό του ήταν γόνιμο σε μυθοπλασίες της στιγμής», καθώς όπως είναι επινοητικός και καταφερτζής γνωρίζουμε ότι θα αναστατώσει σε βαθμό ισοπέδωσης ένα ολόκληρο χωριό.

Με λίγα λόγια, ο Καρκαβίτσας άλλο δεν έκανε παρά να «πατήσει» πάνω στη σκληρή παράδοση των κραβαριτών επαιτών και να πλάσει έναν χαρακτηριστικό τύπο της ελληνικής εποχής εκείνων των χρόνων, τον αδίστακτο εκμεταλλευτή του ανθρώπινου πόνου, το αμείλικτο αρπακτικό των περιστάσεων, με μια απαράμιλλη συγγραφική τεχνική, που καθιστά τον «Ζητιάνο» βιβλίο που θα προσφέρει αναγνωστική ευδαιμονία σε πολλές γενιές και για πολλά χρόνια ακόμη.

* Ο Κώστας Ακρίβος είναι συγγραφέας.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Σερ Τόμας Μορ»: Το άγνωστο έργο του Σαίξπηρ μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά

«Σερ Τόμας Μορ»: Το άγνωστο έργο του Σαίξπηρ μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά

Ο ουμανιστής συγγραφέας και φιλόσοφος της Αναγέννησης, Τόμας Μορ, λόγω του αντιφατικού χαρακτήρα του απασχόλησε πολλούς θεατρικούς συγγραφείς, μεταξύ άλλων και τον Σαίξπηρ. Το συγκεκριμένο έργο μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νίκας. Kεντρική εικόνα: © thomasmorestud...

Λογοτεχνία και πραγματικότητα: τι καινούργιο συμβαίνει τα τελευταία χρόνια

Λογοτεχνία και πραγματικότητα: τι καινούργιο συμβαίνει τα τελευταία χρόνια

«Η λογοτεχνία πάντα συνομιλούσε με την πραγματικότητα (δηλαδή την έξω από αυτή ζωή), με όσες σημασίες κι αν δώσει κανείς στην πραγματικότητα και με όσους τρόπους επιχειρήσει να ορίσει αυτή τη συνδιαλλαγή».

Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης

Η λογοτεχνία ...

Χρήστος Νάτσης: Ο Γουίλιαμ Μπάροουζ και οι αρνητικές αξίες της ζωής

Χρήστος Νάτσης: Ο Γουίλιαμ Μπάροουζ και οι αρνητικές αξίες της ζωής

Μια συνολική αποτίμηση του έργου του Γουίλιαμ Μπάροουζ [William S. Burroughs]. Το ύφος, οι θεματικές και η γλώσσα που ανέπτυξε ο σημαντικός Αμερικανός συγγραφέας στα εμβληματικότερα βιβλία του. Κεντρική εικόνα: © Wikipedia. 

Γράφει ο Χρήστος Νάτσης

...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Η μοναχοκόρη» της Γκουαδαλούπε Νέτελ (κριτική) – Οι πολλαπλές αποχρώσεις της μητρότητας

«Η μοναχοκόρη» της Γκουαδαλούπε Νέτελ (κριτική) – Οι πολλαπλές αποχρώσεις της μητρότητας

Για το βιβλίο «Η μοναχοκόρη» της Γκουαδαλούπε Νέτελ [Guadalupe Nettel] (μτφρ. Νάννα Παπανικολάου, εκδ. Ίκαρος). Kεντρική εικόνα: έργο της street artist Οla Volo © olavolo.com.

Γράφει η Φανή Χατζή

Όσο η άποψη ότι ο γενε...

«TACK»: Μια ταινία για τη δύναμη του καλού με πρωταγωνίστριες τις Σοφία Μπεκατώρου και Αμαλία Προβελεγγίου

«TACK»: Μια ταινία για τη δύναμη του καλού με πρωταγωνίστριες τις Σοφία Μπεκατώρου και Αμαλία Προβελεγγίου

Για το ντοκιμαντέρ «TACK» (παραγωγή Onassis Culture) της Βάνιας Τέρνερ με πρωταγωνίστριες τη Σοφία Μπεκατώρου, που πρώτη ξεκίνησε το ελληνικό #MeToo, και την Αμαλία Προβελεγγίου, της οποίας η καταγγελία για βιασμό από τον προπονητή της από τα έντεκά της οδήγησε στην πρώτη δίκη-ορόσημο όχι μόνο για τη δικαίωσή της αλ...

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος στη Στέγη με «Γκοντό» και ιταλικό θίασο: μια παράσταση-σταθμός

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος στη Στέγη με «Γκοντό» και ιταλικό θίασο: μια παράσταση-σταθμός

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος σκηνοθετεί το εμβληματικό κείμενο του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» (1948) στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης από τις 15 μέχρι και τις 19 Μαΐου. Η παράσταση είναι στα ιταλικά με ελληνικούς υπέρτιτλους.

Επιμέλεια: Book Press

...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Μαργαρίτα Ιορδανίδη» του Μιχάλη Μακρόπουλου (προδημοσίευση)

«Μαργαρίτα Ιορδανίδη» του Μιχάλη Μακρόπουλου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου «Μαργαρίτα Ιορδανίδη», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 19 Απριλίου από τις εκδόσεις Κίχλη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Εἶχαν πιάσει γιὰ τὰ καλὰ οἱ ζέστες, καὶ τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ κανόνισαν ν...

«Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» του Αντρές Μοντέρο (προδημοσίευση)

«Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» του Αντρές Μοντέρο (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Αντρές Μοντέρο [Andrés Montero] «Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου), το οποίο κυκλοφορεί στις 17 Απριλίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Η μονομαχ...

«Σχολείο για την αγάπη» της Ολίβια Μάνινγκ (προδημοσίευση)

«Σχολείο για την αγάπη» της Ολίβια Μάνινγκ (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ολίβια Μάνινγκ [Olivia Manning] «Σχολείο για την αγάπη» (μτφρ. Φωτεινή Πίπη), το οποίο κυκλοφορεί στις 23 Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Όταν έφτασαν στην κορυφή του λό...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Μεγάλο το θέμα, μικρό το δέμας: 21 βιβλία για τη «μικρή» ή τη «σύντομη» ιστορία του… οτιδήποτε

Μεγάλο το θέμα, μικρό το δέμας: 21 βιβλία για τη «μικρή» ή τη «σύντομη» ιστορία του… οτιδήποτε

Υπάρχει μια «μικρή» ή μια «σύντομη» ιστορία για το… οτιδήποτε. Οι τίτλοι βιβλίων που επιχειρούν (και καταφέρνουν) να συμπυκνώσουν μεγάλα θέματα σε, συνήθως, ολιγοσέλιδα βιβλία είναι πάρα πολλοί. Εντυπωσιακά πολλοί. Στην παρακάτω πολύ ενδεικτική επιλογή είκοσι ενός βιβλίων μπορεί καν...

Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου 2024: «Με ένα βιβλίο πετάω!» ξανά... – 12 βιβλία για το μεγάλο ταξίδι της ανάγνωσης

Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου 2024: «Με ένα βιβλίο πετάω!» ξανά... – 12 βιβλία για το μεγάλο ταξίδι της ανάγνωσης

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου (23 Απριλίου) επιλέγουμε 12 βιβλία που μας βάζουν στα ενδότερα της λογοτεχνίας και μας συνοδεύουν στο ταξίδι της ανάγνωσης.

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

Στις 23 Απριλίου γιορτάζουν τα βιβλ...

Δεν είναι «έγκλημα πάθους» είναι γυναικοκτονία: 5 μελέτες για την έμφυλη βία

Δεν είναι «έγκλημα πάθους» είναι γυναικοκτονία: 5 μελέτες για την έμφυλη βία

Πέντε μελέτες αναδεικνύουν τις νομικές και κοινωνικές διαστάσεις των γυναικοκτονιών και συμβάλλουν στην κατανόηση των αιτίων που προκαλούν την πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας. Επειδή οι γυναικτοκτονίες δεν είναι «εγκλήματα πάθους» αλλά ανθρωποκτονίες με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Γράφει η Φανή Χ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

15 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2023

Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα: Επιλογή 100 βιβλίων, ελληνικών και μεταφρασμένων, από τη βιβλιοπαραγωγή του 2023. Επιλογή: Συντακτική ομάδα της Book

ΦΑΚΕΛΟΙ