
Για τη μελέτη του Κώστα Ζωτόπουλου Το ερωτικό πάθος και η ορθόδοξη πίστη στην ποίηση του Βασίλη Δημητράκου (εκδ. Μπιλιέτο).
Του Παναγιώτη Γούτα
Εύστοχο και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον το δοκίμιο του Κώστα Ζωτόπουλου (1958) –τύπωσε επίσης διηγήματα και ποιήματα στις εκδόσεις Τόπος– που τιτλοφορείται Το ερωτικό πάθος και η ορθόδοξη πίστη στην ποίηση του Βασίλη Δημητράκου και κυκλοφόρησε από τη σειρά Οκτασέλιδο+ των εκδόσεων Μπιλιέτο το 2015. Ο συγγραφέας κατ’ ουσίαν τοποθετεί στο μικροσκόπιο της κριτικής και της ανάλυσης την τελευταία συγκεντρωτική συλλογή ποιημάτων του Δημητράκου, το Στίγματα φέρω (ποιήματα 1997-2012, Μπιλιέτο, 2013) εντοπίζοντας στα ποιήματά του τη συνύπαρξη και τον συγκερασμό του ερωτικού πάθους με την ορθόδοξη πίστη. Βέβαια, για αυτόν τον συγκερασμό, μίλησαν στο παρελθόν και άλλοι κριτικοί αναφορικά με τον Δημητράκο, όμως πρώτη φορά γίνεται τόσο διεξοδικά και αναλυτικά, σχεδόν ποίημα προς ποίημα, η επισήμανση αυτού του τόσο ιδιαίτερου δίπολου στη συνολική ποιητική παραγωγή του ποιητή και εκδότη από την Παιανία.
Η εξομολόγηση στην ποίηση του Δημητράκου «θυμίζει λίγο και απηχεί μια άλλη εξομολόγηση του μακρινού παρελθόντος, όπως γινόταν κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού».
Από το σύνολο των άκρως ενδιαφερουσών και χρήσιμων επισημάνσεων του Ζωτόπουλου θα σταθώ ιδιαίτερα στα παρακάτω σημεία: Πως η εξομολόγηση στην ποίηση του Δημητράκου «θυμίζει λίγο και απηχεί μια άλλη εξομολόγηση του μακρινού παρελθόντος, όπως γινόταν κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού» (αναφέρεται στη δημόσια εξομολόγηση και το «εξομολογείσθε αλλήλους τα παραπτώματα, και εύχεσθε υπέρ αλλήλων, όπως ιαθήτε…» σελ. 2). Στον διαχωρισμό των ποιημάτων του Δημητράκου στα αμιγώς ερωτικά και σε κείνα όπου συνυπάρχει το ερωτικό και το θρησκευτικό στοιχείο. Στην ομοιότητα του ποιήματος του Δημητράκου «Σπουδαστής ιχθυολογίας» με το καβαφικό «Μισή ώρα», ως προς την κοινή τους σκηνοθεσία. Στον παραλληλισμό του στίχου του Δημητράκου «δόντι δεν έτριξε» με το ευαγγελικό «οστούν ου συντριβήσεται» από το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, αναφορικά με το ποίημα του πρώτου «Τρία σκυλιά» (σελ. 4). Στον σχολιασμό του ποιήματος του Δημητράκου «Αγρύπνια» και στη διαπίστωση πως ο τίτλος της συγκεντρωτικής του συλλογής είναι παρμένος από στίχο της νεκρώσιμης ακολουθίας: «Εικών ειμί της αρρήτου δόξης σου, ει και στίγματα φέρω πταισμάτων, οικτίρισον τον σον πλάσμα…»
Αντιγράφω δυο ολόκληρες προτάσεις που νομίζω πως συμπυκνώνουν την ουσία της ποίησης του Δημητράκου, διατυπωμένες από τον Ζωτόπουλο: «Η ποίηση του Βασίλη Δημητράκου συνδυάζει ρεαλιστικά, μεταφυσικά και θρησκευτικά στοιχεία και είναι διαυγής, με ευνόητες και παραστατικές αλληγορίες, συμβολισμούς και παραλληλισμούς. Είναι σπάνια η ακριβολογία και η λιτότητα της έκφρασής του, καθώς και η δημιουργία μιας ιδιαίτερης ατμόσφαιρας» (σελ. 18)
Διαχωρίζει το στοιχείο της θρησκευτικής προσήλωσης του Δημητράκου από εκείνο του μέντορά του, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, αφού στον πρώτο συνολικά επικρατεί το δίδαγμα της εκκλησίας, η αγάπη και η καρτερία, ενώ στον Ντίνο Χριστιανόπουλο η προσήλωση και η υποταγή αφορούν το ίδιο του το πάθος.
Περισσότερες ουσιαστικές και χρήσιμες παρατηρήσεις διακρίνω στις τέσσερις τελευταίες σελίδες του δοκιμίου (σελ. 18-22), που αποτελούν τρόπον τινά την απόληξη ή τον επίλογο του όλου πονήματος. Εδώ ο Ζωτόπουλος προχωρά από τις φιλολογικές αναλύσεις και διαπιστώσεις των προηγούμενων σελίδων του (που κι αυτές έχουν την αξία τους) σε πιο καίριες κριτικές και συγκριτικές επισημάνσεις. Διαχωρίζει το στοιχείο της θρησκευτικής προσήλωσης του Δημητράκου από εκείνο του μέντορά του, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, αφού στον πρώτο συνολικά επικρατεί το δίδαγμα της εκκλησίας, η αγάπη και η καρτερία, ενώ στον Ντίνο Χριστιανόπουλο η προσήλωση και η υποταγή αφορούν το ίδιο του το πάθος. Διακρίνει στους στίχους του Ντίνου Χριστιανόπουλου κυνισμό και έντονο το αίσθημα των τύψεων και της αμαρτίας, ενώ στην ποίηση του Βασίλη Δημητράκου ο έρωτας «δεν παρουσιάζεται μόνο ως αμαρτία, σύμφωνα με τα θρησκευτικά πιστεύω, αλλά είναι ταυτόχρονα και αρμονική… υπό την έννοια ότι ο έρωτας για τον άνθρωπο είναι κατά βάθος έρωτας για τον Θεό…» (σελ. 20). Επίσης ο Ζωτόπουλος εύστοχα διακρίνει πως ο Δημητράκος έχει κληρονομήσει από τον Καβάφη (την κοινή ποιητική τους κοίτη με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο) «το θάρρος της έκφρασης, τη σαφήνεια της διατύπωσης, τον εξομολογητικό τρόπο και τα πεζολογικά στοιχεία» (σελ. 19). Και παρακάτω λέει: «Κοινά χαρακτηριστικά των δύο (δηλ. του Βασίλη Δημητράκου και του Ντίνου Χριστιανόπουλου) με τον κυριότερο πνευματικό τους πρόγονο είναι η κρυμμένη, εσωτερική μουσικότητα, η τέλεια σχεδόν έλλειψη κάθε επιθέτου, η λιτή, υποβλητική έκφραση και η καθαρότητα στο ύφος.». Για να καταλήξει στο δοκίμιό του ο συγγραφέας: «Και από την άποψη αυτή είναι πολύ εύστοχος ο ερανισμός των δύο λέξεων του τίτλου του βιβλίου του Δημητράκου από τον οικείο του υμνωδό Ιωάννη Δαμασκηνό: «Στίγματα φέρω», ώστε τα ποιήματά του να μπορούν να θεωρηθούν ως προγυμνάσματα ενός σύγχρονού μας υμνωδού» (σελ. 22).
Στην περίπτωση του Δημητράκου, που είναι βαθιά εξομολογητικός, ρεαλιστής, σχεδόν αυτοβιογραφούμενος, αυτή η φράση [«το ποιητικό υποκείμενο»] φαντάζει ψυχρή, επίπλαστη και κάπως περισπούδαστη.
Μία μόνο σχολαστική παρατήρηση για κάτι που δεν μου «χτύπησε» καλά στο εξαίρετο κατά τα άλλα δοκίμιο του Κώστα Ζωτόπουλου. Στις φιλολογικού τύπου ερμηνείες-διαπιστώσεις του πρώτου μέρους του κειμένου του, όπου αναλύει ποίημα προς ποίημα τον συγκερασμό θρησκευτικότητας και ομοερωτικού πάθους του Δημητράκου, κάνει τουλάχιστον δύο φορές χρήση της φράσης «το ποιητικό υποκείμενο», αναφερόμενος προφανώς στον ίδιο τον ποιητή. Αντιλαμβάνομαι πως αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος αναφοράς σε ένα κριτικό κείμενο για ένα ποιητικό βιβλίο ή για ένα συγκεντρωτικό βιβλίο ποίησης, όταν ο δοκιμιογράφος θέλει, ουδέτερα και αποστασιοποιημένα, να αναφερθεί στο πρόσωπο του ποιητή. Όμως στην περίπτωση του Δημητράκου (όπως φυσικά θα συνέβαινε και με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο), που είναι βαθιά εξομολογητικός, ρεαλιστής, σχεδόν αυτοβιογραφούμενος (παιδί της «Διαγωνίου» και του ποιητικού κλίματος που δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη ο Ντίνος Χριστιανόπουλος), αυτή η φράση φαντάζει ψυχρή, επίπλαστη και κάπως περισπούδαστη, παράταιρη και με την ποίηση του Βασίλη Δημητράκου αλλά και με την ιδιοσυγκρασία του. Εξάλλου, όταν αλλού χαρακτηρίζεις τον ποιητή «παπαδοπαίδι» προσδίδοντας στο κριτικό δοκίμιο τη μορφή μαρτυρίας, κι αλλού, φιλολογίζοντας, τον αποκαλείς «ποιητικό υποκείμενο», φωνάζει το πράγμα πως θα έπρεπε να βρεθεί η κοινή συνισταμένη των δύο παραπάνω τρόπων: ίσως η βαθιά, μεστή και ξεκάθαρη λέξη «ποιητής» να ήταν υπεραρκετή.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Το ερωτικό πάθος και η ορθόδοξη πίστη στην ποίηση του Βασίλη Δημητράκου
Κώστας Ζωτόπουλος
Μπιλιέτο 2015
Σελ. 24, τιμή εκδότη €6,36
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΖΩΤΟΠΟΥΛΟΥ