
Της Εύας Στάμου
Ο δημοσιογραφικός λόγος, ιδίως κατά τις προεκλογικές περιόδους, μπορεί να αποφεύγει την εξειδίκευση και να εντρυφεί στις γενικεύσεις. Είναι όμως σαφές ότι κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά σε ένα τραυματικό γεγονός (ένα ατύχημα, ένα βίαιο συμβάν, μια φυσική καταστροφή), και βιώνει διαφορετικά μια δυσάρεστη κατάσταση (όπως είναι η οικονομική, ή μια οικογενειακή ή προσωπική κρίση).
Ορισμένοι ανασυγκροτούν τις δυνάμεις τους σχετικά γρήγορα και συνεχίζουν την καθημερινότητά τους χωρίς ανυπέρβλητα προβλήματα, ενώ άλλοι αγωνίζονται για μήνες ή και χρόνια να ξεπεράσουν τα συμπτώματα της διαταραχής ενός μετατραυματικού στρες.
Οι λόγοι για τις διαφορές αυτές είναι πολλοί. Αρκετοί βιολόγοι ισχυρίζονται ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τις αντιξοότητες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα γονίδια που καθορίζουν τις χημικές ουσίες του εγκεφάλου μας, όπως είναι η σεροτονίνη, η οποία ρυθμίζει -μεταξύ άλλων- την διάθεσή μας, την αντοχή μας στο άγχος, και τον ύπνο μας. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες σε οικογένειες που επέζησαν από τον σεισμό της Αρμενίας, τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης συνδέονται άμεσα με την τάση κάποιων ανθρώπων να αναπτύσσουν μετατραυματικές διαταραχές.
Άλλοι λόγοι έχουν να κάνουν με το πρακτικό και συναισθηματικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύχθηκε η προσωπικότητά μας (αν για παράδειγμα χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε οξύτατες δυσκολίες, ή να βιώσουμε τραυματικές εμπειρίες μεγαλώνοντας ή αν, αντιθέτως, είχαμε διαρκή συναισθηματική στήριξη στις προκλήσεις που φυσιολογικά συνδέονται με την ψυχική εξέλιξη και νοητική ωρίμανση του κάθε ανθρώπου), καθώς και με ένα πλήθος χαρακτηριστικά που συνθέτουν το αφήγημα της ζωής μας (το παρελθόν και τις ιδιωτικές στιγμές μας, τις προσωπικές δεξιότητες, τη νοοτροπία, και φιλοσοφία ζωής μας) και, τέλος, την περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα.
Σύμφωνα με τα περισσότερα ΜΜΕ οι «φυσιολογικές» αντιδράσεις σε μία οποιαδήποτε κρίση κυμαίνονται από την κατάθλιψη έως την απόγνωση που μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικές ή αυτοκαταστροφικές πράξεις. Η αλήθεια όμως είναι ότι στην περίπτωση μιας έντονης, μακροχρόνιας κοινωνικοοικονομικής κρίσης, αρκετοί άνθρωποι «παγώνουν», κάποιοι αναλώνονται στην γενικόλογη καταγγελία και καθύβριση των πάντων, ενώ κάποιοι άλλοι αντιδρούν δημιουργικά, με το να γίνουν πιο δραστήριοι κι επινοητικοί.
Μεγάλο ρόλο σε αυτό παίζει το αν κάποιος κινείται ήδη σε ένα περιβάλλον που ευνοεί τη δράση και τη δημιουργία, καθώς και η ηλικία, αφού οι νεότεροι άνθρωποι έχουν περισσότερες δυνάμεις αλλά και εντονότερη ανάγκη να ελέγξουν το παρόν και να διαμορφώσουν το μέλλον.
Ένα παράδειγμα θετικής εξέλιξης που έχει σχέση με την κρίση, αλλά δεν αναφέρεται από κανένα ΜΜΕ, είναι η αλλαγή στη νοοτροπία της πλειονότητας των Ελλήνων φοιτητών όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στη αύξηση της συμμετοχής τους σε σεμινάρια κι επιστημονικές δραστηριότητες. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, παρακολουθώ, όσο το επιτρέπει το πρόγραμμά μου, κάποιες επιστημονικές ομιλίες ή σεμινάρια μεταπτυχιακών σπουδών. Σε όποια εκδήλωση κι αν έχω βρεθεί, αίσθηση προκαλεί η σταθερή αύξηση στον αριθμό προσέλευσης και ενεργούς συμμετοχής των φοιτητών. Η διαφορά αυτή δεν έγκειται απαραίτητα στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου - το οποίο ουσιαστικά παραμένει ανενεργό στις περισσότερες σχολές, ή που, καλώς ή κακώς, εφαρμόζεται μόνο επιλεκτικά από τα εκάστοτε ακαδημαϊκά συμβούλια. Ούτε οφείλεται αποκλειστικά στο εκάστοτε αντικείμενο των σεμιναρίων, των οποίων η θεματολογία δεν έχει μεταβληθεί τα τελευταία χρόνια.
Αυτή η τάση μπορεί να ερμηνευτεί ως μία μορφή θετικής αντίδρασης απέναντι στις αυξημένες πιέσεις που ασκούνται στην κοινωνική ομάδα των φοιτητών και στην συνειδητοποίηση εκ μέρους τους, ότι τα πράγματα δεν γίνεται να κυλούν «χαλαρά» όπως στο παρελθόν. Η αδυναμία των γονιών να εξασφαλίζουν οικονομικά τα παιδιά τους στο διηνεκές, η έντονη ανασφάλεια για το επαγγελματικό τους μέλλον και η γενικότερη αίσθηση κινδύνου της απώλειας κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων οδηγούν πολλούς νέους στο να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την εξασφάλισή της διαβίωσής τους.
Επιπλέον, η αμφισβήτηση παραδοσιακών βεβαιοτήτων διεγείρει στους φοιτητές την ερευνητική περιέργεια, και την επιθυμία επιστημονικής κατανόησης των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών παραγόντων που διέπουν τη ζωή τους με τρόπο διαφορετικό από ό,τι στο παρελθόν των έτοιμων, κι εύπεπτων ιδεολογικών κατασκευών.
Ένα άλλο φωτεινό σημείο, μέσα στο μαύρο των πρόσφατων εξελίξεων, είναι η αυξανόμενη διαφάνεια για την πολιτική διαγωγή των βουλευτών. Η συμπεριφορά των περισσότερων φαίνεται ότι ελάχιστα έχει αλλάξει προς το καλύτερο, καθώς η προεκλογική περίοδος έχει ενεργοποιήσει τα συνήθη ρουσφετολογικά αντανακλαστικά. Η διαφορά όμως είναι ότι, για πρώτη φορά, γίνεται συστηματική δημοσιοποίηση -με συγκεκριμένα στοιχεία και ονόματα- του τι είδους «εξυπηρετήσεις» προσπαθεί να κάνει στην εκλογική πελατεία του ο καθένας.
Θέλω να πιστεύω ότι όσο περισσότερο δημοσιοποιούνται οι πρακτικές που υπονομεύουν την ισότητα των πολιτών –διαχωρίζοντάς τους σε κομματικούς ημέτερους και αντιπάλους– τόσο συντομότερα θα ανατραπούν οι δομές που αναπαράγουν την κρίση. Ίσως, πάλι, να χρειάζεται πολύ περισσότερο φως για να αναδυθούν καθαρά οι σκιώδεις πρακτικές που τόσα χρόνια παραβλέπαμε, ενώ εξελίσσονταν μπροστά στα μάτια μας.