Σκέψεις για τη λογοτεχνική ανάγνωση, την ερμηνεία των έργων, τα ζητήματα της αισθητικής, της αναπαράστασης και του ρεαλισμού στα σύγχρονα λογοτεχνικά έργα.
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Αφορμή γι’ αυτό το κείμενο υπήρξε η μόνιμη επωδός που μας συνοδεύει από τα παιδικά χρόνια όποτε διαβάζαμε ένα λογοτεχνικό κείμενο: ποιο ή ποια είναι τα μηνύματά του, τι αποκομίσαμε από αυτό, και κατά συνέπεια τι επιχείρησε να μεταδώσει ο δημιουργός μέσα από το έργο του. Αυτού του είδους η προβληματική συνοδεύει τον αναγνώστη, κατά τη διάρκεια του σχολείου και στη συνέχεια, προγραμματίζοντάς τον να αναζητά παντού το μήνυμα, το νόημα, το δίδαγμα του έργου τέχνης. Πρόκειται για οικείο προβληματισμό, ο οποίος δεν χρήζει περεταίρω επεξήγησης, οπότε ας προχωρήσω στο δια ταύτα, επιχειρώντας να εκλαϊκεύσω εκ νέου όσα σοφά έχουν κατά καιρούς ειπωθεί σύμφωνα πάντα με τις δυνατότητες –και περιορισμούς– της κατανόησής μου.
Κάθε έργο τέχνης αναπαριστά και ταυτόχρονα αρνείται την πραγματικότητα. Εάν αναπαριστά αποκλειστικά, τότε εκπίπτει του καλλιτεχνικού οράματος και μετατρέπεται σε κάτι οικείο μεν, ταυτόχρονα δε μη καλλιτεχνικό, αφού μιμείται εκείνο που είναι ήδη ορατό και γνωστό. Εάν πάλι αρνείται το υπάρχον αποκλειστικά (η λέξη-κλειδί είναι ανοικειώνει), κινδυνεύει να εκπέσει στην αυτοαναφορικότητα, να μετατραπεί σε ένα κλειστό σύστημα, έναν ουροβόρο όφι που, να το πω λαϊκά «ευλογεί τα γένια» του αναφερόμενος αποκλειστικά σε έναν κλειστό κύκλο ομοϊδεατών. Εντούτοις, είναι καλό να έχουμε υπόψη μας ότι το έργο τέχνης, σε γενικές γραμμές, για να είναι τέτοιο οφείλει να αρνείται, να αντιτίθεται στην αναπάρασταση, καθώς αυτό ακριβώς το καθιστά έργο τέχνης και όχι ιστορία, δοκίμιο, άρθρο εφημερίδας κλπ., τα οποία έχουν διαφορετική στόχευση. Αξίζει να ειπωθεί ότι ο βασικός παράγοντας διαφοροποίησης έχει να κάνει σε πυρηνικό επίπεδο με τη χρήση της γλώσσας, η οποία στο έργο τέχνης χάνει την κυριολεκτική, καθημερινή, επικοινωνιακή της χρήση προκειμένου να αποδώσει το συμβολικό, το ποιητικό, το δημιουργικό, αφήνοντας εκτός το κοινολεκτούμενο και το ρεαλιστικό (ως έναν βαθμό τουλάχιστον). Όπως χαρακτηριστικά το έθεσε ο R. Barthes, «Η λογοτεχνία σκηνοθετεί τη γλώσσα, αντί απλώς να τη χρησιμοποιεί» και εκεί εδράζεται η θεμελιακή της διαφορά.
Όσο λιγότερες οι ποιητικές παρεκκλίσεις, οι δημιουργικές ασάφειες και ο συμβολικός τρόπος χρήσης, τόσο πιο εύκολη η ταύτιση του αναγνώστη με το κείμενο και το δίδαγμά του.
Αυτή η εισαγωγή είναι απαραίτητη για να έρθω στο προκείμενο. Εάν ο δημιουργός αποφασίσει ότι προτεραιότητα στο έργο του έχει η αναπαράσταση, τότε είναι εξίσου σαφές ότι στόχος του είναι να μεταδώσει κάποιο μήνυμα, να μεταφέρει ιδέες, να συνάψει διδακτική σχέση με τον αναγνώστη, μιας και η γλώσσα που θα χρησιμοποιήσει (το αφηγηματικό του ύφος) θα είναι αντίστοιχα προσανατολισμένη. Επομένως, όσο λιγότερες οι ποιητικές παρεκκλίσεις, οι δημιουργικές ασάφειες και ο συμβολικός τρόπος χρήσης, τόσο πιο εύκολη η ταύτιση του αναγνώστη με το κείμενο και το δίδαγμά του. Μην ξεχνάμε όμως πως μιας και αναφερόμαστε σε λογοτεχνικά κείμενα, τα όρια παραμένουν ασαφή. Για παράδειγμα, ο συμβολικός τρόπος της γλώσσας δεν σχετίζεται απαραίτητα με αυτό που αποκαλούμε «συμβολισμούς», οι οποίοι στα αναπαραστατικά κείμενα είναι συνήθως χονδροειδείς και απλοϊκοί ώστε να παραμένουν εύληπτοι, συνεισφέροντας αποκλειστικά στη μετάδοση του μηνύματος. Πρόκειται για κάτι βαθύτερο και πολυεπίπεδο, στο οποίο όμως δεν μπορώ να επεκταθώ τώρα χάριν συντομίας.
Ας το δούμε κι απ’ την απέναντι όχθη: όσο απομακρυνόμαστε από την αναπαράσταση τόσο πιο δύσκολο είναι να εξαχθεί ένα ή περισσότερα μηνύματα, καθότι μήνυμα γίνεται πλέον το ίδιο το έργο. Αυτό έχει άμεση σχέση με το ότι ο δημιουργός προτάσσει το καλλιτεχνικό του όραμα, όπως υλοποιείται μέσα από τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί. Προφανώς ο δημιουργός θέλει κάτι να πει – ένα ή περισσότερα. Αλλά, εδώ βρίσκεται το ουσιώδες, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι το πώς θα τα εκφράσει και συνακόλουθα τι θα εκφράσει. Δεν πρόκειται απαραίτητα για έναν εκούσιο διαχωρισμό ή δέσμευση στο καλλιτεχνικό ιδεώδες του «ars gratia artis», αλλά για κάτι που συνάδει με την καλλιτεχνική του φύση, όπου σε καθετί ορατό δια γυμνού οφθαλμού αναγνωρίζει ταυτόχρονα κάτι διαφορετικό, το οποίο μεταστοιχειώνει σε έργο τέχνης μέσω του προσωπικού του ύφους. Με απλά λόγια, εκεί που εμείς οι υπόλοιποι βλέπουμε ένα δάχτυλο να δείχνει στο πουθενά, εκείνος οραματίζεται το φεγγάρι κ.ο.κ.
Το όποιο μήνυμα βρίσκεται στο έργο παραμένει κρυμμένο εντός αλλεπάλληλων στρώσεων καλλιτεχνικού ύφους, απαιτώντας από τον αναγνώστη αδιάλειπτη προσοχή και ενεργητική συμμετοχή προκειμένου να το φέρει στο φως και να το κάνει κτήμα του.
Αυτό ακριβώς επιχειρεί να μεταφέρει στο πόνημά του, κι αυτό είναι που το καθιστά τέχνη, απομακρύνοντάς το από τη αμιγώς ρεαλιστική του διάσταση. Επομένως, το όποιο μήνυμα βρίσκεται στο έργο παραμένει κρυμμένο εντός αλλεπάλληλων στρώσεων καλλιτεχνικού ύφους, απαιτώντας από τον αναγνώστη αδιάλειπτη προσοχή και ενεργητική συμμετοχή προκειμένου να το φέρει στο φως και να το κάνει κτήμα του. Αλλά και πάλι, κι εκεί έγκειται η γοητεία του έργου τέχνης, ακόμα κι αν δεν πετύχει να το ανασύρει ως το τέλος, έχει ανακαλύψει κάτι εξίσου σημαντικό: ότι στη διάρκεια της αναζήτησης ήρθε σε επαφή με το δημιουργικό όραμα του δημιουργού που έδωσε πνοή στον λόγο και τον οδήγησε να εξερευνήσει τον εαυτό του σε σχέση με όσα κατέγραψε ο συγγραφέας στις σελίδες του. Αυτό είναι το κύριο «μήνυμα» του οποίου έγινε αποδέκτης: μια διαφορετική θεώρηση της ζωής, ένα «εάν» κι ένα «ίσως», ένα σύνολο πνευματικών εμπειριών, ζωών, σκέψεων που δύσκολα θα μπορούσε να απολαύσει στον πραγματικό κόσμο των περιορισμένων διαστάσεων.
Ο Ρολάν Μπαρτ και ο Ουμπέρτο Έκο |
Εν αντιθέσει, ο αναγνώστης της αναπαραστικής τέχνης θα αποκομίσει ένα ή περισσότερα συμβατικά μηνύματα, που κατά εντελώς προβλέψιμο τρόπο είναι εξαρχής γνωστά και δεδομένα. Διότι εκεί βασίζεται η «γοητεία» αυτού του είδους, δηλαδή στο γεγονός ότι υποθάλπει και συντηρεί το αίσθημα ικανοποίησης και εγωισμού του αναγνώστη του παρέχοντάς του έτοιμο το ήδη οικείο, ώστε να μην αισθανθεί ποτέ ελλιπής εάν δεν κατορθώσει να διαπεράσει τα υφολογικά στρώματα που προανέφερα (την εν λόγω διαδικασία ταύτισης την έχει περιγράψει ο Ουμπέρτο Έκο). Πρόκειται για ένα παιχνίδι, ένα κλείσιμο του ματιού μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη όπου ο ένας επιβραβεύει τον άλλον – ο μεν με εύπεπτα μηνύματα και ο δε με πωλήσεις (αν και όχι απαραίτητα υψηλές, μιας και υπάρχουν πια τόσοι ανταγωνιστές στην αγορά).
Η παρουσία μηνύματος στην αναπαραστατική λογοτεχνία συνδυάζεται βεβαίως και με την οκνηρία, πάλι και των δύο συμβεβλημένων μερών: ο μεν αναγνώστης αναμένει παθητικά να ολοκληρωθεί το μάθημα (με τα μηνύματα, τις διδαχές και τα νοήματα), δίχως να καταβάλει παρά την ελάχιστη εγκεφαλική προσπάθεια. Κλείνοντας το βιβλίο έχει αποκομίσει δύο πράγματα: το απαραίτητο δίδαγμα και ικανοποίηση από τον εαυτό του. Από την άλλη, ο συγγραφέας αρκείται να προσφέρει μασημένη τροφή, δίχως να κοπιάσει (είπαμε, η τέχνη είναι 90% δουλειά και 10% ταλέντο) αναπτύσσοντας το αφηγηματικό του στιλ, εξελίσσοντας το εργαλείο της τέχνης του έτσι που να προσφέρει στον ίδιο και το κοινό του κάτι προσωπικό και ιδιαίτερο. Το πέπλο των μηνυμάτων, εξάλλου, σκεπάζει τα πάντα, αποτρέποντας το κείμενο να αναπνεύσει αλλά και τον αναγνώστη να ψηλαφήσει λίγο στα σκοτεινά για να ανασύρει τα μικρά θαύματα, εφόσον όλα διακρίνονται εξαρχής στο άπλετο και ευτελές φως.
Το πέπλο των μηνυμάτων, εξάλλου, σκεπάζει τα πάντα, αποτρέποντας το κείμενο να αναπνεύσει αλλά και τον αναγνώστη να ψηλαφήσει λίγο στα σκοτεινά για να ανασύρει τα μικρά θαύματα, εφόσον όλα διακρίνονται εξαρχής στο άπλετο και ευτελές φως.
Ένα ερώτημα που προκύπτει πάντως και είναι ίσως το πλέον σημαντικό, ακόμα κι αν κάποιος αναγνωρίζει τους μηχανισμούς που ήδη αναφέρθηκαν, είναι το εξής: «Καλά όλα αυτά, αλλά γιατί ο αναγνώστης συνεχίζει να αναζητά το μήνυμα;» Δεν θα υποτιμήσω τη δυναμική του ερωτήματος, καθώς θεωρώ ότι όντως καλύπτει κάποια βαθύτερη ανάγκη, η οποία έχει κοινωνικές προεκτάσεις. Στη ρίζα λοιπόν του ζητήματος βρίσκεται η μη χρησιμοθηρική απόλαυση και η ενοχή που τη συνοδεύει. Εξηγούμαι. Έχουμε μάθει από μικρή ηλικία να απολαμβάνουμε όλα εκείνα που είναι κοινωνικά αποδεκτά, καθώς κι εκείνα που προσφέρουν έστω σε βάθος χρόνου ένα όποιο –συχνά μη μετρήσιμο– όφελος. Μπορεί η τέχνη να είναι, θεωρητικά, αξιοσέβαστη για τον δημιουργό, εφόσον βέβαια είναι επιτυχημένος, αλλά για τον καταναλωτή της παραμένει πάρεργο, μια ασχολία για τον ελεύθερο χρόνο του (επάγγελμα αναγνώστης δεν πρόκειται να υπάρξει). Κατ’ αυτή την έννοια, στον εσωτερικό προγραμματισμό μας ως πολίτες μιας κοινωνίας χρησιμοθηρικής, ενυπάρχει πάντα, έστω στο πίσω μέρος του μυαλού ή ως εξαρτημένο αντανακλαστικό, η άμεση σύνδεση του ερεθίσματος με το κοινωνικό πλεονέκτημα.
Μπορεί η τέχνη να είναι, θεωρητικά, αξιοσέβαστη για τον δημιουργό, εφόσον βέβαια είναι επιτυχημένος, αλλά για τον καταναλωτή της παραμένει πάρεργο, μια ασχολία για τον ελεύθερο χρόνο του.
Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται το μήνυμα. Αν αθλείσαι, έχει θετική επίπτωση στην υγεία σου. Αν διαβάζεις τα μαθήματά σου, θα επιτύχεις στις εξετάσεις. Αν κάνεις σεξ, εν τέλει και πιθανώς να τεκνοποιήσεις. Αν όμως κοιτάζεις έναν πίνακα ή αν διαβάζεις ποίηση ή λογοτεχνία, ποια είναι η ορατή, μετρήσιμη επίπτωση; Προλαβαίνω τις αντιρρήσεις: Ναι, οι σύγχρονοι ψυχολόγοι, επιστήμονες και ειδικοί αποφαίνονται περί των θετικών επιπτώσεων της τέχνης, της ανάγνωσης, στην ψυχή και τη φαντασία, αλλά αυτό παραμένει για τον περισσότερο κόσμο κάτι ασαφές, όπως και η ηδονή που εκπορεύεται (κατά τον Bloom) από τη «διαστολή του εαυτού» εξαιτίας της ανάγνωσης. Αν υπήρχε όμως κάτι πιο σαφές, πιο απτό, πιο κατανοητό από τα νεφελώδη περί ύφους κλπ.; Αν υπήρχε ένα ΜΗΝΥΜΑ, ένα ΝΟΗΜΑ, δεν θα ήταν καλύτερα; Τουλάχιστον αυτό μπορείς να το εκμαιεύσεις, να το περιγράψεις, να το ορθώσεις ως λάβαρο. Παραμένει ένα αποδεικτικό στοιχείο χρησιμότητας. Ολοκληρώνοντας το βιβλίο παρέλαβες δύο πράγματα: αφενός την ικανοποίηση ότι έχεις «κάτι» που μπορεί να περιγραφεί με λίγα λόγια (διόλου τυχαίο ότι στα οπισθόφυλλα αναφέρεται μέρος της υπόθεσης και ένα βασικό μήνυμα του έργου). Αφετέρου, δύο σκέλη: πρώτον, αυτό το «κάτι» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε βάθος χρόνου για να σε κάνει «μορφωμένο άνθρωπο», «χρήσιμο στην κοινωνία» και τα συναφή. Δεύτερον, σε απενοχοποιεί όσον αφορά τον ελεύθερο (τουτέστιν μη παραγωγικό) χρόνο που κατέβαλες για απολύτως προσωπική ικανοποίηση, όπως είναι η ενασχόληση με τις τέχνες. Νομίζω ότι έγινα αντιληπτός.
Δεν με ενδιαφέρει εδώ να προχωρήσω σε καταγγελίες περί της υποτίμησης της τέχνης χάριν του οικονομικού εξορθολογισμού, της εργαλειακής χρήσης του πνεύματος σε συνθήκες late capitalism κλπ. Δεν έχει νόημα. Οι κοινωνίες πάντοτε θα προτάσσουν το ωφέλιμο στο αισθητικό – ό,τι είναι τέλος πάντων απαραίτητο για τη συνοχή και τη διαιώνισή τους, ό,τι αποτελεί εξελικτικό πλεονέκτημα για εκείνες, κι όχι τα επιμέρους που αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες πληθυσμού ή μεμονωμένα άτομα, παρά μόνο ως παράπλευρη ωφέλεια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στο υπάρχον πλαίσιο δεν δίνεται η δυνατότητα να αναγνωρίζουμε και να αναλύουμε μηχανισμούς και προκύπτουσες συμπεριφορές. Αν μη τι άλλο, αυτό μας έχει διδάξει η λογοτεχνία: να κοιτάζουμε πέρα από το προφανές γεγονός, κάτω από το επιφανειακό συμπέρασμα, πίσω από το πέπλο της συνήθειας. Χωρίς ενοχές, με μάτια ορθάνοιχτα.
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.