digka paris

Σκέψεις μιας εικαστικού για το μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου «Λάδι σε καμβά» (εκδ. Μεταίχμιο). Στη φωτογραφία οι εικαστικοί: Λάκης Πατρασκίδης, Κυριάκος Ρόκος, Κλεοπάτρα Δίγκα και ο τσελίστας Χρήστος Σφέτσας, Παρίσι 1973 © Κυριάκος Ρόκος.

Γράφει η Κλεοπάτρα Δίγκα

Οι 213 σελίδες του βιβλίου κλείνουν μέσα τους τη ζωή του Σπύρου, ξεκινώντας από τη νεότητά του, των είκοσι χρόνων, ενώ ήδη είκοσι χρόνια έχουν περάσει από το μακελειό του εμφύλιου. Οι νικητές κυβερνούν τη χώρα, δεν το κρύβουν, ο διχασμός σοβεί, όμως η προοδευτική Ελλάδα σηκώνει ξανά το κεφάλι. Στην επιφάνεια, μπορεί κανείς να πει ότι ο τόπος έχει ξαναβρεί ένα δρόμο ήσυχο, καθημερινής ζωής. Επιχειρήσεις έχουν στηθεί, τα πανεπιστήμια γεμίζουν, οι άνθρωποι ονειρεύονται πάλι.

«Τότε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 όλος ο κόσμος ήταν όπως εμείς – είκοσι χρονών. Μαζί με μας, είχε ξαναγεννηθεί η ζωή, όλα είχαν αλλάξει, ακούγαμε τα νέα τραγούδια που έπαιζαν στις μπουάτ της Πλάκας – τον Τιπούκειτο, την Απανεμιά, το Συμπόσιο, τη Ρουλότα και ένα σωρό άλλες».

Ο συγγραφέας καταδύεται στη μνήμη και σχεδιάζει με λεπτομέρεια και θαυμαστή ακρίβεια το σκηνικό της Αθήνας του ’65 αλλά και το μετεμφυλιακό κλίμα που επιβίωνε ακόμα στην επαρχία. Στο μικροσκόπιο του συγγραφέα μπαίνουν οι κοινωνικές συνήθειες της εποχής, μέρη στην Αθήνα αλλά και στο νησί, αντικείμενα καθώς και οτιδήποτε δώσει την αίσθηση εκείνων των χρόνων. Για παράδειγμα, στο νησί όπου ο Σπύρος θα περάσει λίγες μέρες το καλοκαίρι σε φιλική οικογένεια, με προτροπή των δικών του, η περιγραφή του λεωφορείου χρωματίζει όλη την εικόνα.

«Το λεωφορείο μας ήταν ένα πανάρχαιο Dodge, από αυτά που έκαναν τις συγκοινωνίες στην Αθήνα όταν ήμουν παιδί, και τώρα είχαν οριστικά εξαφανιστεί. [...] Ο οδηγός φορτώνει τα μπαγκάζια στη σχάρα της οροφής. [...] Είχε ένα μεταλλικό μπουλντόγκ πάνω στο κοντό καπό, και σπαστή πόρτα που άνοιγε κι έκλεινε με λεβιέ ο οδηγός».

Εικόνες ξεχασμένες και στο κεφάλι μας, μια άναρχη αποθήκη τέτοιων εικόνων. Και το βιβλίο την άνοιξε.

Ο Σπύρος μπαίνει 9ος στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών – τι σύμπτωση, όπως κι εγώ. Θα μπορούσαμε να είμαστε συμμαθητές. Ίδιοι Δάσκαλοι –ο Νίκος Νικόλαου στο προκαταρκτικό, ο Γιάννης Μόραλης στα εργαστήρια–, ίδια ατμόσφαιρα, όπως ακριβώς τα έζησα. Στις σελίδες του μυθιστορήματος γίνεται πλήρης περιγραφή του εικαστικού περιβάλλοντος της εποχής, των ονομάτων των γνωστών καλλιτεχνών αλλά και των κινήσεων όπως η ομάδα του «Αρμού», ιστορική ομάδα του 1949, μιας και ήταν σε αυτή όλοι όσοι αργότερα εξελίχτηκαν στους σπουδαίους μας καλλιτέχνες. Οι Τσαρούχης, Χατζηκυριάκος- Γκίκας, Τέτσης και Βουρλούμης αναφέρονται και στο βιβλίο, αλλά θα ήθελα, επίσης να συμπληρώσω και τους: Μόραλης, Νικολάου, Αρλιώτη, Εγγονόπουλος, Μανουσάκης, Ξενάκης.

Στις σελίδες του μυθιστορήματος γίνεται πλήρης περιγραφή του εικαστικού περιβάλλοντος της εποχής, των ονομάτων των γνωστών καλλιτεχνών αλλά και των κινήσεων όπως η ομάδα του «Αρμού», ιστορική ομάδα του 1949...

Παράλληλα υπήρχε και η ομάδα «Στάθμη»: μοντέρνα, πιο προοδευτική για τα μέτρα της εποχής, στην οποία συμμετείχαν οι: Κατράκη, Κανέλλης, Σικελιώτης, Τάσσος, Μαγγιώρου, Γουναρόπουλος, Βακαλό, Μηταράκης, Φραντζεσκάκης κ.ά. Ανάμεσά τους και ο πατέρας της οικογένειας που θα φιλοξενήσει τον Σπύρο στο νησί. Ένας ζωγράφος που δεν εξελίχτηκε όπως οι άλλοι της γενιάς του.

Η λεπτομερής γνώση του Αλέξη Πανσέληνου για τον χώρο των εικαστικών, σε κάθε σημείο της αφήγησης, δείχνει την ιδιαίτερη αγάπη του για τον χώρο αυτόν. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι στους τοίχους του σπιτιού του, οι πίνακες πολύ καλών ζωγράφων, οι περισσότεροι φίλοι του, δημιουργούν μια άκρως ενδιαφέρουσα «ταπετσαρία».

Γνώρισμα της εποχής ήταν πως όλοι οι νέοι καλλιτέχνες είχαμε ακόρεστη δίψα να ανακαλύψουμε ό,τι υπήρχε γύρω μας, κι όχι μόνο όσα αφορούσαν την τέχνη του καθενός. Ενδιαφερόμασταν, παρακολουθούσαμε, συμπληρώναμε τις γνώσεις και ακονίζαμε το κριτήριό μας για όλη την καλλιτεχνική δημιουργία. Κάθε χώρος είχε τη δράση του και τους ανθρώπους του, και όλοι μαζί ήμασταν ένα. Αυτές ήταν οι φιλίες μας. Νέοι δημιουργοί που αργότερα εξελίχθηκαν σε σημαντικούς καλλιτέχνες.

Ενδιαφερόμασταν όχι μόνο για όσα «γεννιόντουσαν» στον τόπο μας. Ψάχναμε τις ξένες βιβλιοθήκες να ενημερωθούμε για το «έξω». Διψούσαμε για τέχνη. Ήταν βεβαία μια εποχή στην οποία ζούσαν και δημιουργούσαν ιερά τέρατα της τέχνης. Γύρω απ' όλους αυτούς τους σπουδαίους ήταν οι ατελείωτες κουβέντες μας, τα βράδια στις ταβέρνες. Πόσο τυχεροί που είμασταν. Είχαμε καταλάβει πως βαθειά, στην ουσία της, η τέχνη είναι μια. Το μέσον μόνο αλλάζει. Και όλοι μας τότε, της είχαμε δοθεί.

Ο συγγραφέας βουτάει στα δροσερά πράσινα κύματα και του δικού του προσωπικού κόσμου, αφηγούμενος με νοσταλγική απόλαυση εκείνο το καλοκαίρι-σταθμό για την έκβαση της ιστορίας του ήρωά του.

Σ' αυτό το κλίμα ξεκινά και το μυθιστόρημα, με εκείνο το δροσερό αεράκι της νεότητας, την ορμή για ζωή και το όνειρο της επίτευξης των στόχων. Ο συγγραφέας βουτάει στα δροσερά πράσινα κύματα και του δικού του προσωπικού κόσμου, αφηγούμενος με νοσταλγική απόλαυση εκείνο το καλοκαίρι-σταθμό για την έκβαση της ιστορίας του ήρωά του. Καλοκαιρινές μέρες γεμάτες ερωτισμό και φλερτ σε διασταυρούμενα πυρά, όπου ο δισταγμός και το υπόρρητο διαδέχονται την στιγμιαία τόλμη για να αναδιπλωθούν από τα «πρέπει» και την κοινωνική κριτική.

Ζήλια, κρυφές ματιές, ιδρωμένα μελή ποτισμένα με αρμύρα και αρώματα, αγγίγματα που σφραγίζουν την προσωπική μας μυθολογία για πάντα. Φιλιά απαλά να σμίγουν οι ανάσες νέων ανθρώπων και να μυρίζουν τριαντάφυλλο. Όλα θυμίζουν και τον δικό μας παράδεισο. Είναι όμως ο παράδεισος του Σπύρου, και σχεδόν νομοτελειακά, δεν θα μπορούσε να κλείσει παρά με ένα τραύμα. 

Η καλοζυγισμένη εμπειρία του συγγραφέα που χτίζει το μύθο, προξενεί μια διάχυτη αγωνία στον αναγνώστη: Θα πάνε όλα καλά με τη βάρκα; Μήπως αλλάξει η θάλασσα;

Ο «μαθητευόμενος μάγος» της σχολής Καλών Τεχνών «ψαρώνει» δείχνοντας τα σχέδιά του στον –σπουδαγμένο στην Ιταλία αλλά πλέον αποσυρμένο μεσήλικα ζωγράφο–, τον pater familias της οικογένειας αλλά και φίλο των δασκάλων του. Εκείνη την εποχή υποτιμούσαμε την Ιταλία και τις εκεί σπουδές ζωγραφικής, γιατί κατά κύριο λόγο κατέφευγαν στα ιταλικά πανεπιστήμια όσοι δεν περνούσαν στην ΑΣΚΤ της Αθήνας, που θεωρείτο –και ήταν– πολύ δύσκολο να μπεις. Λέγανε πως ο Τσαρούχης είχε καταφέρει να περάσει με την τρίτη φορά.

Εκείνος βλέπει τα σχέδια του Σπύρου με το χαρακτηριστικό ύφος του ειδήμονα που δεν επιδαψιλεύει εύκολα τους επαίνους του – ο εγωισμός του έμπειρου καλλιτέχνη. Παιδαγωγικά, μια λανθασμένη προσέγγιση, για τον νέο που θέλει κάπου να πιστέψει για να συνεχίσει. Ο καλός Δάσκαλος ξεκινά με έπαινο για τα καλά που πέτυχε ο σπουδαστής και μπορεί μετά να προχωρήσει σε πιο σκληρή κριτική, και, εξηγώντας πάντα τα γιατί, του μαθαίνει, χωρίς να τον στέλνει στην άβυσσο. Ο Σπύρος πλησιάζει τον καταξιωμένο ζωγράφο με τη συστολή του νέου καλλιτέχνη που αισθάνεται ότι ακόμα δεν κατέχει με σιγουριά τα μέσα της τέχνης του. Διστάζει να ζωγραφίσει όταν ο ζωγράφος τον προτρέπει, ανοίγοντάς του ελεύθερα την πόρτα του εργαστηρίου του και δίνοντάς του τελάρο και ακριβά χρώματα που είχαν ξεμείνει. Η ευαισθησία του ωστόσο, χαϊδεύει τρυφερά τις αισθήσεις αποκαλύπτοντας το ψυχικό υλικό που κάνει τη δημιουργία να ξεπηδά, όταν περιγράφει τη φύση γύρω του στο ταξίδι.

«Ξύπνησα ξημερώματα έπειτα από έναν άθλιο ύπνο και βγήκα στο κατάστρωμα για να απολαύσω θέαμα αξέχαστο. Με ταχύτητα χαμηλωμένη, λες για να μην ξυπνήσει πριν την ώρα του, το κοιμισμένο νησί που μας άνοιγε την αγκαλιά του, το πλοίο έπλεε αργά, ενώ τα αρώματα της νοτισμένης εξοχής έφταναν ως τα καταστρώματά του».

«Παραπλέαμε μιαν ακτή γεμάτη δέντρα, μικρά και μεγάλα, εξοχικά σπαρμένα ανάμεσά τους, σιωπηλά, κοιμισμένα ακόμα, με στόρια κλειστά σαν τα βλέφαρα κάποιου που ονειρεύεται κήπους υγρούς από την νυχτερινή αλισάχνη και, πίσω, τις απαλές γραμμές του βουνού που έκλεινε εκείνη την μακριά ακτή σαν μπράτσο απλωμένο γύρω της στοργικά».

Στο βιβλίο καταγράφεται συχνά η «ζωγραφική» ματιά του Σπύρου:

«Είδαμε ξανά έναν μεγάλο ελαιώνα, κυπαρίσσια ψηλόλιγνα εδώ κι εκεί που το σκούρο πράσινο χρώμα τους έκανε την πιο όμορφη αντίθεση πάνω στο σκοτωμένο ασημοπράσινο της ελιάς ίσαμε το τέλος, όπου ξεχώριζαν οι κόκκινες στέγες των σπιτιών, στην αγκαλιά ενός κόλπου πλαισιωμένου από δύο ακρωτήρια. Είχαμε φτάσει στο Λιβάδι».

Αλλά και επάνω στους ανθρώπους, το βλέμμα του ζωγράφου, σχεδιάζει, όπως εδώ:

«Ύστερα, όπως ήταν ξαπλωμένη, μου γύρισε την πλάτη, με το μικρο βρακάκι και τα μακριά της πόδια το ένα πάνω στο άλλο σαν να μου πόζαρε».

«Ξάπλωσε ανάσκελη και έβαλε τα χέρια προσκεφάλι όπως η Μάγια του Γκόγια».

Ο Αλέξης Πανσέληνος γνωρίζει πολύ καλά και την «κουζίνα» του ζωγράφου. Η προετοιμασία του μουσαμά, τα είδη – ο λινός, ο βαμβακερός. Όλα τα υλικά ξεδιπλώνονται μπροστά μας, με λεπτομέρειες που φτάνουν μέχρι και στις μάρκες των ακριβών υλικών. Είναι αλήθεια ότι τα λάδια «Rembrandt», εκείνη την εποχή για εμάς τους σπουδαστές κόστιζαν μια περιουσία και ομολογώ ότι εγώ την έδινα, στερούμενη άλλα. Πάνω απ' όλα τα υλικά μου έπρεπε να είναι τα καλύτερα τόσο για τη δουλειά όσο και για την αντοχή στο χρόνο, που τότε φάνταζε άπειρος. Τέτοια ματαιοδοξία.

Πολύ συγκινητική για μένα ήταν η υπενθύμιση της μαγικής μυρωδιάς του εργαστηρίου, που δίνει το λινέλαιο, στο χώρο που δουλεύεται το λάδι. Όταν έφτασα εκεί διαβάζοντας, ταξίδεψα πάλι πίσω.

Πολύ συγκινητική για μένα ήταν η υπενθύμιση της μαγικής μυρωδιάς του εργαστηρίου, που δίνει το λινέλαιο, στο χώρο που δουλεύεται το λάδι. Όταν έφτασα εκεί διαβάζοντας, ταξίδεψα πάλι πίσω. Άφησα την όσφρηση να με εμποτίσει, κι έτρεξα πίσω στον χρόνο, στο εργαστήριο του Μόραλη με τα τελάρα πάνω στα καβαλέτα, κι όλους μας να δουλεύουμε με τις παλέτες φορτωμένες χρώματα. Αλλά με ταξίδεψε και λίγο μετά, στα πρώτα χρόνια έπειτα από τη σχολή, στα χρόνια που όλα ήταν ανοιχτά. Τότε ακόμα που δούλευα με λάδι. Πιο μετά άφησα οριστικά το σπουδαίο αυτό υλικό, για τα ακρυλικά που μου ταιριάζουν περισσότερο ως τώρα .

Ύστερα από εκείνο το σημαδιακό καλοκαίρι για τον Σπύρο, ξεκινά μια νέα περίοδος για τη ζωή του αλλά και για την Ελλάδα. Έρχεται η χούντα. Η ανεμελιά διακόπτεται βίαια. Τα όνειρα συρρικνώνονται. Πόσο ωραία, βιωματικά, αλλά και πόσο λιτά σκιαγραφεί ο συγγραφέας αυτή την περίοδο στο περιβάλλον και τη ζωή του ήρωά του. Όπως θα την ζούσε ο Σπύρος, όχι με τις εξάρσεις που της προσδώσαμε εμείς μετά. Διαβάζοντας αυτές τις σελίδες ζωντανεύουν πάλι οι μνήμες μας. Ήταν σαν να είχε σκεπάσει παγωνιά τους νέους βλαστούς. «Η χαμένη άνοιξη», έτσι την είπε ο Τσίρκας στο ομώνυμο βιβλίου του.

Ό,τι θυμάμαι, πάνω απ’ όλα, ήταν αυτή η θλίψη που μας είχε μαγκώσει και έμοιαζε να έχει εγκατασταθεί για τα καλά στις ψυχές μας. Να εξαφανιστούν βιβλία, αφίσες, όπως αναφέρονται καταλεπτώς. Να μάθουμε ποιοι πιαστήκαν, πού τους έχουν. Ο ζωγράφος Γιάννης Βαλαβανίδης μαζί με τον θεωρητικό της τέχνης τον Μυτιληνιό Γιώργο Πετρή και τον ζωγράφο Λευτέρη Γιαννουλόπουλο, σπεύδουν στα γραφεία της «Επιθεώρησης Τέχνης» να εξαφανίσουν τους καταλόγους των συνδρομητών πριν να πέσουν στα χέρια της Ασφάλειας. «Γιατί τὰ 'σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά». Ξαφνικά η γενιά μας, είχε καταλάβει το νόημα αυτής της φράσης.

Έτσι αναποδογυρίζει και η ζωή του Σπύρου. Ο αριστερός πατέρας του βρίσκεται στην εξορία. Αυτός πρέπει να κρατήσει το οικογενειακό μαγαζί, για να επιβιώσουν με τη μάνα του. Πού χρόνος για την Καλών Τεχνών. Οι έρωτες έρχονται και φεύγουν στη ζωή του Σπύρου. Όχι όμως κι ο τραυματικός έρωτας εκείνου του καλοκαιριού και όσα η νεότητα χάραξε στην ψυχή του με ποίηση και βίαιο τέλος, μια για πάντα. Και πλάι σ' αυτά ο ματαιωμένος πόθος του για τη ζωγραφική.

Η μυθοπλασία του βιβλίου αντανακλά τις πραγματικές παρέες εκείνης της εποχής. Οι καλοτεχνίτες φίλοι του Σπύρου –ο Γιάννης, ο Χρόνης, η Χρύσα, η Κλεοπάτρα, ο Κυριάκος–, δεν ήταν ονόματα τυχαία, αλλά η πραγματική, δική μας παρέα, όπως και του συγγραφέα. Κάποιοι από εμάς είχαμε τη χαρά να είμαστε στενοί φίλοι του. Έτσι, μας έκανε την τιμή, να συναντηθούμε ξανά, όλοι μαζί εκεί στον μύθο του.

Όλοι εκείνοι η παρέα του βιβλίου, αντιστοιχεί πάνω κάτω στην «Ομάδα των νέων ρεαλιστών». Με αλφαβητική σειρά, όπως συνήθως μας αναφέρουν: Γιάννης Βαλαβανίδης, Κλεοπάτρα Δίγκα, Κυριάκος Κατζουράκης, Χρόνης Μπότσογλου, Γιάννης Ψυχοπαίδης. Ας πούμε δυο λόγια εδω: Είμασταν μια ομάδα ρεαλιστών ζωγράφων, στην αρχή του ’70, φίλοι μεταξύ μας, αριστεροί διάφορων αποχρώσεων, με κοινή αντίληψη για τη λειτουργία του έργου της τέχνης στην κοινωνία. Θέλαμε με τον κριτικό ρεαλισμό των έργων μας να σχολιάζουμε την πραγματικότητα που ζούσαμε, τις κοινωνικές δομές αλλά και την πολιτική καταπίεση. Έχοντας ρίξει τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό στο πυρ το εξώτερο, κάτι που δυστυχώς δεν είχε κάνει η επίσημη αριστερά της εποχής, η δουλειά μας προσέχτηκε ιδιαίτερα από το κοινό και την κριτική. Όταν κάναμε την πρώτη μας εμφάνιση σε ουδέτερο έδαφος, στο Ινστιτούτο Γκαίτε, υπήρξε μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου, και οι χουντικοί ανησύχησαν. Όταν όμως έστελναν τους μυστικούς τους, αυτοί δεν έβλεπαν τίποτα το επιλήψιμο. Δεν καταλάβαιναν από ζωγραφική.

metaixmio panselinos ladi se kamvaΤα χρόνια κυλούν, όμως η σκέψη της ζωγραφικής, στοιχειώνει συχνά τον Σπύρο. Έτσι έχουμε ένα εξαιρετικό κομμάτι του βιβλίου, ανάλογο με κάποιους στοχασμούς του Γκουίντο στο φινάλε του «8 ½» του Φελίνι. Πράγματι οι δημιουργοί περνάνε από τα ίδια στενά μονοπάτια.

«Αλλά ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι και να νοιώθει αγνός για να δημιουργήσει – να διατηρεί μέσα του το μικρό παιδί που υπήρξε, αλλιώς η ζωή του και η τέχνη του θα τρέχει σε λάθος ράγες«».

«Δεν θα άντεχα να ζωγραφίζω τις τύψεις μου για τις αποτυχίες και το σκοτάδι μέσα μου. Ο κόσμος που έρχεται να δει τις ζωγραφιές μας θέλει να βγει απ’ τα σκοτάδια και να αντικρίσει το φως. Αν δεν έχεις φως να προσφέρεις τότε κάνεις κακή τέχνη. Άλλοι ίσως αντέχουν και το κάνουν. Εγώ δεν θα άντεχα. Προτίμησα να σβήσω, να υποχωρήσω και να σωπάσω».

Εδώ έχουμε τον Σπύρο να αιτιολογεί μέσα του την απομάκρυνσή του από τη ζωγραφική. Πάντα προσπαθούμε να ντύσουμε με κάποιο άλλοθι κάτι που δεν μας δόθηκε και μας πονάει. Κι όμως, από τα σκοτάδια της ψυχής μας έχουν βγει αριστουργήματα Σπύρο, στην ιστορία όλης της τέχνης. Και δεν είναι «κακή τέχνη» όπως λες. Υπάρχουν οι πίνακες του Γκόγια, του Σουτίν ή του Μπέικον. Όμως μου απαντάς: «Άλλοι ίσως αντέχουν να το κάνουν. Εγώ δεν θα άντεχα».

Και να, η μουσική που τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή, τώρα γεμίζει το κενό. Η αγάπη του πατέρα του, ενώ η ζωγραφική ήταν η αγάπη της μητέρας του. Αλήθεια... πώς γινόμαστε αυτό ή εκείνο; Ένα τελευταίο θαυμάσιο κομμάτι για την μουσική:

«Η μουσική, του ονείρου η τέχνη! Ούτε σκαρπέλα και θραύσματα στο πάτωμα, ούτε πινέλα και στρώματα χρωμάτων να στεγνώνουν, ούτε πένα να απλώνει λέξεις στο χαρτί. Προβάλλει από το πουθενά και όταν έχει συμβεί σβήνει ξανά, για πάντα στο πουθενά, σαν να μην έχει υπάρξει».

Τελειώνοντας, να σημειώσω πως το μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου, είναι ένα βιβλίο όπου στην επιφάνεια αφηγείται το ξετύλιγμα του νήματος της ζωής ενός νέου ανθρώπου. Από κάτω όμως διακρίνεις, σαν ένα «basso continuo» τους αρμούς της βαθιάς επίγνωσης του συγγραφέα, πάνω στην «ανθρώπινη κατάσταση». Αυτή η επίγνωση που έρχεται με το πέρασμα και του δικού μας χρόνου. Ή για κάποιους άλλους δεν έρχεται ποτέ.


Η ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΔΙΓΚΑ είναι εικαστικός. 

➺ Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στις 2 Δεκεμβρίου 2022 στο βιβλιοπωλείο Ιανός.

 

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Μυθιστόρημα και κινηματογράφος – πορείες αντίδρομες

Μυθιστόρημα και κινηματογράφος – πορείες αντίδρομες

Σκέψεις για τις αντίδρομες πορείες του μυθιστορήματος και του κινηματογράφου. Πώς το πολύτομο μυθιστόρημα παρήκμασε και έδωσε τη θέση του στο επίτομο και πώς, αντίθετα, οι πολύωρες τηλεοπτικές σειρές παίρνουν τη θέση των ταινιών. Στην κεντρική εικόνα, η φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου του Γκυ Ντεμπόρ «Η κοινω...

Η αγωνία της απουσίας κριτικής – σκέψεις με αφορμή το πρόσφατο συνέδριο του «Αναγνώστη»

Η αγωνία της απουσίας κριτικής – σκέψεις με αφορμή το πρόσφατο συνέδριο του «Αναγνώστη»

Όλο και πιο συχνά συγγραφείς, αντί για κριτικούς, υπογράφουν παρουσιάσεις βιβλίων που μόλις κυκλοφόρησαν. Γιατί συμβαίνει αυτό και πώς επηρεάζει τη λογοτεχνία; Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από το συνέδριο του περιοδικού «Ο Αναγνώστης» που έλαβε χώρα το Σάββατο στο Πνευματικό Κέντρο Αθήνας.

...
Βιβλιοκριτικοί, αναγνώστες και πάθος

Βιβλιοκριτικοί, αναγνώστες και πάθος

Σκέψεις για την επιχειρηματολογία, το ύφος και την ειλικρίνεια στη λογοτεχνική κριτική. Στην κεντρική εικόνα, ένας από τους «πάπες» της κριτικής, ο Harold Bloom.

Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης

Δεν υπάρχει μία, ομοούσιος και αδ...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

Ημερίδα για την «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη, στα Χανιά

Ημερίδα για την «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη, στα Χανιά

Ο Πανελλήνιος Όμιλος Φίλων του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη διοργανώνει στις 27 Μαρτίου 2023 στο θέατρο ΚΥΔΩΝΙΑ στα Χανιά, ημερίδα με θέμα: Νοούμενα και υπονοούμενα στο θεατρικό έργο «Η Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη. Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία της Λούλας Αναγνωστάκη από τον Σπύρο Στάβερη.

...
«Παράδεισος» του Αμπντουλραζάκ Γκούρνα (προδημοσίευση)

«Παράδεισος» του Αμπντουλραζάκ Γκούρνα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Αμπντουλραζάκ Γκούρνα [Abdulrazak Gurnah] «Παράδεισος» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά), το οποίο θα κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Πρώτα το αγόρι. Το λέγανε Γ...

Συζήτηση για τον πόλεμο στην Ουκρανία – Με αφορμή το βιβλίο «Μια σύντομη ιστορία της Ρωσίας» του Rodric Braithwaite

Συζήτηση για τον πόλεμο στην Ουκρανία – Με αφορμή το βιβλίο «Μια σύντομη ιστορία της Ρωσίας» του Rodric Braithwaite

Οι εκδόσεις Ψυχογιός διοργανώνουν συζήτηση για τον πόλεμο στην Ουκρανία, με αφορμή το βιβλίο του Rodric Braithwaite «Μια Σύντομη Ιστορία της Ρωσίας», απόψε, Πέμπτη 23 Μαρτίου, στο βιβλιοπωλείο LIBER.

Επιμέλεια: Book Press

...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Παράδεισος» του Αμπντουλραζάκ Γκούρνα (προδημοσίευση)

«Παράδεισος» του Αμπντουλραζάκ Γκούρνα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Αμπντουλραζάκ Γκούρνα [Abdulrazak Gurnah] «Παράδεισος» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά), το οποίο θα κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Πρώτα το αγόρι. Το λέγανε Γ...

«Σε πρώτο ενικό» του Χαρούκι Μουρακάμι (προδημοσίευση)

«Σε πρώτο ενικό» του Χαρούκι Μουρακάμι (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση μέρους διηγήματος από τη συλλογή διηγημάτων του Χαρούκι Μουρακάμι [Haruki Murakami] «Σε πρώτο ενικό» (μτφρ. Βασίλης Κιμούλης), η οποία θα κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

With the ...

«Η νοσταλγία κι εγώ» της Μάρως Βαμβουνάκη (προδημοσίευση)

«Η νοσταλγία κι εγώ» της Μάρως Βαμβουνάκη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη «Η νοσταλγία κι εγώ», που θα κυκλοφορήσει στις 24 Μαρτίου από τις εκδόσεις Αρμός.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

— Αναρωτιέμαι τι νοσταλγείς;
— …
— Νοσταλγείς κάτι που συνέβη ή κάτι πο...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Στίβεν Κινγκ: 10 αγαπημένα του βιβλία

Στίβεν Κινγκ: 10 αγαπημένα του βιβλία

Σε ανάρτησή του στο Goodreads, με αφορμή τα δέκα χρόνια λειτουργίας της ιστοσελίδας, ο Στίβεν Κινγκ ξεχώρισε δέκα αγαπημένα του βιβλία. Τα έργα του συγγραφέα κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

Επιμέλεια: Book Press

...
Ένας χρόνος πόλεμος στην Ουκρανία: Τα βιβλία για να κατανοήσουμε την Ιστορία καθώς γράφεται

Ένας χρόνος πόλεμος στην Ουκρανία: Τα βιβλία για να κατανοήσουμε την Ιστορία καθώς γράφεται

Σήμερα, 24 Φεβρουαρίου 2023, συμπληρώνεται ένας χρόνος από την έναρξη του πολέμου που διεξάγει η Ρωσία στην Ουκρανία. Η ελληνική βιβλιογραφία αναπόφευκτα εμπλουτίστηκε από μελέτες και συλλογικούς τόμους, βιβλία στα οποία οι συγγραφείς των κειμένων επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις και ερμηνείες σε γεγονότα και εξελίξε...

Κάρσον ΜακΚάλερς: Τα 10 αγαπημένα της βιβλία

Κάρσον ΜακΚάλερς: Τα 10 αγαπημένα της βιβλία

Η Αμερικανίδα πεζογράφος Κάρσον ΜακΚάλερς [Carson McCullers] είναι μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους του λογοτεχνικού «southern gothic». Τα μυθιστορήματά της εκτυλίσσονται στον αμερικανικό Νότο και παρουσιάζουν μοναχικούς, εκκεντρικούς χαρακτήρες που πασχίζουν να συνυπάρξουν με τους υπόλοιπους ανθρώπους.

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

13 Δεκεμβρίου 2022 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2022

Έφτασε η στιγμή και φέτος για την καθιερωμένη εδώ και χρόνια επιλογή των εκατό από τα καλύτερα βιβλία λογοτεχνίας της χρονιάς που φτάνει σε λίγες μέρες στο τέλος της. Ε

ΦΑΚΕΛΟΙ