Αναδρομή στις δυο πεζογραφικές συλλογές του διηγηματογράφου και ερευνητή της εβραϊκής ιστορίας, Αλμπέρτου Ναρ, δεκαεπτά χρόνια από τον θάνατό του, σε ηλικία 58 ετών.
Του Παναγιώτη Γούτα
Όταν, εκεί γύρω στο 1990, ο Αλμπέρτος Ναρ ζητούσε τη γνώμη του Ντίνου Χριστιανόπουλου για την ποιότητα των διηγημάτων του πρώτου του βιβλίου Σε αναζήτηση ύφους (εκδ. τα τραμάκια, 1991), μπορώ, τριάντα τόσα χρόνια μετά, να φανταστώ την αντίδραση του δεύτερου: «Είναι μεν καλογραμμένα, έχουν ποιότητα, αλλά, βρε παιδί μου, διαφέρουν ως προς το ύφος, και, επιπλέον, αλλού είσαι αυτοβιογραφικός και εξομολογητικός κι αλλού ακολουθείς τη συνειρμική ροή αφήγησης. Μάλλον δεν πρέπει να βιαστείς να τα τυπώσεις».
Όμως ο Ναρ τόλμησε και τα τύπωσε στα κομψά, τότε, τραμάκια του Γιώργου Κάτου, και ο Περικλής Σφυρίδης που είχε αναλάβει τις διορθώσεις και την όλη επιμέλεια του βιβλίου, έδωσε τη λύση διά της μέσης οδού, όπως μας αποκαλύπτει ο ίδιος στο κείμενό του «Μνήμη Αλμπέρτου Ναρ» [1]. Από κοινού με τον συγγραφέα αποφάσισαν να μπει ο τίτλος «Σε αναζήτηση ύφους», πέραν της υφολογικής ανομοιομορφίας του βιβλίου και των έντονων επιρροών του από το έργο του Ιωάννου, και για έναν πρόσθετο λόγο. Γιατί, όπως μας αποκαλύπτει ο Σφυρίδης: «Ο Αλμπέρτος βρισκόταν και σε αναζήτηση ταυτότητας: Έλληνας και Ισραηλίτης. Προσπαθούσε να συγκεράσει τις δύο ρίζες του. Και αυτό δεν του προκαλούσε μόνο μια μόνιμη εσωτερική αναστάτωση· είχε πάντα μια αμφιβολία αν έκανε ως Εβραίος λογοτέχνης σωστά το έργο του μνημονεύοντας τους δικούς του, ενώ ταυτόχρονα αγαπούσε τον τόπο και τους Έλληνες ομότεχνούς του» [2].
Αν και ο δεύτερος αυτός λόγος που επικαλείται ο Σφυρίδης αφορά περισσότερο αναζήτηση φυλετικής και θρησκευτικής ταυτότητας και όχι αναζήτηση λογοτεχνικού ύφους και παρ’ όλες τις (υπαρκτές) επιφυλάξεις του Χριστιανόπουλου για την τύπωση του βιβλίου, ο Ναρ με την πρώτη συλλογή διηγημάτων του προκάλεσε αίσθηση τόσο για το στρωτό του γράψιμο όσο και για τις αναφορές του στους Εβραίους της πόλης αλλά και στην παλιά Θεσσαλονίκη, άρωμα της οποίας αναδίδουν οι ιστορίες του.
Ας διατρέξουμε εν συντομία τα διηγήματα του πρώτου βιβλίου του Ναρ:
«Σε αναζήτηση ύφους»
Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη [1991]
Στο «Επεισόδιο» έχουμε ένα κατοχικό περιστατικό με έναν βαρκάρη που πρόδιδε Εβραίους στους Γερμανούς, επί χρήμασι, αλλά που στο τέλος έπεσε σε ανυποληψία κι αντιμετώπισε την καταφρόνια των συντοπιτών του. Στο διήγημα «Το παλιό τρελοκομείο» η επάνοδος των Εβραίων στην πόλη, μετά το τέλος του πολέμου, ο πόνος και η ερημιά τους, δένεται με τέχνη με τα παλιά ρεμπέτικα που άκουγαν οι Θεσσαλονικείς. Το παλιό ψυχιατρείο που τους στέγασε στοιχειώνει τη μνήμη του αφηγητή, επαναφέροντας στη συνείδησή του «το όραμα μιας υπέρτατη Κάθαρσης» για όσα τράβηξαν οι ομόθρησκοι πρόγονοί του.
Αλλαγή ύφους έχουμε στα δύο επόμενα διηγήματα, «Του Λάκη ο λόγος» και «Το συγκρότημα». Εδώ, σε ρεαλιστικό αφηγηματικό φόντο έχουμε την αφήγηση δύο ιστοριών. Την ιστορία του Λάκη, που διώχθηκε από ακριβό ιδιωτικό σχολείο της πόλης και πήγε σ’ άλλο σχολείο, γνωρίζοντας τον αφηγητή και πιάνοντας φιλία μαζί του. Και την ιστορία τριών φίλων που, κάποτε, έφτιαξαν ένα μουσικό συγκρότημα και που, δυστυχώς, διαλύθηκε εξ αιτίας των περιστάσεων αλλά και των διαφορετικών χαρακτήρων του καθενός.
Αλλαγή ύφους και πάλι στα δύο επόμενα διηγήματα, όπου η μνήμη της παλιάς Θεσσαλονίκης και οι αναφορές στις ρίζες του συγγραφέα πρωτοστατούν. Στο διήγημα «Η πόλη μου, οι κρυψώνες μου», ένα κείμενο γραμμένο σε δεύτερο αφηγηματικό πρόσωπο, έχουμε μια αφηγηματική μεταφορά του ποιήματος του Καβάφη «Η πόλις», και ιδίως του στίχου του «Η πόλις θα σε ακολουθεί», στους Εβραίους προγόνους του αφηγητή που έζησαν σ’ αυτήν εδώ την πόλη. Στο άλλο διήγημα «Οι μυστικές κρυψώνες σου» (πάλι αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο) έχουμε παιχνιδίσματα της μνήμης, στα οποία το παρελθόν διεισδύει στο παρόν και το αντίστροφο, αναφορικά με ιστορικά μνημεία που λειτουργούν ως μυστικές κρυψώνες του αφηγητή. Σ’ αυτά τα δύο διηγήματα ο Ναρ συνομιλεί υφολογικά και θεματολογικά με τον Γιώργο Ιωάννου, τη γραφή του οποίου θαύμαζε και αγαπούσε.
Ακολουθεί «Το δικό μας Μανχάταν» – πιθανώς η πρώτη γραφή του διηγήματος «Δραπέτης από τότε», που υπάρχει στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Ναρ. Εδώ έχουμε επινόηση μαζί με βίωμα, αρμονικά συνταιριασμένα. Ένας ιδιαίτερος άνθρωπος που οραματίζεται την ύπαρξη ενός νησιού, έξω από την πόλη του, στο οποίο έχει εναποθέσει τα προβλήματά του.
Η συλλογή κλείνει με το «Σε αναζήτηση ύφους». Μια λογοτεχνικού τύπου αναδρομή στο γενεαλογικό δέντρο του αφηγητή. Στο κείμενο διακρίνονται καθαρά οι προσμίξεις αλλά και η ώσμωση Εβραίων, Ελλήνων και Τούρκων στην παλιά Θεσσαλονίκη. Ο παππούς του αφηγητή, προτού πεθάνει, είχε προπηλακιστεί από Γερμανούς στρατιώτες, όταν, με πρόσχημα τις γυμναστικές ασκήσεις, οι τελευταίοι εξευτέλισαν τους Εβραίους μες στο λιοπύρι, στην πλατεία Ελευθερίας.
Ως δείγμα γραφής όλης της συλλογής αντιγράφω την τελευταία παράγραφο του τελευταίου διηγήματος (σελ. 58-59):
«Ο παππούς μου λοιπόν ήταν ψαράς, ο πατέρας μου μαραγκός κι η μάνα μου καπνεργάτρια. Αυτοί οι τίτλοι μου, αυτές οι περγαμηνές μου και δεν μπορώ να σταθώ πουθενά χωρίς να τις μνημονεύσω. Μόνο που δεν είμαι βέβαιος αν τις μνημονεύω σωστά, μια ολόκληρη ζωή, σημειώνοντας τα αποτυπώματά μου πρώτα στην πλάκα με το κοντύλι, ύστερα στο χαρτί με μολύβι μαύρο και ξυλομπογιές, και πιο ύστερα με ακριβό στυλό διαρκείας, εγώ που τις συνεχίζω, εγώ, τέκνο του 115210 και της 40041, εγώ που προσπαθώ πάντα να αρθρώσω τον όποιο λόγο μου αναζητώντας, μάταια ίσως, το ανάλογο ύφος κι ακόμα και τώρα που χαράζω αυτές τις γραμμές, δεν ξέρω αν τα κατάφερα κι ούτε ξέρω αν θα τα καταφέρω επιτέλους ποτέ».
Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός
Νεφέλη, Αθήνα [1999]
Στο δεύτερο (και, δυστυχώς, τελευταίο) λογοτεχνικό βιβλίο του Ναρ, οχτώ χρόνια μετά, είναι φανερή η συγγραφική του ωρίμανση. Η γραφή είναι πιο δουλεμένη και άρτια, τα διηγήματα ρέουν ελεύθερα και το επιζητούμενο ύφος έχει πλέον κατακτηθεί. Επιπλέον ο συγγραφέας, με το μοίρασμα των ιστοριών του σε τρεις συστάδες διηγημάτων, αφενός τα ταξινομεί θεματολογικά, νοικοκυρεύει το υλικό των δεκαπέντε διηγημάτων που ο ίδιος χειρίζεται, και διευκολύνει κατ’ αυτόν τον τρόπο και τον αναγνώστη (ή τον μελετητή του) στην ανάγνωση, πρόσληψη και αποτίμηση αυτών των διηγημάτων στο σύνολό τους.
Ο Ναρ, βέβαια, μας έχει δώσει μελέτες, ανθολογίες, δημοσιογραφικά άρθρα και τυπωμένες συνεντεύξεις αναφορικά με το εβραϊκό στοιχείο της Θεσσαλονίκης, που όλα μαζί συναποτελούν, μαζί με το λογοτεχνικό, το συνολικό έργο του, ενώ και οι δύο συλλογές διηγημάτων του επανακυκλοφόρησαν εμπλουτισμένες με νέα διηγήματα), και τίτλο Σαλονικάι – Άπαντα τα διηγήματα (εκδ. Νεφέλη).
Η πρώτη συστάδα διηγημάτων περιλαμβάνει έξι διηγήματα, που όλα τους τα συνδέει η αναφορά στο εβραϊκό στοιχείο της Θεσσαλονίκης. Ας τα δούμε με σχετική συντομία:
Στο διήγημα «Η βαρώνη αιωρείται στο χρόνο» ο συγγραφέας φαντασιώνεται τη βαρώνη Κλάρα ντε Χιρς να επιστρέφει στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Ο χρόνος είναι ρευστός, η παλιά με την καινούρια πόλη συνυπάρχουν συνθέτοντας το ολικό ψηφιδωτό της. Το διήγημα τελειώνει με τη φυγή των Εβραίων της πόλης με τα τρένα του θανάτου.
Στο διήγημα «Μπροστά σε μια παλιά φωτογραφία» (πάλι αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο) γίνεται αναφορά σε μνήμες κατοχικές και μετακατοχικές, στις οποίες πρωταγωνιστούν ο πατέρας του αφηγητή κι ένας ράφτης φίλος του, ο Δαβίκος. Οι συνειρμοί και τα βιώματα ξεπηδούν μέσα από παλιές φωτογραφίες. Το κείμενο θυμίζει Τόλη Καζαντζή – γίνεται αναφορά σε Τσιτσάνη, «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» και οδό Πολωνίας.
Ακολουθεί το «Ανεξόφλητο χρέος». Οι συγγενείς του αφηγητή, μετά την απελευθέρωση από τα στρατόπεδα, γύρισαν σε μια Ελλάδα που βρισκόταν σε εμφύλιο. Περιγράφεται εύγλωττα η εν Ελλάδι κατάσταση της εποχής, που ξένιζε τους Εβραίους. Παράλληλα έχουμε πληροφορίες για την οικογένεια του αφηγητή που ζούσε στην περιοχή Κολόμβου. Αυτοβιογραφικές σελίδες αναφορικά με παλιά Θεσσαλονίκη και συνύπαρξη στις γειτονιές των Εβραίων γυναικών με χριστιανές και μουσουλμάνες. Ανάκληση στη μνήμη του συγγραφέα των επετείων απελευθέρωσης των Εβραίων (ζούρφιξ) ως χρέος ανεξόφλητο προς τη μάνα του που έφυγε νωρίς, κυρίως όμως προς όσους σώθηκαν από τα στρατόπεδα του θανάτου.
Το επόμενο διήγημα, «Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός», πιστεύω πως είναι το αρτιότερο της συλλογής. Εδώ έχουμε την επιστροφή του Τζάκο Σουλέμα, επιχειρηματία στο Σαντιάγκο και κάτοικο Χιλής, στη γενέθλια πόλη του τη Θεσσαλονίκη. Ο Τζάκο, «γέννημα-θρέμμα των τενεκέ-μαχαλάδων», σουλατσάρει από τον Λευκό Πύργο μέχρι τη Σαλαμίνα, στη Νέα Παραλία, και έκπληκτος διαπιστώνει τις κραυγαλέες διαφορές που έχει η σύγχρονη πόλη σε σύγκριση με το παρελθόν. Τα παλιά στέκια δεν υπάρχουν πια, οι άνθρωποι αλλοτριώθηκαν. Και εντέλει ο Τζάκο, στο μεγάλο Λούνα Παρκ της παραλίας «ίπταται πάνω από τη γενέθλια πόλη, απλώνοντας προστατευτικά τα νέα φτερά του. Και επιβιώνει εν τοις ουρανοίς». Στο διήγημα υπάρχει φανερή σύγκλιση απόψεων του Ναρ με τον Καζαντζή, αναφορικά με την αλλοτρίωση των Νεοελλήνων της πόλης. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ενδεικτικό. Σκέψεις και αντιλήψεις που σίγουρα θα τις προσυπόγραφε ο Τόλης Καζαντζής.
«Πιο κάτω, στην Τσιμισκή, νεόπλουτοι εργολάβοι και καζινόβιοι τοκογλύφοι τον προσπερνούνε με αλαζονεία και έπαρση. Όμως εκείνος (ο Τζάκο) τους λοιδορεί και μέμφεται όλους τους αίτιους, που μας έχουν τόσο άσπλαχνα απομονώσει». (σελ. 63)
Η πρώτη συστάδα κλείνει με το διήγημα «Ο ποιητής Γ.Θ. Βαφόπουλος και ο οδηγός ταξί Σολομών Ρούσσο» και το «Κατά συνθήκην». Το πρώτο έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Είναι βιωματικό και αφορά τη γνωριμία δύο φαινομενικά ανόμοιων ανθρώπων, του ποιητή της Θεσσαλονίκης Γ.Θ. Βαφόπουλου και του ταξιτζή Σολομών Ρούσσο, επιζώντα του Άουσβιτς-Μπιρκενάου, με αφορμή την παρουσία του ποιητή, το 1991, στο Ισραηλιτικό δημοτικό σχολείο, όπου οι μικροί μαθητές έπαιξαν το έργο του Εσθήρ. Πέντε χρόνια μετά πεθαίνει ο Βαφόπουλος και δέκα μέρες μετά ο Σόλων Ρούσσο. Ο Ναρ, που, όπως γράφει, δεν θέλει να θέτει μεταφυσικά ερωτήματα, συσχετίζει αυτούς τους δύο θανάτους γιατί αφορούν ανθρώπους που «πολύ δοκιμάστηκαν κι ίσως γι’ αυτό πολύ αγάπησαν». Το «Κατά συνθήκην» είναι ένα μικροδιήγημα που αποτυπώνει την αλλαγή στάσεων και συμπεριφορών στους επιγόνους μιας εβραϊκής οικογένειας, μέσα στον χρόνο.
Στη δεύτερη συστάδα διηγημάτων θα βρούμε δύο μόλις ιστορίες, που είναι στρατιωτικού περιεχομένου. Στο «Στρατιώτη Χουσεΐν Μεχμέτ» ένας μουσουλμάνος στρατιώτης που, από λάθος, βρέθηκε σε στρατιωτική μονάδα, επί επταετίας των συνταγματαρχών, αλλάζει με τις ικανότητές του τις συνήθειες του στρατοπέδου. Το «Επιστράτευση 1974» που ακολουθεί είναι καθαρά αυτοβιογραφικό κείμενο. Ο αφηγητής, 25χρόνια μετά, αναπολεί τα γεγονότα της επιστράτευσης του 1974, όταν καλέστηκε για να υπηρετήσει την πατρίδα. Μια βουτιά της μνήμης σε «αλησμόνητες μέρες· τότε που η νιότη μας σπαρταρούσε!» (σελ. 113). Στο τέλος του κειμένου αυτού ο Ναρ επιχειρεί σύζευξη του παρελθόντος με το παρόν.
Τέλος, η τρίτη συστάδα, με επτά διηγήματα. Οι ιστορίες αυτές δεν έχουν στον πυρήνα τους κάποιο συγκεκριμένο θέμα, ωστόσο σε κάποιες εξ αυτών υπάρχει άρωμα ενηλικίωσης, σε βαθμό που να μπορούν να χαρακτηριστούν και ιστορίες ενηλικίωσης του ίδιου του αφηγητή. Στο «Δραπέτης από τότε» ο αφηγητής θυμάται τρεις δραπετεύσεις της παιδικής του ηλικίας –μία για να πάει στο τραμ, μία για να βγάλει ταυτότητα στην αστυνομία και μία τρίτη, πιο τραυματική, για να αγοράσει καραμέλες από έναν γεράκο– και ώριμος άντρας πια σκέφτεται πως, πλέον, δεν είναι καιρός για αποδράσεις – οι μόνες που επιχειρεί γίνονται διά της γραφής.
Άρωμα ενηλικίωσης και στο «Κονσομασιόν και ρεμπέτικα». Η πρώτη γνωριμία του αφηγητή με τα καμπαρέ και την κονσομασιόν, από σπόντα, μέσα από την εμπειρία ενός φίλου του. Ο ίδιος, σε αντιδιαστολή με τα λαϊκά του καμπαρέ, προτιμά σήμερα τα ρεμπέτικα, «τα αμάραντα τραγούδια της ψυχής του». Στο «Σπόρτιγκ-Σπόρτιγκ!» αποτυπώνεται το χάσμα των γενεών και το ανελέητο πέρασμα του χρόνου, μέσα από έναν αγώνα μπάσκετ ανάμεσα στις ομάδες Σπόρτιγκ και Ηρακλή, που ποτέ δεν τελειώνει. Στο «Καλή ανάρρωση» έχουμε την εμπειρία του αφηγητή όταν νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο με υψηλό ζάχαρο. Του έγινε αγγειογραφία, όμως απέφυγε το «μπαλονάκι», αφού η εξέταση βγήκε καθαρή.
Στο διήγημα «Το poker game αργεί ακόμα» έχουμε έναν συσχετισμό της ζωής και των φίλων του αφηγητή με την κινηματογραφική ταινία «Ο χαρτοπαίκτης» (1965), στην οποία πρωταγωνιστεί ο Στηβ Μακ Κουήν, ενώ η ζωή παραλληλίζεται με μια παρτίδα πόκερ. Ακολουθεί το «Συμπαθέστατο πρωτόλειο». Ένα πρωτόλειο διήγημα αξιοποιείται, χρόνια μετά, σε κάποιο βιβλίο, δίχως όμως τα αποτελέσματα που προσδοκούσε ο συγγραφέας του. Το βιβλίο κλείνει με το «Ο Αϊδινίου μένει πάντα εδώ». Η ταύτιση, εκ μέρους του αφηγητή, του παλιού ταλαντούχου ποδοσφαιριστή του Ηρακλή (ο Ναρ όπως και ο Σκαμπαρδώνης υπήρξαν οπαδοί του Ηρακλή) με ερωτικές επιτυχίες (ή αποτυχίες) της νιότης του.
Συνοψίζοντας
Ο Ναρ (όπως και ο Ιωάννου, ο Κάτος και ο Καζαντζής) έφυγε νωρίς από τη ζωή (το 2005, μόλις 58 ετών), πρόλαβε, όμως, με τα δύο μόλις λογοτεχνικά του βιβλία να αφήσει έντονο το αποτύπωμά του στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, αλλά και ολόκληρης της χώρας. Η παλιά Θεσσαλονίκη κυριαρχεί στις ιστορίες του: Η οδός Αντιγονιδών, η οδός Φιλίππου, το σχολικό συγκρότημα μεταξύ των οδών Κρυστάλλη – Συγγρού – Αμβροσίου (δίδαξα κι εγώ εκεί, δύο χρονιές), η φρουταγορά «Λεμονάδικα», το ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ της ΧΑΝΘ, το υπόγειο σφαιριστήριο ΤΑΦΟΣ, η «Ρέμβη» και το «Πικαντίλι», το παλιό ψυχιατρείο της Ισραηλινής Κοινότητας πλησίον του Σταθμού, ο Λευκός Πύργος, οι πύλες του παλιού τείχους της πόλης, η περιοχή του Βαρδαρίου, οι κινηματογράφοι «Διονύσια» και «Αλκαζάρ», αλλά και τόσα ακόμη, φέρνουν στον νου του αναγνώστη μια διαφορετική, από τη σημερινή, Θεσσαλονίκη, όπου μπορεί μεν να μην ήταν όλα ιδανικά και η ζωή να ήταν δύσκολη και σκληρή, ωστόσο οι άνθρωποι διατηρούσαν ακόμη την ηρεμία τους, την αξιοπρέπειά τους και, πάνω απ’ όλα, την ανθρωπιά τους.
Όσο για την υφολογική του ανομοιομορφία, που παρατηρείται όχι μόνο στο πρώτο του βιβλίο αλλά και στο δεύτερο, ευτυχώς που την κράτησε, γιατί αυτό το συνεχές «πήγαινε-έλα» από τον ρεαλισμό και την αυτοβιογραφία στη συνειρμικού τύπου δευτεροπρόσωπη αφήγηση, πιστεύω πως αναδεικνύει όλη την αφηγηματική του γοητεία αλλά και τη συγγραφική του ιδιοσυστασία.
[1] Περικλής Σφυρίδης, Παραφυάδες II, Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 2009-2013, Εστία, 2015
[2] οπ, σελ. 158
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Η εγγύτητα των πραγμάτων», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νησίδες.