Ένα πορτρέτο του βιβλιοπωλείου «Πολιτεία» πολυπρισματικό, φιλοτεχνημένο από τις αφηγήσεις και τις ιστορίες συγγραφέων και μεταφραστών. Σήμερα, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Διονύσης Μαρίνος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η σχέση όλων μας με την ανάγνωση και τα βιβλία περνάει μέσα και από αμέτρητες ώρες αναζήτησης σε μικρά και μεγαλύτερα βιβλιοπωλεία, στο κέντρο της Αθήνας ή στο βιβλιοπωλείο της περιοχής μας. Το βιβλιοπωλείο της «Πολιτείας» από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του αποτέλεσε στέκι συγγραφέων και αναγνωστών, καθιερωμένη στάση στις αθηναϊκές βόλτες μας.
Ένα πορτρέτο της «Πολιτείας» φιλοτεχνημένο από τις αφηγήσεις και τις ιστορίες συγγραφέων, μεταφραστών και επιμελητών, τους κατοίκους της μεγάλης πολιτείας των βιβλίων.
Του Διονύση Μαρίνου
Το παρελθόν απέχει από το παρόν κατά μια τρίχα ανάμνησης. Τότε είχα μακριά μαλλιά, ξανθά. Δεν ξέρω ποια γενετική αλλαγή υπέστη η κώμη μου από την εφηβεία και μετά, αλλά εκείνη την περίοδο, κοντά στα δεκαπέντε, ήμουν ξανθός σ’ ένα σμήνος σκουρομάλληδων. Παράξενα διαφορετικός. Δεν μπορούσα να κρυφτώ εύκολα. Ο ξανθός κουβαλάει πάνω στο κεφάλι του μια σημαδούρα. Φαίνεται από παντού.
Κρύφτηκα στο κίτρινο τρόλεϊ με τον αριθμό «4». Πίστευα πως έτσι κανείς δεν θα με πρόσεχε. Πήγα και στάθηκα στη γαλαρία, πίσω από έναν εύσωμο παππού που διάβαζε εφημερίδα. Ήταν Σάββατο και ήταν η πρώτη μου κρυφή έξοδος από τα στενά όρια του Παγκρατίου. Αθήνα, σου έρχομαι.
Ήμουν παράξενος και διαφορετικός ακόμη και σ’ αυτό. Δεν απέδρασα για τα θέλγητρα ενός κοριτσιού. Δεν σήκωσα τη σημαία της επανάστασης για χάρη ενός σπάνιου, για εκείνη την εποχή, φραπέ (από τους πρώτους που άρχιζε να καταναλώνει η αθηναϊκή μαρίδα), αλλά για να πάω σε ένα βιβλιοπωλείο. Ούτε καν ήξερα πού βρισκόταν η «Πολιτεία».
Δεν απέδρασα για τα θέλγητρα ενός κοριτσιού. Δεν σήκωσα τη σημαία της επανάστασης για χάρη ενός σπάνιου, για εκείνη την εποχή, φραπέ (από τους πρώτους που άρχιζε να καταναλώνει η αθηναϊκή μαρίδα), αλλά για να πάω σε ένα βιβλιοπωλείο. Ούτε καν ήξερα πού βρισκόταν η «Πολιτεία».
Ούτε που θυμάμαι πώς έφτασα εκεί, πώς κατέβηκα τα σκαλιά (μόνο την ένταση του καρδιακού μου παλμού θυμάμαι σαν τώρα), πώς από τη μια στιγμή στην άλλη καταδύθηκα κυριολεκτικά σε έναν κόσμο που σήμερα, στα πενήντα μου, συνεχίζει να με καθοδηγεί και να ορίζει αυτό που είμαι. Μπήκα στο βιβλιοπωλείο με την ίδια ζέση του πρωτάρη που είχαν και οι συνομήλικοί μου όταν επισκέπτονταν τους «ναούς» στο Μεταξουργείο για να θαυμάσουν τις λεπτόχρωμες γάμπες των γυναικών και μια πρέζα από στήθος.
Θυμάμαι τον Τουργκένιεφ, ένα επιστημονικής φαντασίας και μια συλλογή διηγημάτων του Παπαδιαμάντη. Αυτά ήταν τα τρία πρώτα βιβλία που πήρα με το χαρτζιλίκι μου. Άλλα χρήματα δεν είχα. Όλη την επόμενη εβδομάδα την πέρασα στο σπίτι, τιμωρία. Ήμουν και αδέκαρος, άλλωστε.
Τώρα που οι τρίχες του κεφαλιού μου με αποχωρίζονται σιγά σιγά, μακαρίζω τον ξανθό εαυτό μου για εκείνη την κατεβασιά στην «Πολιτεία». Είναι από τις λίγες αποφάσεις ζωής που τις ακολούθησα ως το τέλος και μου βγήκαν.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.