Ιστορίες από τη ζωή των αρχαίων ημών – και όχι μόνο.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Συγγενής και σύντροφος του Αλκιβιάδη, ο Αξίοχος (γράφει ο Λυσίας) τον ακολούθησε στην Άβυδο. Εκεί και οι δυο τους νυμφεύθηκαν τη Μεδοντιάδα. Όταν από τον γάμο των τριών γεννήθηκε κορίτσι και μεγαλώνοντας έγινε καλλονή, «ξυνεκοιμώντο και ταύτῃ», κοιμόντουσαν και μ’ εκείνην.
«Είναι κόρη του Αξίοχου!», έλεγε ο Αλκιβιάδης. Και ο Αξίοχος: «του Αλκιβιάδη!»
※
Η Λάμια, περίφημη Αθηναία εταίρα του 4ου αιώνα, πήγε στα δικαστήρια κάποτε έναν πελάτη της, επειδή μια φορά που είδε στ’ όνειρό του ότι συνευρίσκεται μαζί της, αρνήθηκε να της καταβάλει αμοιβή. Ο δικαστής, πράγματι, έκρινε ότι έπρεπε να αποζημιωθεί για τις υπηρεσίες της. Όρισε λοιπόν να της καταβληθεί η σκιά μιας δραχμής.
Ίσκιος έναντι ονείρου, δεν το λες κι άσχημη ανταλλαγή.
※
«Τω 322», αφηγείται ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, αντλώντας με τη σειρά του απ’ τον Πλούταρχο, «ο στόλος των Αθηναίων ηττήθη κατά κράτος υπό του Μακεδόνος Κλείτου περί Αμοργόν». Ο δημαγωγός Στρατοκλής, προτού καν φτάσουν στην πόλη τα νέα, «εισελαύνει εστεφανωμένος» από το Δίπυλο, «βεβαιοί ότι νενικήκασι» και βάζει τον δήμο να εκδώσει ψήφισμα για επίσημες γιορτές και πανηγύρια.
Πανηγύριζε ακόμη η πόλη, όταν «καταφθάνουσιν εις Πειραιά τα ελεεινά του στόλου λείψανα». Ο δε Στρατοκλής, βλέποντας το πλήθος να αγανακτεί μαζί του που το είχε ξεγελάσει, θα δικαιολογηθεί με το αμίμητο: «Είτα τι πεπόνθατε δεινόν ή δύο ημέρας ηδέως γεγόνατε;» Ή, σε μεταγραφή: «Τι το φοβερό πάθατε; Περάσατε και δυο μέρες ευχάριστα!»
Παρ’ όλα αυτά, ο Στρατοκλής δεν έχασε τη θέση του, «δεν έπαυσε πρωτεύων εν Αθήναις». Στο τέλος μάλιστα «και παντοδύναμος ενταύθα εγένετο».
※
Ότι ο στρατηγός Λυσίας ήταν ναυαγός, μας βεβαιώνει ο Παπαρρηγόπουλος, «είχεν αποδειχθή αναμφισβητήτως».
Στις Αργινούσες, κατά τη ναυμαχία με τους Λακεδαιμόνιους, σώθηκε πάνω σ' ένα πλοίο βουλιαγμένο. Ακόμη κι αν οι άλλοι επτά συστρατηγοί του στον αθηναϊκό στόλο ήταν ένοχοι επειδή δεν περισυνέλεξαν (εν μέσω τρικυμίας…) τους πεσόντες και τους ναυαγούς, «ο Λυσίας ήτο ομολογουμένως αθώος».
Όμως οι αγανακτισμένοι στον δήμο ήταν πλήθος και οι λαοπλάνοι που τους έβαζαν φιτίλια άνθρωποι επιδέξιοι. Παρακάμφθηκαν λοιπόν κανόνες δικονομικοί και περιττά δικαστήρια και στήθηκαν στα γρήγορα «εις εκάστην φυλήν δύο υδρίαι, δηλαδή, ως ηθέλομεν ειπεί σήμερον, δύο κάλπαι».
Με άλλα λόγια, διενεργήθηκε δημοψήφισμα με το εξής ερώτημα: είτε όλοι ένοχοι, είτε όλοι αθώοι. Ο δήμος αν διάλεγε το δεύτερο «έμελλε να αποφασίση ότι και ο Λυσίας ήτο ένοχος διότι ναυαγός ων δεν έσωσε τους άλλους ναυαγούς».
Όπερ και εγένετο. Ο Λυσίας εκτελέστηκε μαζί με τους άλλους. Σ' όσους αποτόλμησαν να διαμαρτυρηθούν για το παράλογο της διαδικασίας (ανάμεσά τους, μόνος αυτός μέχρι τέλους, ο Σωκράτης), το πλήθος βροντοφώναζε ότι «δεινόν είναι ει μη τις εάσει τον δήμον πράττειν ο αν βούληται», όπως διαβάζουμε στον Ξενοφώντα. Δηλαδή ότι είναι φοβερό να απαγορεύουν στον λαό να κάνει ό,τι του καπνίσει.
※
«Ο υδραυλικός Κράτης ο Χαλκιδεύς», γράφει ο Παπαρρηγόπουλος, επεχείρησε μετά από εντολή του Αλέξανδρου «ν’ αποξηράνη την Κωπαΐδα». Και είχε ήδη προχωρήσει αρκετά με το έργο όταν «αίφνης ηναγκάσθη να το διακόψη, στασιασάντων των Βοιωτών». Τι είχε συμβεί; «... οι Θηβαίοι εφοβήθησαν μήπως εξ αυτού ωφεληθώσιν οι Ορχομένιοι, οι αρχαίοι αυτών αντίζηλοι»...
Το συμβάν το πρωτοβρίσκουμε στον Στράβωνα. Το ανέκδοτο με την κατσίκα του γείτονα είναι άλλης περιόδου.
※
«Τρων για να ξερνάν, ξερνάν για να τρων». Έτσι περιγράφει τις συμποτικές συνήθειες των πάμπλουτων Ρωμαίων της εποχής του ο Σενέκας. Τότε, που οι καλοφαγάδες έστηναν ανδριάντες στους μαγείρους τους και υψηλή γαστρονομία σήμαινε να μην καταλαβαίνει κανείς από τι υλικά είναι φτιαγμένο το γεύμα που έχει εμπρός του. Θηλές γουρούνας, γλώσσες φλαμίνγκο, ποντικάκια γεμιστά, μερικές από τις συνταγές που μας άφησε ο Μάρκος Γάιος Απίκιος στον τσελεμεντέ του. Ο ίδιος, διαβάζουμε, καταβρόχθισε –στην κυριολεξία– εκατό εκατομμύρια σηστέρτιους, περιουσία μυθική. Κι όταν του απόμειναν δέκα ψωροεκατομμύρια μονάχα, αυτοκτόνησε.
Δεν φτάναν, έκρινε, για μια αξιοπρεπή ζωή.
※
Το περιστατικό, από τον μακρινό Φλεβάρη του 244, αμφισβητείται (οι περσικές πηγές θέλουν τον Μάρκο Αντώνιο Γορδιανό να πέφτει στο πεδίο της μάχης και ο Ζωναράς δεν αντικρούει αυτή την εκδοχή), η αφήγηση όμως του Γίββωνα είναι τόσο τερπνή που παραμερίζει τους όποιους ενδοιασμούς του φιλίστορος.
«Όταν ο στρατός εξέλεξε τον Φίλιππο, που ήταν προηγουμένως αρχηγός της πραιτωριανής φρουράς επί του τρίτου Γορδιανού, ο τελευταίος απαίτησε να παραμείνει μόνος αυτοκράτωρ, αλλά δεν το πέτυχε. Στη συνέχεια, ζήτησε η εξουσία να μοιραστεί εξίσου μεταξύ τους, αλλά ο στρατός ούτε θέλησε να ακούσει. Δέχτηκε να υποβιβαστεί σε Καίσαρα αλλά του αρνηθήκαν και αυτή τη χάρη. Παρακάλεσε, τουλάχιστον, να διοριστεί αρχηγός της πραιτωριανής φρουράς αλλά και αυτή του η επιθυμία απορρίφθηκε. Στο τέλος ικέτευσε απλώς να του χαρίσουν τη ζωή…
Ο Φίλιππος, που κατά την διάρκεια της διαπραγμάτευσης παρέμεινε σιωπηλός, σκέφτηκε να χαρίσει τη ζωή στον αθώο του ευεργέτη αλλά συλλογίστηκε ότι η αθωότητά του ίσως ξεσήκωνε στον ρωμαϊκό κόσμο έναν οίκτο επικίνδυνο. Χωρίς να υπολογίσει τα κλάματα του Γορδιανού, διέταξε να τον συλλάβουν, να τον γυμνώσουν και να τον θανατώσουν χωρίς καθυστέρηση. Μετά από μιας στιγμής παύση, η απάνθρωπη ποινή εξετελέσθη».
Απαιτώ, ζητώ, δέχομαι, παρακαλώ, ικετεύω. Η αμείλικτη κατηφόρα των ρημάτων.
※
Καλεσμένος στο οθώνειο παλάτι μια μέρα, λέει ο θρύλος, ο γερο-Κολοκοτρώνης έφτυνε κάθε τόσο, όπως το ’χε συνήθειο, στο πάτωμα. Του ’βαλαν λοιπόν ένα χρυσό πτυελοδοχείο εμπρός του, εκείνος όμως επέμεινε να φτύνει παραδίπλα κάθε φορά, παρότι ένας υπηρέτης το μετακινούσε διαρκώς προς το μέρος του. Ώσπου ο στρατηγός δεν άντεξε και του ’πε: «Πάρ’ το από δω, γιατί θα φτύσω μέσα!»
Να ’χε αυτό το περιστατικό στον νου του ο Ροΐδης όταν, δεκαετίες αργότερα, με τον οδοντοφόρο τρόπο του, παρατηρούσε: «Πτυελοδοχείον είναι το σκεύος εκείνο πέριξ του οποίου πτύουν οι Έλληνες»;
※
«Γνωρίζομεν ότι είσθε ο κράτιστος των φιλολόγων τους οποίους παρήγαγεν η Ελλάς μετά τον Κοραήν, αλλά δεν θα γίνετε Καθηγητής διότι δεν είσθε ιδικός μας». Νικόλαος Εξαρχόπουλος προς Ιωάννη Συκουτρή, 1934.
(Ο Εξαρχόπουλος κράτησε την έδρα της παιδαγωγικής στο Αθήνησι τρεισήμισι δεκαετίες. Έγινε και ακαδημαϊκός. Πέθανε κοντά ενενήντα χρονών. Ο Συκουτρής πέθανε στα τριάντα έξι του, στον Ακροκόρινθο, αυτοχειριαζόμενος. Δεν εξελέγη ποτέ του καθηγητής).
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής. Τελευταίο βιβλίο του η συλλογή δοκιμίων «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση» (εκδ. Μικρή Άρκτος).