Με το νέο του μυθιστόρημα, «Το Χιόνι», ο κορυφαίος Ιρλανδός συγγραφέας δολοφονεί το λογοτεχνικό άλτερ έγκο των αστυνομικών μυθιστορημάτων του.
Του Τσαρλς Μακ Γκραθ
Μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο
Ο σπουδαίος Ιρλανδός πεζογράφος φημίζεται για την τελειομανία του – είναι από τους συγγραφείς εκείνους που μπορούν να σπαταλήσουν μια ολόκληρη μέρα πάνω σε μία μόνο πρόταση. Τα βιβλία του, γραμμένα συνήθως σε πρώτο πρόσωπο, απηχούν την κομψή πρόζα του Ναμπόκοφ και είναι πάντοτε περίτεχνα... ή, απλώς, «δύσκολα» μιας κι εστιάζουν περισσότερο στο στυλ παρά στην πλοκή, όπως παραπονούνται ορισμένοι αναγνώστες. Συχνά δε τα βαραίνουν λέξεις που σαν να τις επιλέγει σκόπιμα, θέλοντας να αποδείξει ότι διαθέτει πλουσιότερο λεξιλόγιο από το δικό μας.
Ένα κλασικό μπανβιλικό μυθιστόρημα παίρνει τέσσερα ή και πέντε επώδυνα χρόνια για να ολοκληρωθεί, και πάλι, όμως, ο δημιουργός του παραμένει με το αίσθημα του ανικανοποίητου. Σε μια συνέντευξή του στο Paris Review, το 2009, δήλωνε ότι μισεί τα βιβλία που έχει γράψει. «Αποτελούν για μένα πηγή ντροπής» είχε πει, για να προσθέσει: «Είναι, βεβαίως, καλύτερα από όλων των άλλων, αλλά όχι όσο καλά θα ήθελα εγώ».
Μέχρι το μεσημέρι είχε γράψει 1500 λέξεις – όσες, δηλαδή, υπό κανονικές συνθήκες θα έγραφε σε μια βδομάδα. «Σα δεν ντρέπεσαι, Τζον Μπάνβιλ» σκέφτηκε, όμως συνέχισε και τέλειωσε το βιβλίο αυτό μέσα σε πέντε-έξι μήνες.
Ωστόσο, τον Μάρτιο του 2005, φιλοξενούμενος σε φιλικό του σπίτι στην Ιταλία, ο Μπάνβιλ κάθισε ένα πρωί και για κάποιο λόγο άρχισε να γράφει μια αστυνομική ιστορία με φόντο το Δουβλίνο της δεκαετίας του '50. Μέχρι το μεσημέρι είχε γράψει 1500 λέξεις – όσες, δηλαδή, υπό κανονικές συνθήκες θα έγραφε σε μια βδομάδα. «Σα δεν ντρέπεσαι, Τζον Μπάνβιλ» σκέφτηκε, όμως συνέχισε και τέλειωσε το βιβλίο αυτό μέσα σε πέντε-έξι μήνες. «Είχα μείνει άφωνος με την ταχύτητά μου», αναφέρει σε πρόσφατο ηλεκτρονικό του μήνυμα. Τότε διάβαζε μετά μανίας Σιμενόν –αν και όχι τις περιπέτειες του επιθεωρητή Μαιγκρέ– και ήθελε να δει τι θα μπορούσε ο ίδιος να καταφέρει με ένα πιο περιορισμένο λεξιλόγιο κι ένα πιο λιτό, άμεσο ύφος.
Το βιβλίο εκείνο, που είχε τίτλο Ο Διπλός Θάνατος της Κριστίν Φολς και πρωταγωνιστή τον μέθυσο ιατροδικαστή/ντετέκτιβ Κουίρκ – κυκλοφόρησε το 2007, με το όνομα Μπέντζαμιν Μπλακ. Ο συγγραφέας δεν ήθελε στην ουσία να κρυφτεί πίσω από το ψευδώνυμο αυτό –βιβλιοπώλες και βιβλιοκριτικοί γνώριζαν εξαρχής την αληθινή του ταυτότητα– αλλά μάλλον να δείξει ότι ο Τζον Μπάνβιλ είχε κι έναν σκοτεινό εαυτό, που είχε βαλθεί να ασχοληθεί με κάτι τελείως διαφορετικό.
«Στόχος μου, ως Μπλακ, ήταν να γράφω όσο το δυνατόν πιο απλά», εξηγεί. «Πότε πότε ο Μπάνβιλ επιχειρούσε να μου επιβραδύνει τον ρυθμό, να με κάνει να δουλεύω περισσότερο τις προτάσεις μου, κι αυτό ήταν κάτι απ' το οποίο έπρεπε να φυλάγομαι. Όπως έχω πει, ό,τι δημιουργεί ο Μπλακ είναι προϊόν αυθορμητισμού, ενώ στον Μπάνβιλ είναι αποτέλεσμα υψηλής συγκέντρωσης».
Ο Μπάνβιλ σκόπευε να γράψει μόνο ένα βιβλίο με ήρωα τον Κουίρκ, όμως ακολούθησαν άλλα έξι, καθώς και τέσσερα ακόμη που δεν είχαν τον Κουίρκ ως πρωταγωνιστή.
Ο Μπάνβιλ σκόπευε να γράψει μόνο ένα βιβλίο με ήρωα τον Κουίρκ, όμως ακολούθησαν άλλα έξι, καθώς και τέσσερα ακόμη που δεν είχαν τον Κουίρκ ως πρωταγωνιστή. Αυτά τα βιβλία μπορεί να μην τον έκαναν πλούσιο, ή τουλάχιστον όσο πλούσιο θα ήθελε, αλλά του εξασφάλισαν ένα καινούριο κοινό. Μάλιστα ορισμένοι «άπιστοι» αναγνώστες του Μπάνβιλ παραδέχονται ότι πλέον τα προτιμούν.
Στο μεταξύ, ο Μπάνβιλ με τον συνήθη αργό, μεθοδικό του τρόπο, γράφοντας στο χέρι σε όμορφα δερματόδετα τετράδια (σε αντίθεση με τον Μπλακ, ο οποίος χρησιμοποιεί κομπιούτερ), κατόρθωσε να συγγράψει έκτοτε τέσσερα δικά του μυθιστορήματα. Το πιο πρόσφατο, η Κυρία Όσμοντ, αποτελεί τη συνέχεια του Πορτρέτου μιας κυρίας του Χένρι Τζέιμς και μιμείται μέχρι κεραίας το στυλ του κορυφαίου Αμερικανού συγγραφέα. «Αυτό το βιβλίο βγήκε κάπως πιο εύκολα», λέει ο Μπάνβιλ, «γιατί εξαρχής διαπίστωσα ότι διέθετα τη "φωνή" του Χένρι Τζέιμς ή κάτι τέτοιο τελοσπάντων». Υπήρχαν μέρες που έβγαινε για ένα περίπατο κι επιστρέφοντας ένιωθε πως είχαν κιόλας γραφτεί μια-δυο ακόμη σελίδες εν τη απουσία του: «Έγερνα κάθε τόσο πίσω στην καρέκλα μου και η πένα μου λες και γλιστρούσε μόνη της πάνω στο χαρτί. Ήταν μια πολύ παράξενη αίσθηση».
Το νέο μυθιστόρημα του Μπάνβιλ, με τίτλο Το Χιόνι, είναι και πάλι μια ιστορία μυστηρίου με φόντο την Ιρλανδία του 1950, αυτή τη φορά όμως, τη θέση του Κουίρκ παίρνει ένας άλλος, νεότερος σε ηλικία ντετέκτιβ, ο Σεν Τζον (προφέρεται με τον αριστοκρατικό βρετανικό τρόπο: Σίντζον), Στράφορντ, που προέρχεται από την εύπορη τάξη των Προτεσταντών γαιοκτημόνων.
Το βιβλίο έχει ήδη κυκλοφορήσει αρκετό καιρό τώρα στην Ισπανία, όπου ο Μπέντζαμιν Μπλακ είναι απροσδόκητα δημοφιλής. Αυτό ίσως οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι υπάρχουν αρκετά κοινά στην ιστορία της Ισπανίας και της Ιρλανδίας κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα: ο εμφύλιος πόλεμος, η ηγεμονία της εκκλησίας κι ένας παρόμοιος ζόφος μες στην καρδιά των δύο λαών.
Ωστόσο, όταν Το Χιόνι κυκλοφορήσει επίσημα τις ερχόμενες μέρες στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, στο εξώφυλλο δεν θα γράφει Μπέντζαμιν Μπλακ αλλά Τζον Μπάνβιλ, με μεγάλα γράμματα. «Ο Μπλακ δέχτηκε με αξιοπρέπεια τον θάνατό του», όπως είπε πρόσφατα ο Μπάνβιλ – έστω κι αν στην Ισπανία θα συνεχίσει να ζει, προκαλώντας σύγχυση σε κριτικούς και βιβλιογράφους, διότι εκεί είναι πολύ δυνατός για να πεθάνει.
Αυτό που συνέβη, μας εξηγεί ο Μπάνβιλ, είναι ότι ξαναδιαβάζοντας κάποια από τα βιβλία του Μπλακ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν καλύτερα απ' ό,τι πίστευε. «Μην ξεχνάτε ότι ανήκω στην κατηγορία των συγγραφέων που αντιπαθούν το έργο τους και ντρέπονται γι' αυτό. Επιδιώκω την τελειότητα, και, όπως γνωρίζουμε, η τελειότητα είναι πέρα από τις φτωχές ανθρώπινες δυνάμεις μας. Όταν, όμως, ανακάλυψα ότι μου άρεσε ο Μπλακ, είπα στον εαυτό μου: «Τι τον χρειάζεσαι εν τέλει αυτό τον απατεωνίσκο;» Κι έτσι, τον κλείδωσα σ' ένα δωμάτιο με ένα περίστροφο, μια χούφτα υπνωτικά χάπια κι ένα μπουκάλι ουίσκι, κι αυτό ήταν. Ποτέ δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να υπερασπιστώ τα γραφόμενα του Μπλακ. Τα βιβλία του είναι φτιαγμένα με μαστοριά, ειλικρίνεια και χωρίς προσποιήσεις». Για να προσθέσει με πονηρό βλέμμα: «Όχι πως θεωρώ απαραίτητα την προσποίηση κακό πράγμα για έναν συγγραφέα».
«Μην ξεχνάτε ότι ανήκω στην κατηγορία των συγγραφέων που αντιπαθούν το έργο τους και ντρέπονται γι' αυτό. Επιδιώκω την τελειότητα, και, όπως γνωρίζουμε, η τελειότητα είναι πέρα από τις φτωχές ανθρώπινες δυνάμεις μας. Όταν, όμως, ανακάλυψα ότι μου άρεσε ο Μπλακ, είπα στον εαυτό μου: “Τι τον χρειάζεσαι εν τέλει αυτό τον απατεωνίσκο;”
Ο Μπάνβιλ, 74 ετών σήμερα, μεγάλωσε στην Κομητεία Γουέξφορντ, έναν τόπο που τον έβρισκε ανιαρό κι επαρχιώτικο. Όταν ήταν παιδί, του άρεσε να επισκέπτεται τη θεία του, στο Δουβλίνο, το οποίο του φαινόταν απείρως πιο συναρπαστικό κι ελκυστικό... Η γοητεία που του ασκούσε εντοπίζεται στις ιστορίες με τον Κουίρκ, όπου η ίδια η πόλη –οι τοποθεσίες, οι μυρωδιές, η ατμόσφαιρα της μυστικότητας και των καταπιεσμένων συναισθημάτων, ιδίως των ερωτικών– είναι κι αυτή ένας κεντρικός χαρακτήρας. Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη έρευνα, εξηγεί. Οι περισσότερες λεπτομέρειες αναδύονταν ατόφιες από την παιδική του μνήμη.
Ο Μπάνβιλ λέει ότι δεν έχει πάψει να τον ενδιαφέρει η Ιρλανδία της δεκαετίας του '50 –ο τρόπος με τον οποίο «εκκλησία και κράτος συνεργάζονταν ούτως ώστε να διατηρούν τον λαό αφελή: η εκκλησία μέσω της πλύσης εγκεφάλου εξ απαλών ονύχων, το δε κράτος δια της λογοκρισίας και του ψεύδους». Το Χιόνι, στο οποίο ένας Καθολικός ιερέας βρίσκεται μακάβρια δολοφονημένος μέσα στο υποστατικό ενός Προτεστάντη, διερευνά «την έλξη που ασκεί σε έναν επαρχιώτη η αριστοκρατική τάξη –για την ακρίβεια η κάστα– των Αγγλο-ιρλανδών», όπως μας λέει. Θυμάται που πήγαινε ως παιδί σε ετήσιες τοπικές εκδηλώσεις Προτεσταντών, οι οποίοι τον εντυπωσίαζαν με τα φθαρμένα αρχοντικά τουιντ κοστούμια τους και την επιτηδευμένη αγγλική τους προφορά. «Κάθε φορά ένιωθα σαν να βρίσκομαι για λίγο στη Χώρα των Θαυμάτων».
Στην πραγματικότητα, θα ήταν μάλλον απίθανο κάποιος σαν τον Σεν Τζον Στράφορντ να έχει καταλήξει στο σώμα της ιρλανδικής αστυνομίας. Οπότε, πρόκειται για έναν φανταστικό ήρωα, ο οποίος, ακριβώς επειδή είναι ουσιαστικά ένας «ξένος», έχει τη δυνατότητα να προσέχει πράγματα που σε άλλους περνούν απαρατήρητα. [Ο Μπάνβιλ έχει ήδη τελειώσει ένα δεύτερο βιβλίο με αυτόν ως πρωταγωνιστή, στο τέλος του οποίου «υπάρχει μια σοβαρή νύξη ότι ο Στράφορντ θα σχετιστεί με την οικογένεια Κουίρκ». Οι φαν της σειράς ίσως ελπίσουν ότι θα ερωτευτεί την κόρη του Κουίρκ, τη Φοίβη, αφού και οι δυο είναι μόνοι και θα μπορούσαν να δημιουργήσουν έναν ενδιαφέροντα δεσμό].
Ο Μπάνβιλ έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν για περισσή αλαζονεία. Όταν το μυθιστόρημά του Η Θάλασσα έκανε την έκπληξη και κέρδισε το βραβείο Μπούκερ 2005, είχε ενοχλήσει αρκετούς με τη δήλωσή του: «Είναι ωραίο να βλέπεις ένα έργο τέχνης να επικρατεί». Ωστόσο, σε μια πρόσφατη διαδικτυακή του συνέντευξη τον Σεπτέμβριο –με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι και στο βάθος να φαίνεται ένα ξέστρωτο κρεβάτι– είχε μια, χιουμοριστική πάντα, διάθεση υποτίμησης του εαυτού του και μια αχνή νοσταλγία για το παρελθόν. Είπε ότι περιμένει να τελειώσει η πανδημία, κλεισμένος σε ένα σπίτι με θέα το λιμάνι, σε ένα ψαροχώρι βόρεια του Δουβλίνου. «Υπάρχουν, βεβαίως, χειρότερα μέρη που θα μπορούσα να βρίσκομαι. Εξάλλου, ως συγγραφέας που είμαι, σε απομόνωση δεν ζω τα τελευταία εξήντα χρόνια;»
Συνήθως τα αστυνομικά του τα έγραφε στη διάρκεια του καλοκαιριού – εποχή την οποία απεχθάνεται. «Για να μπορώ να λέω στους δικούς μου και τους φίλους μου, “Συγγνώμη, δεν μπορώ να σας δω – εργάζομαι”». Το φετινό καλοκαίρι, όμως, καταπιάστηκε αντ' αυτού με το μυθιστόρημα που πιστεύει ότι θα είναι ίσως το τελευταίο τού «κλασικού Μπάνβιλ», και το οποίο πρωτοξεκίνησε το 2017. Σε μια έξαρση λογοτεχνικής αυτοαναφορικότητας –που προκαλεί συχνά πονοκέφαλο στους κριτικούς του– το βιβλίο αυτό επαναφέρει στο προσκήνιο τον Φρέντι Μοντγκόμερι, αφηγητή του The Book of Evidence καθώς και των δύο σίκουελ Ghosts και Athena, και τον εισάγει στο μυθιστόρημα του 2009 Άπειροι Κόσμοι. Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια εναλλακτική πραγματικότητα, όπου οι Άγγλοι είναι ακόμα Καθολικοί, η ενέργεια αντλείται από το θαλασσινό νερό και οι Θεοί του Ολύμπου υπάρχουν και συγχρωτίζονται με τους κοινούς θνητούς. Ο Μπάνβιλ δηλώνει αποφασισμένος να το έχει ολοκληρώσει μέχρι τα Χριστούγεννα, και παραθέτει τα περίφημα λόγια του Όσκαρ Γουάιλντ σχετικά με την ταπετσαρία στο δωμάτιο του Παρισινού ξενοδοχείου όπου πέθαινε: «Κάποιος από τους δυο μας θα πρέπει να φύγει».
* Το κείμενο του CHARLES McGRATH, δημοσιεύθηκε στους © New York Times την 1η Οκτωβρίου 2020.
→ Το μυθιστόρημα του Τζον Μπάνβιλ «Το χιόνι» θα κυκλοφορήσει από τις εκδ. Καστανιώτη, εντός του 2021, σε μετάφραση της Τόνιας Κοβαλένκο.