Σκέψεις για τη ρίμα στην ελληνική ποίηση και σε τρεις ακόμα ευρωπαϊκές γλώσσες.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Σε παλιά τηλεοπτική εκπομπή, ο Μανόλης Αναγνωστάκης είχε κάποτε πει ότι τις δυνατότητες της ρίμας η νεοελληνική ποίηση δεν τις έχει αξιοποιήσει όσο θα μπορούσε. Και είχε βεβαίως δίκιο. Το βλέπει κανείς διαβάζοντας ποιήματα σε άλλες γλώσσες.
Του Ισπανού το αυτί λ.χ. είναι τόσο ασκημένο ώστε να συλλαμβάνει ως ρίμα, ως ήχους ομοιοκατάληκτους δηλαδή, μια ακολουθία όμοιων φωνηέντων ανεξαρτήτως των συμφώνων που παρεμβάλλονται ή ακολουθούν. Οι λέξεις vengο, pensamientos, muero, lejos, necio, sujeto, contemplo, cuerpo ας πούμε, για να αντιγράψω μερικές από τους πρώτους στίχους ενός περίφημου ποιήματος του Λόπε δε Βέγα, στα ισπανικά ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους, περιέχουν όλες τα φωνήεντα ε και ο. Πάνω στη συνήχησή τους, μπορεί να φτιάξει κανείς μια συγχορδία πολύ πιο διακριτική από τις ηχηρές δικές μας ρίμες, κι όμως ικανή να σπονδυλώσει ένα ποίημα στο μάκρος εκατοντάδων (!) στίχων.
Του αγγλόφωνου πάλι το αυτί είναι ασκημένο στην αναγνώριση των συμφωνικών ομοιοτήτων. Σ' ένα πεντάστιχό του ο Γέητς, λ.χ., βάζει το won να ομοιοκαταληκτεί με το stone, το again, το run και το men, όλα τους λήγοντα σε -n. Αν το δοκίμαζε ένας Έλληνας ποιητής, αμφιβάλλω αν θα γινόταν καν αντιληπτό τι πήγε να κάνει.
Του αγγλόφωνου πάλι το αυτί είναι ασκημένο στην αναγνώριση των συμφωνικών ομοιοτήτων. Σ' ένα πεντάστιχό του ο Γέητς, λ.χ., βάζει το won να ομοιοκαταληκτεί με το stone, το again, το run και το men, όλα τους λήγοντα σε -n.
Ένας σπουδαίος σύγχρονός μας Γερμανός ποιητής, ο Γιάν Βάγκνερ, πάει ακόμη πιο μακριά. Εκμεταλλεύεται και τις πιο αχνές ομοιότητες, τις εντελώς ακανόνιστες συγγένειες των ήχων. Σε στίχους του θα δούμε το feine να ριμάρει με το bienen, το egal με το ziegel, το epitaph με το staat, το klebt με το lebte.
Εδώ σε μας ακόμη και οι «φτωχές» λεγόμενες ρίμες, θεωρούνται από κάποιους ανεπαρκείς, αν σκεφτούμε ότι ο Σολωμός χρειάστηκε να δώσει εξηγήσεις στις «Σημείωσές» του στον Ύμνο για ποιον λόγο «το τιμή είναι ομοιοτέλευτο με το πολλοί, το κακός με το τυφλός, το εχθές με το πολλές». Και τις ασύμμετρες οξύτονες / προπαροξύτονες ρίμες του Ελύτη, λ.χ. στο Άξιον Εστί και αλλού, τροχούς / αίμα τους, βουνά / θάλασσα, κλειστό / άβυσσο και άλλες, έχω διαπιστώσει προσωπικά ότι πολλοί αναγνώστες δεν τις αντιλαμβάνονται καν ως τέτοιες.
Η επιλογή του είδους της ρίμας δεν είναι ζήτημα γλωσσικής δυνατότητας – προφανώς η ελληνική προσφέρεται για την καλλιέργεια της πλούσιας και πρωτότυπης ομοιοκαταληξίας, όπως και άλλες γλώσσες. Είναι ζήτημα τονικότητας, ποικιλίας εκφραστικής. Κάθε είδος ομοιοκαταλήξεως έχει να προσφέρει κάτι διαφορετικό, είναι ένα άλλο πλήκτρο στο ηχοχρωματικό κλαβιέ της ποίησης. Και ασφαλώς δεν κάνουν όλα τα πλήκτρα για όλες τις δουλειές. Μια άκρως ευφάνταστη ρίμα σε ένα ποίημα αφηγηματικού ή δραματικού περιεχομένου, λ.χ., όχι μόνο δεν προσθέτει κάτι, αλλά αντιθέτως περισπά την προσοχή του αναγνώστη/ακροατή, αδυνατίζει το τελικό αποτέλεσμα κάνοντάς τον να σταθεί αντί να παρακολουθήσει ακώλυτα τη ροή της πλοκής και της δράσης. Είναι γι' αυτό που οι ρίμες του Κορνάρου είναι συνήθως τόσο απαρατήρητες και «εύκολες» – σε ένα ποίημα 10.000 στίχων, κάθε τι άλλο θα ήταν πολυτέλεια. Όμως δεν είναι διόλου αφρόντιστες, όπως νομίζουν μερικοί. Ο Σολωμός στον Ύμνο του έχει αυτές ακριβώς τις ρίμες που χρειάζεται για ένα ποίημα επικαιρικό, ένα μανιφέστο της Επανάστασης. Κάθε τι παραπάνω, τη δεδομένη στιγμή, θα ήταν περιττό.
Μια άκρως ευφάνταστη ρίμα σε ένα ποίημα αφηγηματικού ή δραματικού περιεχομένου, λ.χ., όχι μόνο δεν προσθέτει κάτι, αλλά αντιθέτως περισπά την προσοχή του αναγνώστη/ακροατή, αδυνατίζει το τελικό αποτέλεσμα κάνοντάς τον να σταθεί αντί να παρακολουθήσει ακώλυτα τη ροή της πλοκής και της δράσης. Είναι γι' αυτό που οι ρίμες του Κορνάρου είναι συνήθως τόσο απαρατήρητες και «εύκολες»
Από την επιδεικτικά σπάνια ή εξεζητημένη ρίμα ως την κοινή και μόλις ακουόμενη υπάρχει ένα τεράστιο τονικό φάσμα. Και ορθά παρατηρεί ο Αναγνωστάκης ότι η ελληνική ποίηση έχει αξιοποιήσει επαρκώς ένα μικρό μόνο τμήμα του. Ο ίδιος στις σάτιρες του Μανούσου Φάσση φρόντισε να μας το δείξει με τον έξοχο φανταιζίστικο τρόπο του, που κι αυτός είναι εδώ σε μας ακριβοθώρητος:
«Και οι κοπελιές οι άπονες
ερωτεύτηκαν τους Ιάπωνες.
Δεν μπόρεσε να τις δονήσει η
φωνή που βγάζαν οι Ινδονήσιοι».
Οι λόγοι αυτής της υστέρησης είναι πολλοί: η ιταλική επιρροή του πετραρχισμού που προτιμά παραδοσιακά την κανονική, πλούσια ομοιοκαταληξία· η καθυστερημένη ανάπτυξη της νεώτερης ελληνικής ποίησης που με την εξαίρεση της κρητικής αναγέννησης και του λυρισμού των νησιών έπρεπε να περιμένει τον 19ο αιώνα για να συντονιστεί πλήρως με την υπόλοιπη Ευρώπη· η επικράτηση εδώ σε μας ενός σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα ελευθερόστιχου μοντερνισμού, αντίθετα με την πορεία που πήραν τα πράγματα στην αγγλόφωνη ή την ρωσσική λ.χ. μοντέρνα ποίηση, όπου ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε η καλλιέργεια των ομοιοκατάληκτων μορφών.
Τα τελευταία χρόνια, με την επιστροφή των έμμετρων μορφών στη λογοτεχνία μας, αρκετοί νεώτεροι ποιητές μας προσπάθησαν επίμονα και συνειδητά να καλύψουν το χαμένο έδαφος. «Ζω με το μέτρο και με το ρυθμό, πνέω με τη ρίμα», τον στίχο αυτό του Παλαμά αρκετά τον επανέλαβαν νοερά. Και μας έδωσαν έργα εξαίρετα κάποτε. Όμως αυτό είναι θέμα για ένα άλλο σημείωμα.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής. Τελευταίο βιβλίο του, ο τόμος που περιλαμβάνει την ποιητική του σύνθεση «Η κόρη μου» και τη μετάφρασή του στο ποίημα του William B. Yeats «Προσευχή για την κόρη μου» (εκδ. Κίχλη).