
Πρόκειται για τις περιπτώσεις εκείνες που ένας συλλογικός τόμος δεν αποτελεί απλώς «συστέγαση» κειμένων, αλλά συνεκτική, ενιαία πρόταση στην οποία συμπράττουν διαφορετικοί συντελεστές, αλληλοσυμπληρώνοντας ουσιωδώς ο ένας τον άλλον.
Του Σωτήρη Βανδώρου
Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά που επιμελήθηκε ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι έργο σημαντικό καθώς έρχεται να καλύψει συστηματικά μια κρίσιμη διάσταση στη μελέτη της σύγχρονης Ακροδεξιάς και του φασιστικού εξτρεμισμού: πώς αυτά τα φαινόμενα εκδηλώνονται στο εσωτερικό του βαθέος κράτους –προσοχή, όχι παρακράτους–, δηλαδή στην αστυνομία, τη δικαιοσύνη, το στρατό και την Εκκλησία της Ελλάδος.
Μολονότι οι διαφορές στην προσέγγιση κάθε επιμέρους συγγραφέα είναι ευδιάκριτες, «συντονίζονται» τρόπον τινά ως προς τα γενικά συμπεράσματά τους. Δεν υπάρχει λόγος πανικού, ούτε όμως κι εφησυχασμού. Κυρίως πρέπει να εκτιμήσουμε το φαινόμενο στην περιπλοκότητα και τις εγγενείς αντιφάσεις του. Συγκρατούμε πάντως την εκτίμηση του επιμελητή ότι είναι ο θεσμός της Δικαιοσύνης ο πλέον απροσδιόριστος, αλλά κι επίφοβος (ως λιγότερο ελέγξιμος) ως προς την εξέλιξή του.
Ιστορική επισκόπιση
Ο Δημήτρης Κουσουρής κάνει μια ιστορική επισκόπηση του φασισμού στην Ελλάδα η οποία εγκαταλείπει το πεπαλαιωμένο σχήμα της ελληνικής «εξαίρεσης» (ή ιδιαιτερότητας) και τις σύστοιχες με αυτό θεωρίες της «εξάρτησης». Αντ’ αυτού αναζητά συνέχειες κι ασυνέχειές του σε συγκριτική προοπτική, ουσιωδώς εντασσόμενες στην ευρωπαϊκή ιστορία. Πρόκειται, δηλαδή, για μια σύγχρονη επιστημονική ματιά η οποία επιπλέον προσεγγίζει το φασισμό ως μαζικό πολιτικό ρεύμα/κίνημα, αντί να επικεντρώνεται υπερβολικά στις δικτατορίες και στις θεσμικές εκτροπές από τη συνταγματική νομιμότητα. Ο Κουσουρής εξετάζει την αλληλοσυσχέτιση πολιτικών ελίτ, κοινωνικών συμφερόντων κι εξέλιξης των κρατικών μηχανισμών κυρίως με αναφορά στη δράση οργανωμένων ομάδων και κινήσεων που παρουσιάζουν φασιστικά (ή έστω πρωτοφασιστικά) γνωρίσματα με αφετηρία το κίνημα των Επιστράτων (1916-1920).
Ο Κουσουρής εξετάζει την αλληλοσυσχέτιση πολιτικών ελίτ, κοινωνικών συμφερόντων κι εξέλιξης των κρατικών μηχανισμών κυρίως με αναφορά στη δράση οργανωμένων ομάδων και κινήσεων που παρουσιάζουν φασιστικά γνωρίσματα...
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι εντός του βαθέος κράτους υφίστανται διαχρονικά συμπαγείς ακροδεξιοί/εθνικιστικοί/φασιστικοί θύλακες οι οποίοι επιδεικνύουν μεγάλη ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα, ενώ γίνονται ισχυρότεροι σε περιόδους κρίσης, επιτελώντας πολλαπλές λειτουργίες, κατασταλτικού και ιδεολογικού χαρακτήρα. Στο πιο ενδιαφέρον τμήμα της ανάλυσης, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι και μετά το 1974 το βαθύ κράτος αναπαράγεται μάλλον χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις ή εμπόδια, αντλώντας από τις εδραιωμένες πρακτικές και τις διασυνδέσεις του με τμήματα του πολιτικού κόσμου: η «αποχουντοποίηση» εφαρμόστηκε μόνον υψηλά στην ιεραρχία, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ έγινε με αντίτιμο την αμνηστία του νέο/φασισμού και, ακόμη κι επί ΠΑΣΟΚ, ο εκδημοκρατισμός των σωμάτων ασφαλείας δεν έφτασε σε βάθος. Μολονότι το γενικό ερμηνευτικό σχήμα του Κουσουρή είναι στέρεο και τα τεκμήρια που προσκομίζει ισχυρά, ομολογουμένως προβληματιζόμαστε για τα της μεταπολιτευτικής περιόδου, στο μέτρο που δίνεται η εντύπωση μιας αδιατάρακτης συνέχειας του βαθέος κράτους ως εάν να μην έχει αλλάξει από την άποψη των θεσμών και της πολιτικής κουλτούρας τίποτε ουσιώδες που να αφορά όχι καθαυτήν την ύπαρξή του, αλλά την εμβέλεια και τις συνέπειες της δράσης του.
Η Ελληνική Αστυνομία και η ακροδεξιά
Ο Δ. Χριστόπουλος εξετάζει την Ελληνική Αστυνομία, παίρνοντας σαφείς αποστάσεις από μια «δεξιά» και μια «αριστερή» προσέγγιση τις οποίες βρίσκει εξίσου μεροληπτικές. Η πρώτη ανάγει όλες τις εκδηλώσεις ακροδεξιάς διείσδυσης στο αστυνομικό σώμα σε «μεμονωμένα περιστατικά», παραγνωρίζοντας τόσο την πληθώρα όσα και τα πολιτικά χαρακτηριστικά τους τα οποία δεν μπορούν ν’ αναχθούν στην προσωπική ιδιοσυγκρασία του κάθε «οργάνου». Η δεύτερη προσέγγιση λίγο-πολύ θεωρεί δεδομένο τον εκφασισμό της αστυνομίας και γενικότερα των σωμάτων ασφαλείας, και μάλιστα πιστεύει ότι είναι εδραιωμένος κι εντελής. Στο πλαίσιό της κάθε αστυνομικός είναι φασίστας, ενώ επιπλέον οι συνέργειες με κάθε φασιστικό στοιχείο –κατεξοχήν με τη Χρυσή Αυγή– υπακούουν στη λογική των «συγκοινωνούντων δοχείων».
Ο Χριστόπουλος προτείνει να δούμε την εν μέσω κρίσης αυξανόμενη διείσδυση της ακροδεξιάς στην Αστυνομία και μάλιστα κατεξοχήν στους νεαρότερους και χαμηλόβαθμους αστυνομικούς ως αναστρέψιμη και μη τετελεσμένη...
Ο Χριστόπουλος θεωρεί ασφαλώς ότι υπάρχει μείζον ζήτημα, κάτι που καθίσταται καταφανές με πολλούς τρόπους, ενώ χαρακτηριστική είναι και η απόφαση ξηλώματος ανώτερων αξιωματικών της ΕΛΑΣ και της ΕΥΠ λίγες μέρες πριν τη σύλληψη στελεχών της ΧΑ τον Σεπτέμβριο του 2013 και τις διώξεις που οδήγησαν στη διεξαγωγή της δίκης, από τον τότε υπουργό Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος αναγνώρισε έτσι την άμεση σύμπραξη ΧΑ και θυλάκων στα υψηλότερα επίπεδα (ανασκευάζοντας εμπράκτως την προγενέστερη στάση του περί μεμονωμένων περιστατικών). Όμως, ο συντάκτης της μελέτης αυτής προτείνει να δούμε την εν μέσω κρίσης αυξανόμενη διείσδυση της ακροδεξιάς στην Αστυνομία και μάλιστα κατεξοχήν στους νεαρότερους και χαμηλόβαθμους αστυνομικούς ως αναστρέψιμη και μη τετελεσμένη. Κι από πολιτική άποψη έχει δίκιο ότι χρειάζεται επαγρύπνηση. Μάλιστα, θεωρεί ότι υπάρχει τώρα ιστορική ευκαιρία για το ελληνικό κράτος να ολοκληρώσει τον εκδημοκρατισμό της Αστυνομίας ο οποίος έμεινε ημιτελής και στη Μεταπολίτευση. Κι αυτό κυρίως διότι δεν φρόντισε να διαπαιδαγωγήσει τους αστυνομικούς με μια φιλελεύθερη δημοκρατική κουλτούρα κράτους δικαίου η οποία να συνιστά κυρίαρχο τμήμα της εργασιακής νοοτροπίας της, αλλά αρκέστηκε να εξασφαλίσει ότι θα σέβεται και δεν θα υπονομεύει το πολίτευμα.
Στο πιθανόν πιο ενδιαφέρον τμήμα του κειμένου του, ο Χριστόπουλος δείχνει πως από τη δεκαετία του ’90 η αναγωγή του μεταναστευτικού ζητήματος σε ζήτημα δημόσιας τάξης κι ασφάλειας εκλαμβάνεται από ικανά τμήματα της Αστυνομίας ως προνομιακό πεδίο δράσης εναντίον ενός πληθυσμού που εκλαμβάνεται ως εχθρός και εισβολέας κι επί του οποίου ασκούνται αυταρχικές και ρατσιστικές πρακτικές επί των οποίων δομείται η συλλογική ταυτότητα και η αίσθηση αποστολής του Σώματος. Αυτή η στάση γενικεύεται βεβαίως περιλαμβάνοντας και άλλες κατηγορίες πληθυσμού που αντιμετωπίζονται ως «εσωτερικός εχθρός» και προσλαμβάνει παροξυσμικά χαρακτηριστικά σε μονάδες όπως τα ΜΑΤ τα οποία κάνουν και πρωτοφανή χρήση βίας εναντίον διαδηλωτών κατά τη διάρκεια της τρέχουσας οικονομικής κρίσης.
Η Ελληνική Δικαιοσύνη και η ακροδεξιά
Η Κλειώ Παπαπαντολέων διαπραγματεύεται την ελληνική δικαιοσύνη κυρίως μέσω της εξέτασης υποθέσεων που αφορούν ζητήματα εθνικής ή άλλης ταυτότητας και γενικότερα τη σχέση ενός συλλογικού εμείς προς έναν Άλλον και στις οποίες υποθέσεις αναδεικνύονται ακροδεξιές αντιλήψεις, π.χ. στο σκεπτικό των αποφάσεων που αρθρώνεται γύρω από έναν λόγο που έχει εθνικιστικές, ρατσιστικές, σεξιστικές διαστάσεις. Το γενικό συμπέρασμά της είναι ότι θα ήταν άστοχο να γίνει λόγος για μεμονωμένους ακροδεξιούς δικαστές (κατ’ αναλογία των μεμονωμένων περιστατικών στην Αστυνομία), αλλά για διάχυση εθνοκεντρικών, ξενοφοβικών, θρησκόληπτων ιδεών στο δικαστικό σώμα οι οποίες χαρακτηρίζουν την Ακροδεξιά χωρίς να ταυτίζονται ή να περιορίζονται σ’ αυτήν, έτσι ώστε και πολλοί δικαστές που μπορεί να υιοθετούν τέτοια μοτίβα να μην θεωρούν τον εαυτό τους ακροδεξιό.
η αστυνομική και δικαστική διερεύνηση ήταν τόσο ελλιπής, παρά τη μεγάλη δημοσιότητα και την πίεση των μέσων ενημέρωσης, ώστε εκπέμφθηκε ένα μήνυμα ατιμωρησίας.
Η Παπαπαντολέων εξετάζει, καταρχάς, την υπόθεση του Δ. Κουσουρή, συσυγγραφέα αυτού του τόμου και συνδικαλιστή φοιτητή το 1998, οπότε δέχτηκε προμελετημένη δολοφονική επίθεση από τον τότε υπαρχηγό της ΧΑ «Περίανδρο» και μέλη της οργάνωσης, χαροπαλεύοντας για μέρες. Ήταν η σοβαρότερη υπόθεση της ΧΑ η οποία διερευνήθηκε δικαστικά μέχρι τη δολοφονία Φύσσα. Ο μοναδικός κατηγορούμενος –παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για ομάδα δραστών– φυγοδίκησε για επτά χρόνια, εν τέλει δικάστηκε απλώς επειδή ο ίδιος παραδόθηκε στις αρχές, ενώ η αστυνομική και δικαστική διερεύνηση ήταν τόσο ελλιπής, παρά τη μεγάλη δημοσιότητα και την πίεση των μέσων ενημέρωσης, ώστε εκπέμφθηκε ένα μήνυμα ατιμωρησίας.
Ξεχωριστού ενδιαφέροντος είναι η ενότητα στην οποία αντιπαραβάλλεται μέσω της μελέτης σχετικών περιπτώσεων η στάση αδιαφορίας, επιείκειας, ανοχής, ακόμη και συμπάθειας που συχνά επιδεικνύεται από δικαστικούς στη δημόσια εκδήλωση ρατσιστικού λόγου, στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης, σε πλήρη αντίθεση προς τη στάση τους σε υποθέσεις «προσβολής των θείων», όπου ο κανόνας είναι η καταδίκη της «βλασφημίας». Εν προκειμένω, είναι χαρακτηριστικό ότι ο αντιρατσιστικός νόμος του 1979 εφαρμόστηκε για πρώτη φορά μετά από 28 χρόνια (!) στην υπόθεση του Κ. Πλεύρη για το ναζιστικό βιβλίο του «Εβραίοι, όλοι οι αλήθεια» (στο οποίο περιλαμβάνονται ανοιχτές προτροπές για εξόντωσή τους), υπόθεση που κατέληξε στην αθώωση του συγγραφέα στη δίκη σε δεύτερο βαθμό! Αντιθέτως, με περισσή ευκολία καταδικάζονται για καθύβριση θρησκεύματος καλλιτέχνες στους οποίους δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, και μάλιστα μέσω της τέχνης. Είναι και πάλι χαρακτηριστική –και ντροπιαστική– η στάση της Δικαιοσύνης στην υπόθεση του θεατρικού έργου Corpus Christi το φθινόπωρο του 2012. Επί εβδομάδες ανενόχλητοι τραμπούκοι βουλευτές και άλλοι χρυσαυγίτες απειλούσαν και προπηλάκιζαν ηθοποιούς και θεατές, επιτυγχάνοντας στο τέλος το πρόωρο κατέβασμά του. Ο εισαγγελέας, όμως, άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος… των συντελεστών της παράστασης για κακόβουλη βλασφημία και καθύβριση θρησκεύματος!
Ο Ελληνικός Στρατός και η ακροδεξιά
Στη δική του μελέτη, ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος τεκμηριώνει με πλήθος σχετικών αναφορών αυτό που εκτιμά ότι συνιστά τάσεις παραβίασης ενός διπλού συνόρου εκ μέρους του στρατού· δηλαδή τμήματα του στρατού διεκδικούν ρόλους οι οποίοι αφενός αφορούν το πεδίο της εσωτερικής ασφάλειας, μέσω της υπέρβασης (ή έστω σχετικοποίηση) της διάκρισης πολέμου και ειρήνης, αφετέρου παραβιάζουν την πολιτική ουδετερότητά του στρατού, εμπλεκόμενα στην πολιτική ζωή της χώρας. Χαρακτηρίζοντας τα σχετικά φαινόμενα και γεγονότα ως τάσεις, ο Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος τα διακρίνει από «μεμονωμένα περιστατικά» αλλά δεν τους προσδίδει διάσταση συντελεσμένης και κυρίαρχης κατάστασης. Λαμβάνοντας υπόψιν σχετικές αναλύσεις του Πουλαντζά, εκτιμά ότι απέχουμε παρασάγγας από μια γενικευμένη διαδικασία εκφασισμού, για λόγους που αφορούν στον τρόπο διεξαγωγής του κοινωνικού ανταγωνισμού (σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας), όσο και στο βάρος της Μεταπολίτευσης, ιδίως στη συνείδηση ανώτερων κλιμακίων της στρατιωτικής ιεραρχίας.
Η Εκκλησία και η ακροδεξιά
Ορισμένοι ιεράρχες από τους οποίους δεν δίστασαν να εκφραστούν ανοιχτά υπέρ της ΧΑ.
Ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου μελετά την Εκκλησία της Ελλάδος επισημαίνοντας πως διαχρονικά τείνει να συμμορφώνεται με τις βασικές επιλογές του «κοινωνικού καθεστώτος», όντας μέρος του κράτους και ιδεολογικός μηχανισμός του. Σ’ αυτό το πλαίσιο, βεβαίως, ταυτίστηκε και με δικτατορικά καθεστώτα, ενώ συχνά εκφέρει ρατσιστικό και μισαλλόδοξο λόγο. Την περίοδο κατά την οποία Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ήταν ο Χριστόδουλος (1998-2008), η Εκκλησία όχι μόνο διαφοροποιήθηκε, αλλά ήρθε σε σύγκρουση με την πολιτική εξουσία, κάτι που συνιστά εξαίρεση από τον κανόνα. Αυτό εξηγείται κυρίως επειδή ένιωσε απειλούμενη από το εκσυγχρονιστικό σχέδιο Σημίτη, φοβούμενη ότι θα πληγούν τα προνόμια και τα υλικά της συμφέροντα. Αυτή η περίοδος είναι σημαντική γιατί τότε ο ακροδεξιός, εθνικιστικός λόγος της αυτονομήθηκε, χωρίς ιδιαίτερες αναστολές. Αυτός ο λόγος δεν την χαρακτηρίζει συλλήβδην έκτοτε, αλλά –εν μέρει κι εξαιτίας του συνοδικού συστήματος (που δίνει σημαντικά περιθώρια έκφρασης στους έτσι κι αλλιώς ισόβιους μητροπολίτες)–, συνεχίζει να εκφέρεται από αρκετούς ιεράρχες, ορισμένοι από τους οποίους δεν δίστασαν να εκφραστούν ανοιχτά υπέρ της ΧΑ.
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία
Επιμέλεια Δημήτρης Χριστόπουλος
Εκδόσεις Νήσος – Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ 2014
Σελ. 324, τιμή εκδότη € 13,00