Περί Χρυσής Αυγής ΙΙΙ
Του Σωτήρη Βανδώρου
Πλησιάζει η ώρα, μετά την απόφαση του Συμβουλίου Εφετών το οποίο υιοθετεί τη σχετική πρόταση του εισαγγελέα, που η ηγετική ομάδα της νεοναζιστικής οργάνωσης, το σύνολο της προηγούμενης κοινοβουλευτικής ομάδας της μαζί με 52 στελέχη, μέλη και συνεργούς θα αντιμετωπίσουν τη Δικαιοσύνη και θα λογοδοτήσουν για τις εγκληματικές κι αποτρόπαιες πράξεις τους. Πώς μπορούμε να αποτιμήσουμε την κατάσταση μέχρι τώρα, λαμβάνοντας υπόψιν και το αποτέλεσμα των πολύ πρόσφατων εθνικών εκλογών; Και τι θα πρέπει να αναμένουμε από τη δίκη και τα επικοινωνιακά και πολιτικά της παρακολουθήματα;
Πρώτα απ’ όλα, οφείλουμε να εξετάσουμε την αρκετά διαδεδομένη άποψη ότι η δικαστική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής (ΧΑ) υπήρξε στρατηγικά εσφαλμένη επιλογή κι ότι αντ’ αυτής θα έπρεπε τα δημοκρατικά κόμματα να την αντιμετωπίσουν με αμιγώς πολιτικά μέσα. Μάλιστα, προσκομίζεται ως τεκμήριο το γεγονός ότι η πολιτική της επιρροή παρέμεινε αξιοσημείωτη σε όλες τις εκλογές που μεσολάβησαν από το 2012 οπότε εισήλθε στη Βουλή. Κατά το ίδιο σκεπτικό η δικαστική δίωξη δίνει τη δυνατότητα στη ΧΑ να φιλοτεχνεί την εικόνα ενός μαχητικού, «αντισυστημικού» κινήματος την εξάπλωση του οποίου το διεφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο δεν μπορεί να ανακόψει, παρά μόνον στήνοντας «σκευωρία» σε βάρος του.
Όσοι εναντιώθηκαν στη δικαστική αντιμετώπιση παραγνωρίζουν μια σειρά από δεδομένα και πρώτα απ’ όλα ότι κατά το 2013 η ΧΑ έτεινε να σταθεροποιηθεί δημοσκοπικά σε διψήφια ποσοστά.
Γεγονός είναι ότι μετά και τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου η ΧΑ εδραιώνεται ως υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, επιβεβαιώνοντας ότι δεν πρόκειται για ένα κόμμα-πομφόλυγα (flash party). Ωστόσο, όσοι εναντιώθηκαν στη δικαστική αντιμετώπιση παραγνωρίζουν μια σειρά από δεδομένα και πρώτα απ’ όλα ότι κατά το 2013 η ΧΑ έτεινε να σταθεροποιηθεί δημοσκοπικά σε διψήφια ποσοστά. Επιπλέον και κυριότερο είναι ότι, βάσει του πολιτικού της σχεδιασμού, κλιμάκωνε ραγδαία τη βίαιη δραστηριότητά της, η οποία ανατροφοδοτείτο περαιτέρω από την αδράνεια της Δικαιοσύνης και την απερισκεψία των κύριων πολιτικών κομμάτων και των άκρως ατελέσφορων στρατηγικών που υιοθέτησαν εναντίον της μέχρι το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.
Η στρατηγική που άρχισε να εφαρμόζεται τότε με καταλυτικό γεγονός τη δολοφονία Φύσσα –εν ολίγοις η ποινική μεταχείρισή της ΧΑ ως εγκληματικής οργάνωσης κι εκ παραλλήλου ο στιγματισμός της ως εξτρεμιστικού-αντιδημοκρατικού κόμματος χωρίς διφορούμενα κι αμφιταλαντεύσεις– απέδωσε σειρά αποτελεσμάτων:
- Περιόρισε άμεσα και δραστικά την προηγουμένως διαρκώς κλιμακούμενη βίαιη δράση της ΧΑ, καθώς ελαχιστοποίησε τη διαθεσιμότητα τουλάχιστον των απλών μελών να εμπλακούν σε ενέργειες που, αν μη τι άλλο, θα μπορούσαν να τους καταστήσουν κατηγορούμενους ενώπιον της δικαιοσύνης. Το γεγονός αυτό και μόνον είναι εξαιρετικής σημασίας, μολονότι συχνά υποτιμάται, διότι σημαίνει ότι δεν θρηνήσαμε άλλα θύματα, ενώ επιπροσθέτως πάρα πολλοί άνθρωποι στόχοι της ΧΑ ζουν πλέον με μεγαλύτερη ασφάλεια και λιγότερο φόβο.
- Έπληξε οργανωτικά τη ΧΑ, καθώς ηγετικά στελέχη, μεταξύ των οποίων ο ίδιος ο ισόβιος αρχηγός της βρίσκονται στη φυλακή, κάτι που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία για ένα άκρως ιεραρχικό και συγκεντρωτικό κόμμα που συγκροτείται στη βάση της «αρχής του αρχηγού».
- Ανέτρεψε σε ικανό βαθμό τον πολιτικό της σχεδιασμό, εφόσον δεν μπορεί να αναλαμβάνει πλέον απερίσπαστη πρωτοβουλίες και δράσεις, αλλά εξ αντικειμένου οι πόροι της κατευθύνονται πρωτίστως στην αντιμετώπιση των ζητημάτων που προέκυψαν από τις δικαστικές διώξεις.
- Κλόνισε τη συνοχή της τουλάχιστον στο επίπεδο της (προηγούμενης) κοινοβουλευτικής ομάδας, καθώς ένας βουλευτής της επέλεξε, στο πλαίσιο της υπερασπιστικής του τακτικής, να διαφοροποιηθεί από το κόμμα, κάτι που προκάλεσε τη διαγραφή του, κι ένας άλλος ανεξαρτητοποιήθηκε.
- Δημιούργησε προϋποθέσεις, που προέκυψαν στο πλαίσιο της σχετικής δικαστικής διερεύνησης, συγκέντρωσης πλήθους τεκμηρίων που θεμελιώνουν πέραν αμφισβήτησης τον εξτρεμιστικό χαρακτήρα του κόμματος –τη νεοναζιστική του ιδεολογία και τις συστηματικά βίαιες κι εγκληματικές πρακτικές του–, και την ευρεία δημοσιοποίησή τους.
- Σε αυτό το πλαίσιο, προέκυψαν εκ παραλλήλου δυο μεγάλα κέρδη. Πρώτον, η εποικοδομητική συμβολή οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών και του αντιφασιστικού κινήματος στο έργο της πραγματολογικής και νομικής τεκμηρίωσης της υπόθεσης, η οποία υποκατέστησε την αμέλεια κι αδράνεια αστυνομικών και δικαστικών αρχών, και η έμμεση συνεργασία τους με το κράτος το οποίο αντιμετώπιζαν (και το οποίο πάντως εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν) με εξαιρετική δυσπιστία. Δεύτερον, η δημοσιογραφική κάλυψη της ΧΑ έγινε πιο κριτική και πιο τολμηρή κι ο εκφοβισμός, ρητός ή άρρητος, που δέχονταν λειτουργοί του Τύπου αφενός περιορίστηκε, αφετέρου έχει στο εξής μικρότερη αποτελεσματικότητα.
- Ανέκοψε το αίσθημα ατιμωρησίας και ισχύος που είχε εμπεδωθεί ως προς τη ΧΑ και διευκόλυνε μετανοημένα στελέχη της ή άλλους μάρτυρες να συνδράμουν το έργο της δικαιοσύνης ή έστω να απεμπλακούν από τη ΧΑ.
- Αποκατέστησε μερικώς το κύρος της πολιτείας και των θεσμών όσον αφορά την ισχύ και την αποτελεσματικότητά τους.
- Δημιούργησε προϋποθέσεις καλύτερης συνεννόησης μεταξύ των δημοκρατικών κομμάτων, κάτι που φάνηκε στις περιπτώσεις άρσης της ασυλίας βουλευτών της ΧΑ, όπως και στην αναστολή της χρηματοδότησής της. Εν προκειμένω, φερ’ ειπείν, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν έπαψαν να εξομοιώνουν ο ένας τον άλλον σε ακρότητα με τη ΧΑ («θεωρία δύο άκρων», «η ΧΑ κάνει τη βρόμικη δουλειά για τη ΝΔ»), κάτι που γινόταν πλεοναστικά συνεχώς μετά τις εκλογές του 2012 με αποτέλεσμα να αναβιβάζεται η ΧΑ σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα και να κερδίζει διαρκή δημοσιότητα.
Παρ’ όλα αυτά, το 6,29% στις πρόσφατες εθνικές εκλογές (ελάχιστα μειωμένο από τις εθνικές εκλογές του 2012 –6,92%) δηλώνει ότι μολονότι η κοινωνική και πολιτική επιρροή της ΧΑ έχει εν μέρει ανασχεθεί παραμένει αξιοσημείωτη. Είναι προφανές ότι αυτή τροφοδοτείται από την πρωτοφανή κρίση εμπιστοσύνης προς τους πολιτικούς θεσμούς και το πολιτικό σύστημα συνολικά και δεν πρόκειται να καμφθεί εντυπωσιακά τουλάχιστον μέχρι να αναστραφεί αυτή η τάση, κάτι που με τη σειρά του δεν είναι εύλογο να αναμένεται αν δεν γίνουν ορατά σημάδια και οικονομικής ανάκαμψης (τα οποία βεβαίως δεν αρκούν από μόνα τους).
Επομένως, είναι εύλογο να προετοιμαζόμαστε για την επί μακρόν επιμονή του εξτρεμιστικού φαινομένου και μάλιστα ανεξάρτητα από την τελική έκβαση της δίκης. Κι αυτό διότι ακόμη κι αν επιβεβαιωθούν οι περισσότερες κατηγορίες και καταδικαστούν με βαριές ποινές οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί εγκλημάτων δεν θα αποτραπούν όσοι την υποστήριξαν, τουλάχιστον με την ψήφο τους, και μετά τη δολοφονία Φύσσα και το μπαράζ συγκλονιστικών αποκαλύψεων για το νεοναζιστικό της χαρακτήρα να εξακολουθούν να το πράττουν. Με άλλα λόγια, πέραν ενός μικρού πυρήνα ιδεολόγων νεοναζί, η ΧΑ ακολουθείται από πολίτες που έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί τόσο ή/ και διακατέχονται από αισθήματα οργής και μνησικακίας ώστε να καλοδέχονται τη χρήση βίας υψηλής έντασης και την ιδέα αντιδημοκρατικών διευθετήσεων. Είναι αντιστρόφως, πιθανότερο, η ΧΑ να καταφέρει να εκμεταλλευτεί σε κάποιο βαθμό επικοινωνιακά στη συνείδηση δυνητικών υποστηρικτών της τυχόν αθώωση κατηγορουμένων για ορισμένες από τις κατηγορίες, όπως και την αποφυλάκισή των προφυλακισμένων με την παρέλευση του 18μηνου. Γενικότερα, θα εξασφαλίσει άφθονη δημοσιότητα η οποία συχνά πολιτικά την ωφελεί ακόμη κι αν είναι αρνητική.
Κρίσιμη θα αποδειχθεί η συνολική διαμόρφωση του κομματικού συστήματος το οποίο εξακολουθεί να είναι σε κατάσταση ρευστότητας και μετάβασης.
Εξ αντικειμένου, κρίσιμη θα αποδειχθεί η συνολική διαμόρφωση του κομματικού συστήματος το οποίο εξακολουθεί να είναι σε κατάσταση ρευστότητας και μετάβασης. Μολονότι στον απόηχο του εκλογικού αποτελέσματος πολλοί μιλούν για νίκη της Αριστεράς, είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να συμπράξει με τους ΑΝΕΛ, δηλαδή με ένα κόμμα που στο συμβατικό άξονα Αριστεράς-Δεξιάς τοποθετείται στην Άκρα Δεξιά. Η επιλογή αυτή –ανήκουστη σε παλαιότερες εποχές– που εν μέρει πρέπει να αποδοθεί σε μικροκομματικές σκοπιμότητες κι εργαλειακούς υπολογισμούς κι εν μέρει σε ουσιαστικές ιδεολογικές μετατοπίσεις που προϋπήρχαν αλλά επιτάθηκαν τα τελευταία χρόνια, συνιστά μια ανησυχητική εξέλιξη. Κι αυτό διότι στο πλαίσιο της εξαιρετικά προβληματικής οιονεί διαιρετικής τομής Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο επί της οποίας εκλογικεύεται αυτός ο τραγέλαφος, έχουμε τον πότε άρρητο πότε ρητό διαχωρισμό σε πατριώτες και όχι και τόσο πατριώτες αντίστοιχα.
Με άλλα λόγια, έτσι ενισχύεται η ηθικολογική καταδίκη των αντιπάλων και καλλιεργείται το (πάντα εύφορο στην Ελλάδα) έδαφος του εθνικισμού και φθείρεται ο κοινοβουλευτισμός (η λανθάνουσα απειλή για εξεταστικές επιτροπές για συμμετέχοντες σε «μνημονιακές» κυβερνήσεις είναι εν προκειμένω χαρακτηριστική). Κατά προέκταση, ο ακραίος λόγος παύει να φαντάζει τόσο ακραίος, αλλά εμφανίζεται περίπου κοινότοπος κι εύλογος. Έτσι, λιπαίνεται και η ΧΑ η οποία, μολονότι έχει στον πυρήνα της τον εθνοφυλετισμό, οικειοποιείται μοτίβα εθνικολαϊκιστικά προκειμένου να αναδειχθεί ως η αυθεντικά πατριωτική δύναμη. Μια ενδεχόμενη απογοήτευση από την οικονομική και κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης αντικειμενικά θα ευνοήσει ευθέως τη ΧΑ. Είναι εν προκειμένω απολύτως κρίσιμο τι θα πράξει η κυβέρνηση σε ορισμένα ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα, το κράτος Δικαίου και το μεταναστευτικό (π.χ. ως προς την απόδοση ιθαγένειας σε μετανάστες δεύτερης γενιάς τα οποία οι ΑΝΕΛ έχουν δηλώσει ότι θα καταψηφίσουν).
Να μη λησμονούμε ότι αυτά δεν συμβαίνουν εν κενώ, αλλά σχετίζονται με μια συνολική μετατόπιση προς τα δεξιά που έχει επέλθει σταδιακά ήδη πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης
Έχει βέβαια νόημα να μη λησμονούμε ότι αυτά δεν συμβαίνουν εν κενώ, αλλά σχετίζονται με μια συνολική μετατόπιση προς τα δεξιά που έχει επέλθει σταδιακά ήδη πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και στην οποία συνέβαλε ο ΛΑΟΣ, αν κι ασφαλώς δεν μπορεί να αναχθεί πλήρως σε εκείνον. Η άνεση με την οποία μεταπήδησαν πολιτικοί όπως ο Μ. Βορίδης από το ακροδεξιό περιθώριο στο πολιτικό «κέντρο» ή το πώς ένα σοσιαλδημοκρατικών καταβολών κόμμα όπως το ΠΑΣΟΚ καταδέχτηκε να συμπράξει σε κυβέρνηση με τον ΛΑΟΣ είναι ενδεικτικά, και κατά κάποιον τρόπο η τωρινή κυβερνητική συνεργασία είναι τηρουμένων των αναλογιών η αντιμνημονιακή εκδοχή της. Βεβαίως, πολύ σημαντικό είναι πώς θα πορευτεί η ΝΔ, το κύριο δεξιό κόμμα και σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση. Θα επιχειρήσει μια επανάκαμψη σε μετριοπαθέστερες θέσεις ή θα συνεχίσει στην ακροδεξιά τοποθέτηση –αδιανόητη για κύριο δεξιό/κεντροδεξιό δυτικοευρωπαϊκό κόμμα– που επελέγη προεκλογικά με την οποία επανέλαβε το ίδιο ολίσθημα με την προεκλογική περίοδο του 2012;
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.