Του Γιώργου Π. Πεφάνη
Golgóta picnic του Ροδρίγο Γκαρσία στο Ελληνικό Φεστιβάλ 16-6-2012
Ο Γογλοθάς του Ροδρίγο Γκαρσία είναι μία παράσταση που κινείται στον χώρο του αινιγματικού, αλλά δεν καταφέρνει να απαγκιστρωθεί από τη στρατηγική του παράδοξου. Και εξηγούμαι γιατί.
Το αινιγματικό όμως είναι κάτι άλλο. Δεν διαθέτει αδιαπέραστες επιφάνειες, ούτε αντιθετικούς πόλους για να πιαστεί η σκέψη. Είναι ένα συνεχές ολίσθημα μέσα σε ένα κόσμο ελλειπτικών νοημάτων και απροσδιόριστων σαγηνευτικών μορφών, ένα κόσμο ανέστιας απόλαυσης και έκκεντρης υπόσχεσης, κατά την οποία το υποσχόμενο είναι θολό, πνιγμένο στις αμφισημίες, καθώς ούτε ο θεατής, αλλά ούτε και ο performer μπορούν να καθορίσουν τη μυστηριώδη απαρχή και στόχευση της υπόσχεσης. Η αινιγματική στιγμή μίας παράστασης (οι φαινομενολόγοι θα μιλούσαν για σημαδιακή στιγμή) συνδέεται πάντα με την πρόσκαιρη κατάρρευση των σχέσεων που συγκροτούν μία κατάσταση και με τη συνακόλουθη ανάδυση ενός συμβάντος, εννοούμενου ως το αναπάντεχο, το μη αναγώγιμο στην κατάσταση, το αθεμελίωτο πολλαπλό ─ για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Alain Badiou.[2]
Ο Γκαρσία προσπαθεί να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα αινίγματος και ταυτόχρονα να αποδομήσει μύθους και επιμύθια που σχετίζονται με τη θυσία τόσο από θεολογικής, όσο και από οικονομικής και κοινωνικής πλευράς. Το ανυπέρβλητο όριο της απαρχής τίθεται με τη θυσία του Χριστού στον Γολγοθά: αυτή είναι η ιδρυτική πράξη του δυτικού πολιτισμού, μετά την αρχαιοελληνική πόλη, η μεταφυσική της απουσίας που στοιχειώνει κάθε ηθική παρουσία στον σύγχρονο κόσμο. Αποδιαρθρώνοντας την πράξη αυτή μέσω της παράστασης κερματισμένων σκηνικών δράσεων, ο αργεντινός σκηνοθέτης θέλει να διαμορφώσει ένα αινιγματικό περιβάλλον, αλλά καταλήγει σε μάλλον ασθενείς παραδοξότητες, που δεν ξενίζουν ιδιαίτερα τον σύγχρονο θεατή. Κανένα αίνιγμα δεν αφήνει η μικροκάμερα στα γεννητικά όργανα ή το στόμα που μηρυκάζει τις βιομηχανικές τροφές: η εκμηδένιση της απόστασης που μας χωρίζει από τις ζωτικές λειτουργίες της ζωής (βρώση, έρωτας, αναπαραγωγή), δεν απελευθερώνει, αλλά απογυμνώνει το αίνιγμα της ζωής, το αποστεώνει σε μια σειρά κοινότυπων λειτουργιών.
Από την άλλη μεριά, οι βιβλικές αφηγήσεις (στις οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, ο σκηνοθέτης βρίσκει πλήθος ανοησιών) αντικαθίστανται από ατομικές αφηγήσεις των performers (εννοείται άνευ ανοησιών) και δήθεν σοκαριστικά σχόλια για τον βιβλικό λόγο και την καθολική κουλτούρα, που προκάλεσαν αντιδράσεις στη Γαλλία στο τέλος του 2011 (τις οποίες ο δημοσιογραφικός λόγος, ως αναμενόταν, αξιοποίησε πλήρως). Δεδομένου ότι στο αθηναϊκό κοινό δεν προκλήθηκε καμία τέτοιου είδους αντίδραση πιθανώς σημαίνει δύο πράγματα: είτε έχουμε εθιστεί πλέον στο βλάσφημο και το βέβηλο είτε η παράσταση του Γκαρσία δεν μπορεί να σοκάρει. Μπορεί να ισχύουν και τα δύο και να αλληλοσυμπληρώνονται.
Αν η σύγχρονη πολιτισμική Βαβέλ μπορεί να απεικονιστεί με έναν πύργο από ψωμάκια ταχυφαγείων που κλείνουν μέσα τους ζωντανά σκουλήκια (αυτή ήταν πράγματι μία από τις ισχυρές εικόνες της παράστασης), τότε πώς μπορεί να απεικονιστεί η θεατρική Βαβέλ του Γολγοθά; Με μπογιατισμένα σώματα, που μπορεί να θυμίσουν κατά περίπτωση τη ζωντανή ζωγραφική της δεκαετίας του ’60, το MeatJoy της Carolee Schneemann (1964) ή τo InPerformance των Kipper Kids (1978), εάν εξαιρέσουμε το ζελέ στα μαλλιά; Με τον Μαρίνο Φορμέντι γυμνό να παίζει χωρίς παρτιτούρα ολόκληρες τις Επτά τελευταίες λέξεις του Χριστού στον σταυρό του Haydn, μια απόλυτα κλασικιστική μουσική σε ένα απόλυτα μεταμοντέρνο σκηνικό, με τους ηθοποιούς να βρίσκονται εκτός δράσης και εκτός παράστασης και τα ψωμάκια άδεια να κατακλύζουν τη σκηνή περιμένοντας το μπιφτέκι που θα αγκαλιάσουν; Με όλα αυτά μαζί και με έναν έντονο διακειμενικό ιστό που υφαίνεται γύρω από εικαστικές αναπαραστάσεις, φιλοσοφικές ιδέες, θεολογικές στάσεις και πολιτικούς προβληματισμούς.
Ο Γκαρσία χτίζει ουσιαστικά επί σκηνής αυτό που θέλει να σαρκάσει και να υπονομεύσει: τον υβριδισμό και το συγκρητισμό, τη Βαβέλ και το πολιτιστικό μωσαϊκό. Εκμεταλλεύεται με ειρωνικό τρόπο εδάφια της Βίβλου και στήνει πάνω στο βιομηχανικό ζυμάρι τη θεολογία του ετερόκλιτου, σαρκάζει τον καταναλωτισμό (το σώμα ως τροφή, όχι πλέον η τροφή ως σώμα του αόρατου Θεού που εκλείπει) καταναλώνοντας ο ίδιος ασύστολα κοινούς τόπους και τετριμμένες αναφορές, χλευάζει τη θυσιαστική λατρεία θυσιάζοντας ανενδοίαστα την πρώτη βρώσιμη ύλη. Μήπως όμως έτσι αυτοϋπονομεύεται η υπονόμευση; Ο Haydn του δεύτερου μέρους προκαλεί κάποιες αμυδρές υποψίες ότι υπάρχει μια δεύτερη σκέψη στον Γκαρσία. Αλλά ακόμα και αν υπάρχει, η σκέψη αυτή δεν υλοποιείται επί σκηνής.
Στον Γολγοθά δεν είναι δυνατή πλέον η θυσία που ως τέτοια προϋποθέτει ένα επέκεινα της θυσιαστικής πράξης. Υπάρχει μόνο η καταστροφή των σημείων ως συναρθρώσεων νοηματικών ενοτήτων, η αδηφαγία μιας κενής θεολογίας που αποκαθηλώνει τον υπερβατικό λόγο για να ενθρονίσει τελικά τον πολιτιστικό πολτό. Άρα, καμία αινιγματική στιγμή στη θεολογία του πολτού, μόνο πρόχειρες παραδοξότητες που (δυστυχώς ή ευτυχώς) δεν μπορούν πλέον να μας σοκάρουν.