
Protect me από τη Schaubühne και τον Falk Richter στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών
Του Γιώργου Π. ΠεφάνηΗ επανεμφάνιση του Falk Richter στην αθηναϊκή σκηνή δεν αποτελεί έκπληξη. Τα γνωστά στην Ελλάδα έργα του Ο Θεός είναι dj (θέατρο «Αμόρε» 2000) Σε κατάσταση εξαίρεσης (θέατρο «Θησείο» 2011) και ο αναγνωρισμένος πολιτικοποιημένος λόγος του, τόσο από την πλευρά του συγγραφέα, όσο και από εκείνη του σκηνοθέτη, καθιστούν σχεδόν εύλογη την παρουσίαση της παράστασης Protect me στο αθηναϊκό κοινό εν μέσω οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Μιας παράστασης που έγινε δεκτή με θέρμη από διάφορα ευρωπαϊκά ακροατήρια, ίσως λόγω της αιχμηρότητάς της απέναντι σε εκείνους τους παράγοντες που επιτίθενται σήμερα στους πολιτισμικούς και πολιτικούς ιστούς της σύγχρονης Ευρώπης.
Ωστόσο οι αναφορές στα ψυχικά, πολιτικά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα παραμένουν αναφορές, δεν αφομοιώνονται οργανικά σε έναν ενιαίο δραματουργικό και σκηνικό ιστό. Το Protect me μοιάζει να θέλει να προστατεύσει τους θεατές του από το βάθος των αναφορών του και τις προτάσσει ως σύντομες μονολογικές ρήσεις από ηθοποιούς που μιλούν μετωπικά στα μικρόφωνα. Εξαίρεση αποτελεί η συζήτηση γιου και πατέρα προς το τέλος της performance, όπου ο διάλογος δημιουργεί μιαν άμεση επαφή και κάποιον θεατρικό παλμό. Μοιάζει επίσης να αποφεύγει να ανιχνεύσει ένα επιχείρημα νοήματος στη βάση αυτών των προβλημάτων και να αρκείται μόνο στη δείξη τους μέσω των επιδράσεών τους στα άτομα και όχι στις συλλογικότητες. Ένας λόγος λοιπόν που ρέπει προς τις εκβολές και όχι προς την κοίτη της σημερινής κρίσης.
Πρόκειται λοιπόν για μία πολιτική performance που απομονώνει και περιορίζει τη δύναμη του πολιτικού περιεχομένου της; Κάτι τέτοιο θα αδικούσε το σχέδιο του Richter. Μήπως ο πολιτικός λόγος σήμερα δεν εκφέρεται σε τεμαχισμένα και απομονωμένα τμήματα από τα μέσα; Δεν μοιάζει συχνά αποκομμένος από την ίδια την πολιτική πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται; Η performance θα μπορούσε κάλλιστα να εκληφθεί και ως ένα ειρωνικό σχόλιο όχι μόνο στην κρίση που βιώνει σήμερα ο δυτικός κόσμος, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αρθρώνει έναν λόγο γι’ αυτήν την κρίση: σχόλιο όχι μόνο για την αντίδρασή μας στην κρίση, αλλά κυρίως στο είδος και στη μορφή της αντίδρασής μας. Μονολογούμε, καταγγέλλουμε, φωνάζουμε, κλεινόμαστε στον εαυτό μας με κρίσεις πανικού, υποφέρουμε κάτω από το βαρύ πέπλο της κατάθλιψης, αλλά σπάνια συζητούμε και ακόμα πιο σπάνια ενεργούμε. Και όταν ενεργούμε, οι πράξεις μας είναι αποσπασματικές και περιστρέφονται γύρω από το άτομό μας.
Αυτό ακριβώς μας δείχνει η σκηνή της βερολινέζικης Schaubühne: έναν κόσμο σε αποδιάρθρωση και κατατονία, ανθρώπους κλεισμένους στον εαυτό τους, να βαδίζουν με σπασμωδικές κινήσεις σε απόσταση από τους άλλους, ποτέ μαζί τους, αλλά απέναντί τους. Βαδίζουν έχοντας πάντα δίπλα τους τον ψυχίατρο και τον διαφημιστή για τόνωση και παραμυθία. Εξού και η κατάσταση της διαμαρτυρίας, των καταγγελτικών μονολόγων, αλλά όχι η συμμετοχικότητα στον κοινό βίο, όχι η διατύπωση των κοινών συμφερόταν, πολύ δε λιγότερο η έκφραση μιας πολιτικής σκέψης που θα υποστήριζε τα συμφέροντα αυτά.
Κακώς προβάλλεται ένας δήθεν ιδιωματικός καλλιτεχνικός χαρακτήρας της παράστασης, που κινείται ανάμεσα στον χορό και το θέατρο. Όχι μόνο διότι τέτοια συνδυαστικά εγχειρήματα είναι σήμερα συνηθισμένα (και άρα καθόλου ιδιωματικά), αλλά και επειδή πάνω στη σκηνή οι δύο τέχνες συνυπήρχαν με έναν κοινότυπο τρόπο, όπου ο χορός λειτουργούσε μάλλον ως illustration του λόγου, μια εν κινήσει εικονογραφία του. Και αυτό διότι η ακροβασία μεταξύ όρχησης και υποκριτικής δεν είναι πάντα τόσο ευφυής: υπάρχουν κενά στις συνδέσεις τους, στιγμές όπου οι χορευτικές κινήσεις δεν συνομιλούν με το κείμενο. Η χορογραφία της Anouk van Dijk, δυναμική και εντυπωσιακή σε πολλά σημεία, αποδίδει τους σπασμούς μιας ραγισμένης ατομικότητας και τις κατωφερείς περιδινήσεις μιας παραπαίουσας κοινωνίας. Σε άλλα σημεία όμως οι κινήσεις μοιάζουν ξεκρέμαστες, απλές σωματικές αρθρώσεις που διατυπώνονται εκ παραλλήλου και όχι έσωθεν. Οι χορευτές διαθέτουν σαφώς μεγάλες τεχνικές δυνατότητες, η χορογραφία τις αναδεικνύει, όμως δεν μπορεί να αναδείξει και το βάθος των προβληματισμών.
Αναρωτιέμαι ποια μορφή θα είχε η παράσταση χωρίς τον έντονο πολιτικό λόγο της. Ερώτημα ίσως άκυρο, γιατί η παράσταση συνίσταται σε αυτό που συνέβη στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών και οι όποιες άλλες υποθέσεις περιττεύουν. Νομίζω εντούτοις ότι όλο το ενδιαφέρον κρύβεται κυρίως σε αυτόν τον έστω και αποσπασματικό, ενίοτε χιουμοριστικό και έξυπνα αυτοσαρκαστικό λόγο του Richter. Αποσπασματικότητα που προκύπτει από τον κερματισμό του λόγου, την εσωτερική του απίσχναση και την ιδιωτεία του σύγχρονου υποκειμένου. Χιούμορ, διότι σήμερα δεν μπορούμε να γράψουμε όπως έγραφε ο Büchner, μπορούμε μόνο να τον τσιτάρουμε ανάμεσα στις φράσεις μας. Αυτοσαρκασμός, γιατί εκεί που προσπαθούμε να «παίξουμε» μια σκηνή από το θέατρο του ρατσισμού ή του ναζισμού, διαπιστώνουμε ότι η σκηνή αυτή δεν είναι και τόσο «θεατρική».
Γιώργος Π. Πεφάνης