της Αμάντας Μιχαλοπούλου
Σύνδεση με τα προηγούμενα: ύστερα από ένα ατύχημα με άλογο (που οφειλόταν εν μέρει στη φοβία που ανέπτυξα για τα συγκεκριμένα ζώα διαβάζοντας Ντοστογιέφσκι), πέρασα δύο εβδομάδες στο κρεβάτι. Ήθελα να διαβάσω ένα βιβλίο βαρύ σαν τούβλο και να ξεχάσω. Διάλεξα, η ανήξερη, το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν (μτφρ. Σ. Ιγγλέση-Μαργέλλου, Εστία). Δεν υπάρχει καλύτερο (ή χειρότερο, εξαρτάται πώς το βλέπεις) βιβλίο αν είσαι ή νιώθεις ανάπηρος.
Διάβαζα λοιπόν στη στάση που μου είχαν υποδείξει οι ορθοπεδικοί –μπρούμυτα, με το βιβλίο στερεωμένο στο μαξιλάρι– τις απίθανες περιπέτειες του Φερδινάνδου Μπαρνταμού, ο οποίος πότε διασχίζει έφιππος χωριά που καίγονται στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου, πότε λιώνει απ’ τον πυρετό στις αφρικάνικες αποικίες, πότε σέρνεται στις λεωφόρους της Νέας Υόρκης. Ό,τι κι αν κάνει πάντως, το κάνει με το φριχτά ταλαιπωρημένο σώμα του, το όχημα της επιβίωσής του. Κι απ’ αυτή την άποψη, μπορεί να προσφέρει ανακούφιση στους ασθενείς αυτού του κόσμου.
Σκεφτόμουν συχνά κλείνοντας το «Ταξίδι»: μα τι εξαίσιο βιβλίο για εκείνους που έχουν πάθει φέτος υστερία με τη γρίπη κι αναπηδούν όταν φταρνιστεί ο διπλανός τους! Να τι μπορούσε να υποστεί το ανθρώπινο σώμα πριν από την εφεύρεση του Ταμιφλού – άμαχο, αλυσοδεμένο, ελάχιστα αξιοπρεπές. Κι οι άρρωστοι, πραγματικά άρρωστοι, δεν είχαν το περιθώριο να τρομοκρατηθούν. Παράβγαιναν στον πυρετό για να μην πλήττουν: «Για δες, έχω τριάντα εννιά!», «Σπουδαία τα λάχανα, εγώ ανεβάζω σαράντα όποτε θέλω!».
Αρνιόμουν να διαβάσω Σελίν για χρόνια. Με ενοχλούσαν η προσωπικότητα κι ο αντισημιτισμός του. Αλλά συμβαίνει αυτό το παράξενο πράγμα: η καλή λογοτεχνία ξεπερνάει τον συγγραφέα. Στο «Ταξίδι» δεν βρήκα τίποτα το αντιεβραϊκό. Μπροστά μου ξεδιπλώθηκε μια τοιχογραφία της ανθρώπινης περιπέτειας, αφάνταστα πυκνή και νευρώδης. Ο Σελίν αυτοσαρκάζεται, και το παράξενο, σχεδόν σοκαριστικό του χιούμορ τον σώζει. Έχω την εντύπωση ότι το κόκαλο στη βάση της λεκάνης μου κόλλησε χάρη στο βιβλίο του, που με κράτησε τόσες μέρες ακίνητη.
Μετά από τόσο μπαρούτι κι ανθρώπινο συρφετό, οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα διάλεγε πιο ευχάριστα αναγνώσματα. Εγώ συνέχισα με τον Ζέμπαλντ και τη «Φυσική ιστορία της καταστροφής» (μτφρ. Γ. Καλιφατίδη, Άγρα). Σε πρώτη ανάγνωση, οι διαλέξεις του είναι μια εικόνα των βομβαρδισμών και της ερήμωσης που υπέστησαν οι γερμανικές πόλεις στα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου, αλλά στην πραγματικότητα είναι το τοπίο της γερμανικής ψυχοσύνθεσης που αρνείται να αντιμετωπίσει τον όλεθρο και την ιστορία. Παρότι ζω έξι χρόνια στο Βερολίνο, δεν νομίζω ότι κατάλαβα ποτέ τόσο καλά τη γερμανική ψυχή όσο χάρη σ’ αυτό το βιβλίο.
«Ακόμη κι όταν αποτολμούμε να ατενίσουμε το παρελθόν μας, και ειδικότερα την περίοδο 1930-1950» γράφει σε πρώτο πληθυντικό ο Ζέμπαλντ «παλινδρομούμε κοιτώντας και συγχρόνως αποστρέφοντας το βλέμμα». Οι σύγχρονοι Γερμανοί ταξιδεύουν με μανία στο πρότυπο των αμάχων που άφηναν πίσω τους τον όλεθρο, πιστεύει ο Ζέμπαλντ. Μετά την ερμηνεία του γύρω από την άρνηση της πραγματικότητας, έκανα την πρώτη μου βόλτα στο Βερολίνο, που γιόρταζε τα είκοσι χρόνια από την πτώση του Τείχους. Περπατούσα ξανά, αν και κάπως αστεία, με ανοιχτά πόδια, σαν έγκυος. Κι όλα –άνθρωποι και μνημεία– είχαν λουστεί ξαφνικά στο καινούργιο τους νόημα.
Αμάντα Μιχαλοπούλου