Της Αμάντας Μιχαλοπούλου
Μνήμη Γιώργου Σπορίδη (1970-2011)
Τι διαβάζει κανείς στο βαρύ πένθος; Θα σας πω εγώ. Απολύτως τίποτα. Για αρκετούς μήνες ήμουν καθαρή- αδιάβαστη και άγραφη σαν φύλλο. Κάθε φορά επιχειρούσα να ξεκινήσω ένα βιβλίο, κάθε φορά τα παρατούσα. Έπεσαν στα χέρια μου σπουδαία κείμενα. Πρόχειρα θυμάμαι το “Κοντά στην άγρια καρδιά” της Κλαρίσε Λισπέκτορ. Ή τη “χρονιά της μαγικής σκέψης” της Τζόαν Ντίντιον. Επικράτησε ένα αίσθημα σχεδόν υπαρξιακής αδημονίας. Το μυαλό μου ήταν αλλού.
Στη Λισπέκτορ σημείωσα τη φράση: “Η θλίψη της ήταν μια μεγάλη κούραση βαριά, χωρίς θυμό”. Και αλλού: “Αυτή η απαλή έλλειψη κατανόησης της ζωής που μου επιτρέπει να ζω”. Στην Ντίντιον σημείωσα τη φράση: “Το πένθος αποδεικνύεται ότι είναι μια περιοχή που κανείς μας δε γνωρίζει ώσπου να βρεθεί εκεί”. Είναι ενδεικτικό το τι σημειώνει κανείς. Όταν πενθείς ενδιαφέρεσαι μόνο για την επιβεβαίωση των αισθημάτων σου ή ακόμη και του άδειου τόπου μέσα σου. Κι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να συνειδητοποιήσεις το κενό είναι να αφεθείς στο κενό.
Μετά το πρώτο τρίμηνο δοκίμασα να διαβάσω βιβλία αυτοβοήθειας που σε κάνουν να νιώθεις ότι όλα ρυθμίζονται αν είσαι ταχτικός, πειθαρχικός, ψυχαναγκαστικός. Ας πούμε τα “Μαθήματα Ευτυχίας” της Γκρέτσεν Ρούμπιν. Μόνο που για να λειτουργήσει η αυτοδέσμευση χρειάζεται και έναν αντίστοιχο χαρακτήρα, χωρίς ισχυρές τάσεις διάλυσης.
Κι έτσι επέστρεψα σε βιβλία χιλιοδιαβασμένα, με τον τρόπο που ψάχνει κανείς τις βασικές συνταγές σε ένα λαδωμένο οδηγό μαγειρικής με τσακισμένα φύλλα. Διάβασα για χιλιοστή φορά την “Επιστολή του Λόρδου Τσάντος” του Φον Χόφμανσταλ. Τον “Φόβο κατάρρευσης” του Γουίνικοτ. Διάβασα Τσέχοφ, Κάθριν Μάνσφιλντ, Γονατά. Τα διηγήματα του Μπολάνιο και του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου.
Μού πήρε καιρό να καταλάβω ποιος ήταν ο συνδετικός αρμός των βιβλίων. Ήταν η διηγηματογραφία. Όπως μερικές φορές το σώμα διψάει για πορτοκαλάδα ή για κρασί, έτσι κι η ψυχή χρειάζεται μια μικρή ιστορία. Στο βαρύ πένθος η μικρή ιστορία λειτουργεί ιαματικά περιστέλλοντας τον αχανή χρόνο. Δεν αντέχεις μεγάλες ποσότητες (και θα συνεχίσω εδώ τη μεταφορά με το φαγητό: δεν τρως και δε διαβάζεις πολύ, μόνο μπουκιά-μπουκιά, σαν να σου έχουν βγάλει τον ορό και να πίνεις με καλαμάκι). Για ποίηση ούτε λόγος. Προσφέρεις σοκολατίνα με σαντιγί σε κάποιον που νηστεύει για καιρό; Ο άνθρωπος τρώει και κλαίει, επειδή θυμάται τη γεύση, αλλά δε θέλει να τη θυμάται. Επιπλέον το στομάχι του εκρήγνυται.
Με τα διηγήματα ήταν αλλιώς. Διαβάζοντας το “Ποιοι ακούνε ακόμα τζαζ” του Γιάννη Μπασκόζου άκουγα διαρκώς μουσική στο βάθος του μυαλού μου. Ασφαλώς διαβάζουμε και ερμηνεύουμε. Εγώ για παράδειγμα άκουγα πίσω από τις ιστορίες τους στίχους από το “Name in Stone” των Dead Man’s Bones
www.youtube.com/watch?v=FEvF7qUf2Pc
Με το “Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα” της Ερσης Σωτηροπούλου σκέφτηκα ότι το διήγημα συνδέεται ευθέως με τη στιγμιαία αποκρυστάλλωση της εμπειρίας. Το γεγονός -από κοντά- έχει εξαιρετική σημασία για τον παθόντα (ακόμη και μια σφήκα κολλημένη στο δικτυωτό του παραθύρου). Και ταυτόχρονα όλα εξακολουθούν να είναι εντυπώσεις, ασύνδετες στιγμές, όπως πιθανότατα η ίδια η ζωή για τον ετοιμοθάνατο.
Το ’ριξα λοιπόν στα διηγήματα. Έγραψα κιόλας μερικά. Όχι όπως παλιά, σαν ασκήσεις- περάσματα από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο. Η ουσία της μικρής διήγησης έλαμψε και η ουσία ήταν το παρόν: διάβασε και γράψε τώρα, αυτή τη στιγμή, ανάγγειλε το περιστατικό - την εντύπωση που σου προκαλεί. Κι επιτέλους, χώνεψέ το.
Προχθές διάβασα το πρώτο μυθιστόρημα ύστερα από πολύ καιρό. Το μικρό, αριστουργηματικό “Ένα κάποιο τέλος” του Τζούλιαν Μπαρνς. Μα κι ο Μπαρνς δουλεύει με το ευτελές περιστατικό - κι είναι σαν να γράφει ένα μεγάλο διήγημα σε τρεις χρόνους. Η ζωή πριν από το θάνατο του συμμαθητή του αφηγητή, η ήπια αποδοχή του θανάτου αμέσως μετά και μόνο ύστερα από χρόνια η διαλεύκανση του “εγκλήματος”, η συνείδηση του χρόνου και της φθοράς, η ανθρώπινη ισχυρογνωμοσύνη. Απόηχος, στο βάθος, όλα αυτά που δεν πρόλαβες να πεις στον νεκρό σου, στην ώρα τους.
Δεν είμαι ακόμη έτοιμη για μεγάλα μυθιστορήματα ποταμούς. Δεν ξέρω αν χρειάζονται κιόλας. Μήπως αυτό το αίσθημα οικονομίας δεν σχετίζεται μόνο με τη λύπη και την αδυναμία συγκέντρωσης αλλά και με τον μινιμαλισμό που μάς καλεί σε εποχές κρίσης;
Διαβάζω όμως παραμύθια. Όπως την “Πιο παράξενη ιστορία του κόσμου” της Αλεξάνδρας Κ*. Εκεί βρήκα μια παρηγορητική πλοκή. Εκτυλίσσεται στο Μουσείο Παράξενης Ιστορίας, ένα ίδρυμα που απαρτίζεται από δωρεές του Μέτερλινγκ (δυο φτερά του Γαλάζιου Πουλιού), του Σαρλ Περό (τα κλειδιά του απαγορευμένου δωματίου του Κυανοπώγωνα), του Όσκαρ Ουάιλντ (το άγαλμα του Ευτυχισμένου Πρίγκηπα).
Θα καταφέρω άραγε να επιστρέψω στην κατ’εξοχήν ποίηση δια των παραμυθιών; Προς το παρόν μού είναι απαγορευμένη. “Ίσως και νά’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη/φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής” που λέει κι ο ποιητής. Ίσως κάποια στιγμή μού ξαναγράψουν ποίηση στο συνταγολόγιο.