Της Αμάντας Μιχαλοπούλου
“Αναρωτιέμαι τι γίνονται οι παλιοί μου φίλοι. Ποιος με θυμάται, ποιον θυμάμαι εγώ. Έγώ τους περιέχω όλους σαν ένα τάνκερ, σαν ένα μεγάλο ντεπόζιτο”. Στο ντεπόζιτο του Βασίλη Βασιλικού βρήκα το πιο θαρραλέο και το πιο παρηγορητικό ανάγνωσμα λίγο μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα από το Βερολίνο.“Οι γάτες της Rue d’Hauteville” (Εκδ. Πατάκη) είναι το ημερολόγιο της μετεγκατάστασης του συγγραφέα στην Ελλάδα ύστερα από τα χρόνια του Παρισιού ή καλύτερα ο τελευταίος μήνας της παρισινής ζωής. Η μετακόμιση, τα βιβλία, τα κουρτινόξυλα, η στείρωση των δυο του γατιών –υπενθύμιση του δικού του ευνουχισμού λέει κάπου ο ίδιος- είναι ένα μικρό αριστούργημα οδυνηρής ειλικρίνειας. Κυρίως μού θύμισε ότι αυτό που ονομάζεται σήμερα συγγραφέας στην Ελλάδα δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε. Γιατί συγγραφέας σημαίνει τελικά να μην τα βγάζεις πέρα με τους ανθρώπους και τα πράγματα, να έχεις απλήρωτα γραμμάτια και να γράφεις χωρίς να έχεις –ή χωρίς να πιστεύεις ότι έχεις- υποχρεώσεις επειδή “το αυγό γεννιέται σε μιαν απόλυτη αυτοσυγκέντρωση της κότας”.
Συγγραφέας σημαίνει επίσης να αναγνωρίζεις τα συγγραφικά χρέη σου (“Ωραία η Ζωή του Περέκ (…) Συμπίπτουμε στην υφή της φαντασίας. Μόνο που, σαν Γάλλος αυτός, είναι μεθοδικός. Και έχει διαβάσει πολύ περισσότερο από μένα”. Και συγγραφέας σημαίνει –κυρίως- να φοβάσαι: “Οι άλλοι είναι τακτοποιημένοι στην ηλικία μου, έχουν περάσει και τις αρρώστιες τους, έχουν νικήσει, τι άλλο θέλουν, έχουν και χώρες που τους ζητούν ένα κείμενο, εμένα κανείς στη χώρα μου δεν μου ζητάει, αν δεν ήταν να θέλω να γράφω εγώ, κανείς δε θα μού έλεγε γιατί δε γράφεις”.
Η μετακόμιση, το άδειο σπίτι, γίνεται στα χέρια του Βασιλικού η καλύτερη μεταφορά: ”Νομίζουν όλοι πώς θα αφήσουν έργο και τελικά θα αφήσουν, θα αφήσουμε, ακριβώς αυτά τα καρφιά όπου κρέμονταν τα κάδρα, τις τρύπες στους τοίχους”. Όλη η οδύνη βρίσκεται στο πρώτο πρόσωπο πληθυντικού- “θα αφήσουμε”.
Το ημερολόγιό του τελειώνει με μια παράγραφο που σε κάνει να θέλεις ν’ανάψεις τσιγάρο, ιδίως αν το έχεις κόψει: “Από τότε που γύρισα στην Αθήνα, έχω την αίσθηση ότι ζω στην Κατάνια της Σικελίας, όπως την είδα μια φορά αυτή την Κατάνια έναν βροχερό Νοέμβρη του 1970, στα χρόνια της αυτοεξορίας μου, και μού είχε θυμίσει την Αθήνα που νοσταλγούσα. Τώρα στην Αθήνα νοσταλγώ εκείνη την Κατάνια του 70, γιατί εκεί τουλάχιστο δεν μιλούσαν ελληνικά, ήμουν ξένος, και είχα μια Αθήνα για να ονειρεύομαι την επιστροφή μου σε αυτήν. Ενώ τώρα στην Αθήνα προσπαθώ να πεισθώ ότι ζω στην Κατάνια και άρα δεν έχω ακόμα επιστρέψει”.