Όταν εγκαταλείπεις έναν τόπο, εγκαταλείπεις, μοιραία, και μια βιβλιοθήκη. Ύστερα από εφτά χρόνια στο Βερολίνο, τα ράφια ξελασκάρησαν από το βάρος των βιβλίων. Οι αθηναικές μου βιβλιοθήκες απαρτίζονταν κυρίως από τα βιβλία που χαρίζουν οι εκδοτικοί οίκοι στους δημοσιογράφους που ασχολούνται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τα βιβλία. Ετούτη εδώ η βιβλιοθήκη είναι πιο τίμια και ειλικρινής- είναι απολύτως δική μου. Μού θυμίζει λίγο την φοιτητική μου βιβλιοθήκη, τις εμμονές του πρώιμου αναγνώστη που θέλει να εξαντλήσει ένα είδος εμπειρίας πριν περάσει σε κάποιο άλλο.
Όπως τότε, έτσι και τώρα, ξέρω πού αγόρασα το κάθε βιβλίο και γιατί το απόκτησα. Και καθώς τα χωρίζω σε στοίβες (αυτά που θα χαρίσω, αυτά που θα πουλήσω, αυτά που θα πάρω μαζί μου στην Αθήνα) η ζωή και οι προθέσεις μου γίνονται πιο διάφανες. Ώστε εδώ διάβασα όλα τα βιβλία του Ζέμπαλντ; Εδώ ανακάλυψα τον Λαπαθιώτη, την Άννα Ζέγκερς;
Σκυμμένη πάνω από το Τράνζιτο της Ζέγκερς (Εκδ. Άγρα, μτφ. Γιώργος Δεπάστας) σκέφτομαι φυσικά το δικό μου “τράνζιτο”. Και παρότι είναι αμετροεπές να συγκρίνω τον ξεριζωμό των Ευρωπαίων που κυνηγούσε η Βέρμαχτ το 1933, τις άδειες παραμονής, τις βίζες, με τη δική μου πολιτισμένη μετοίκηση σχεδόν έναν αιώνα αργότερα σε μια Ευρώπη φαινομενικά ειρηνική, ανατριχιάζω όταν διαβάζω τη φράση: “Τριάντα χρόνια τριγύριζα σε όλες τις πιθανές χώρες, σε μια εποχή που ο κόσμος συνήθιζε να φυτεύει δέντρα στη δική του χώρα. Τώρα οι άλλοι φεύγουν κι εγώ γυρίζω”.
Δεν τό’χω νιώσει ακόμη ότι γυρίζω στην Ελλάδα. Υποθέτω ότι αυτές τις μεγάλες αλλαγές τις αντιλαμβάνεται κανείς σταδιακά, ότι δεν μπορείς να βρεθείς απ’το ένα μέρος στο άλλο μονοκόμματα, σαν να αλλάζεις πλευρό στο κρεβάτι. Κι ότι υπάρχει ένας ενδιάμεσος τόπος, κάτι σαν αίθουσα αεροδρομίου, όπου ζει ο ξενιτεμένος μήνες πριν την αναχώρησή του, μήνες μετά την επιστροφή του. Ύστερα θά’ρχεται η στιγμή, δεν μπορεί, που το ταξίδι αποκτά νόημα και γίνεται αφηγήσιμο. Ζω γι αυτή τη στιγμή. Επειδή, όπως γράφει η Ζέγκερς “μόνο ό,τι αφηγούμαστε τελειώνει”.
Το “Τράνζιτο” είναι ένα βιβλίο με πρωταγωνιστή τη Μασσαλία- σπάνια ο τόπος σ’ένα μυθιστόρημα αναγορεύεται σε αληθινό πρωταγωνιστή. Στις πλατείες και στο λιμάνι, στα σκοτεινά καφενεία, στις πρεσβείες και στα ξενοδοχεία, κινούνται δραπέτες και αντιφρονούντες κάθε είδους, κυνηγημένοι από τη χιτλερική Γερμανία και το φόβο. Ο κεντρικός ήρωας δανείζεται την ταυτότητα ενός πεθαμένου συγγραφέα για να πραγματοποιήσει τους στόχους του- που δεν είναι ούτε συνετοί, ούτε πέρα για πέρα εξηγήσιμοι. Γυρίζει πέρα δώθε, σαν τη μύγα, ξεριζωμένος από τον τόπο και τη γλώσσα του. Αναγκάζεται συνεχώς να μηχανεύεται κάτι καινούργιο, ένα αμφίβολο εύρημα, για να βγάλει τη μέρα.
Η σκέψη περί εκπατρισμού με σπρώχνει να ξεφυλλίσω για χιλιοστή φορά τον “Εκπατρισμένο” του Τσβετάν Τοντόροφ (Μτφ. Οντέτ Βαρών-Βασάρ, εκδ. Πόλις), ένα εκτενές δοκίμιο γύρω από τους ανθρώπους που ζουν σε μια χώρα άλλη από τη δική τους. Ασφαλώς ο Τοντόροφ μιλάει για τη δική του περίπτωση- την εγκατάλειψη της κομμουνιστικής Βουλγαρίας για το γεμάτο θέλγητρα Παρίσι. Ωστόσο με προσγειώνει πάντα, μού θυμίζει γιατί αποφάσισα να επιστρέψω: “Αυτό που πρέπει κανείς να φοβάται και να πενθεί είναι η βαθμιαία απώλεια της κουλτούρας καταγωγής, ο απο-πολιτισμός”. Να μια φράση που πρέπει να κορνιζάρω πάνω απ’ το γραφείο μου για να την κοιτάζω τις στιγμές του υπέρμετρου φόβου. Απο-πολιτισμένη, άραγε υπάρχει τέτοια λέξη; Δεν εμπιστεύομαι πια το γλωσσικό μου ένστικτο. Ένας από τους λόγους που επιστρέφω στην Ελλάδα είναι για να διεκδικήσω ξανά τη γλώσσα μου.