Της Αμάντας Μιχαλοπούλου
Ύστερα από έναν μήνα στην Αμερική νιώθεις λίγο Αμερικανός. Κουνιέμαι σε μια ξύλινη πολυθρόνα, στην μπροστινή βεράντα ενός σπιτιού, στο Γούντστοκ, και το μόνο που λείπει είναι λίγο σανό για μασούλημα. Ακόμη και τα βιβλία που διαβάζω
στην Αμερική είναι πιο απλά, πιο αστεία και πιο λειτουργικά. Για παράδειγμα: μόλις τέλειωσα το «Όλα άλλαξαν στη στιγμή», βιογραφικά σημειώματα από διάσημους και άσημους με μοναδικό περιορισμό να χρησιμοποιήσουν έξι μόνο λέξεις. Η ιδέα ξεκίνησε από το γνωστό μινιμαλιστικό διήγημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ: «Πωλούνται μωρουδιακά παπούτσια, εντελώς αφόρετα».
Στη μετάφραση των μίνι-βιογραφικών χάνεται ο περιορισμός των έξι λέξεων, αλλά τουλάχιστον ας προσπαθήσω: «Να ζούσα περισσότερο, να έγραφα λιγότερο» (Τζον Μπάνβιλ). «Πρώτη επιλογή μπίμπο, δεύτερη επιλογή συγγραφέας» (Ιζαμπέλ Αλιέντε). «Δυστυχισμένα παιδικά χρόνια, ίσον πνευματικά δικαιώματα» (Φρανκ Μακ Κορτ). «Μα ποιος θα με πίστευε άλλωστε;» (Τζέιμς Φρέι). Εξίσου εφευρετικοί με τους συγγραφείς, οι ανώνυμοι βιογραφούμενοι: «Σαν Σουντόκου – μετρημένες οι μέρες μου». «Κηδεία πατέρα. Γέννηση κόρης. Λουλούδια παντού». «Ανέκαθεν ήθελα να τραγουδήσω. Είμαι βιοχημικός».
Στην πόλη Χάντσον, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, ανακάλυψα το ωραιότερο παλαιοπωλείο του κόσμου, το Book Barn. Βρήκα παλιά τεύχη του περιοδικού «Life», με βάναυσα ζωγραφικά θέματα – διαμελισμένους στρατιώτες στο ελληνικό μέτωπο. Βρήκα σπάνια ευρωπαϊκά μυθιστορήματα που δεν τα βρίσκεις εύκολα ούτε στην Ευρώπη. Και το παράξενο, ιδιοφυές βιβλίο «The world doesn’t end» του Τσαρλς Σίμικ – ενός ποιητή με αθεράπευτο χιούμορ. Μεταφράζω: «Η Μάργκαρετ αντέγραφε μια συνταγή για αγίους ψητούς με κρεμμύδια από ένα παλιό βιβλίο μαγειρικής». Ο παραλογισμός του, το συμπαγές κωμικοτραγικό του σύμπαν, μου θυμίζει τη Μαργαρίτα Καραπάνου. Λίγες μέρες πριν είχα βρει τη μετάφραση του βιβλίου της «Rien ne va plus» (εκδόσεις Ερμής) σε ένα μικρό νεοϋορκέζικο βιβλιοπωλείο που ειδικεύεται στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, και χάρηκα σαν να έβλεπα δικά μου βιβλίο. Συμβαίνει συχνά με τους συγγραφείς που αγαπάμε: ανοιγοκλείνουμε τα βιβλία τους για να σιγουρευτούμε ότι δεν ονειρευτήκαμε την επίδρασή τους και ότι ο κόσμος τους, στέρεος, βρίσκεται στη θέση του.
Στην Αμερική διάβασα επίσης τα διηγήματα του Πολ Μπόουλς κι αποτέλειωσα το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Καλώς να πέσει» (μτφρ. Λ. Θεοδωρακόπουλος, εκδόσεις Απόπειρα). Είναι σαφές ότι περνάω περίοδο Μπόουλς. Αυτό το μυθιστόρημα είναι πιο σύγχρονο από ποτέ. Η απόφαση του νεαρού Ντάιαρ να εγκαταλείψει τη ζωή και τη δουλειά του σε τράπεζα της Νέας Υόρκης, για να πιάσει δουλειά σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο της Ταγγέρης, η ανάμειξή του στη μαύρη αγορά συναλλάγματος, η απληστία, η παραίσθηση και το τέλος του πολιτισμού είναι απολύτως σημερινά θέματα. «Το καλό και το κακό» λέει ένας καλεσμένος στο πάρτι των Μαροκινών αριστοκρατών Μπενταουί «είναι όπως το άσπρο και το μαύρο πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί. Για να τα διακρίνεις, χρειάζεσαι τουλάχιστον μία ακτίνα φωτός, διαφορετικά δεν μπορείς να δεις ούτε το χαρτί. Και σε αυτή την κατάσταση βρισκόμαστε τώρα. Είναι πολύ σκοτεινά για να μπορείς να διακρίνεις».
Σε παρόμοιο πηχτό σκοτάδι βρέθηκα επιστρέφοντας στην Ευρώπη. Την ίδια μέρα τρεις άνθρωποι έχασαν άδικα τη ζωή τους στην τράπεζα Μαρφίν και κανείς δεν έδειχνε να μπορεί να διακρίνει το άσπρο από το μαύρο. Το βιογραφικό της ημέρας σε έξι λέξεις: «Τρεις (κι ένα έμβρυο), ίσον όλοι».
Βυθίστηκα στην ανάγνωση του βιβλίου «Τίποτα» του Φρανκ Κλόουζ, μια μικρή εισαγωγή στην έννοια του κενού (Oxford University Press). Ο τίτλος με εξέφραζε, αλλά το βιβλίο ήταν δύσκολο για τα κυβικά μου. Ίσως αν καταλάβαινα καλύτερα την κβαντομηχανική και τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία, το ατομικό μοντέλο του Μπορ και το κενό του Χιγκς, να ήμουν καλύτερα προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσω το νόημα του κενού και όλα όσα συμβαίνουν στη μικρή μας χώρα.