Σπανίως είναι γενναιόδωροι. Συχνά πλειοδοτούν σε φθόνο. Σταχυολογήσαμε δηλητηριώδη σχόλια συγγραφέων για ομοτέχνους τους.
των Χάρη Βλαβιανού, Χρήστου Χρυσόπουλου
O Στεφάν Μαλαρμέ έμαθε αγγλικά ειδικά για να διαβάσει τον Έντγκαρ Άλαν Πόου. «Ο ενθουσιασμός για τον Πόου δεν δείχνει παρά το πρωτόγονο στάδιο σκέψης εκείνων που τον συμμερίζονται» έλεγε ο Χένρι Τζέιμς. Ο Όσκαρ Γουάιλντ θεωρούσε πως ο Τζέιμς έγραφε τα μυθιστορήματά του«σαν να επιτελούσε οδυνηρό καθήκον» και ο Τζέιμς, με τη σειρά του, χαρακτήριζε τον Γουάιλντ «παράφρονα, μωρολόγο και, ούτε λίγο ούτε πολύ, βρομερό κτήνος».
Ο Τζορτζ Μέρεντιθ, με την ιδιότητά του ως αναγνώστη σε εκδοτικό οίκο, απέρριψε το Ο Δρόμος της Σάρκας του Μπάτλερ• ο Ζιντ το Από τη μεριά του Σουάν του Προυστ• ο Έλιοτ τη Φάρμα των Ζώων του Όργουελ.
«Ένα αναλφάβητο, κακότροπο βιβλίο» έλεγε η Βιρτζίνια Γουλφ για τον Οδυσσέα του Τζόις –τον οποίο, ας σημειωθεί, ο Γέιτς παραδεχόταν ότι (μετά από αλλεπάλληλα χασμουρητά) εγκατέλειψε στη σελίδα 39.
Ο Προυστ ήταν «διανοητικά καθυστερημένος» απεφάνθη ο Ίβλιν Γουό, μετά την ανάγνωση του κλασικού μυθιστορήματος του Γάλλου ομοτέχνου του. Για το «διεστραμμένο, σεξομανές, συσκοτισμένο μυαλό» του Ντ.Χ. Λόρενς μιλούσε ο Ρόμπερτ Γκρέιβς. Ο Tσαρλς Γουίσλερ ήταν πεπεισμένος πως ο Μπρετ Χαρτ ήταν καλύτερος συγγραφέας από τον Ντίκενς ή τον Θάκερεϊ. Ο Πολ Βαλερί ρώτησε τον Αντρέ Ζιντ: «Γνωρίζετε τίποτα πιο πληκτικό από την Ιλιάδα;».
O Τολστόι πίστευε ότι ο Βασιλιάς Ληρ ήταν «πέρα από κάθε συζήτηση, ένα κάκιστο θεατρικό έργο», ενώ ο Ντοστογιέφσκι είχε γράψει ότι «ένα ζευγάρι μπότες είναι, σε κάθε περίπτωση, προτιμότερες από τον Πούσκιν, ο οποίος είναι μια βλακώδης πολυτέλεια». Όσο για τον τρίτο της παρέας, τον Τουργκένιεφ, σε επιστολή στον Γερμανό εκδότη του διαγράφει και τους δύο «φίλους» του, υποστηρίζοντας ότι «το μεν Έγκλημα και Τιμωρία προκαλεί στον αναγνώστη τα ίδια συμπτώματα με τη χολέρα, το δε Πόλεμος και Ειρήνη τον ρίχνει σε βαθύ κώμα».
«Ο μεγαλύτερος κριτικός μουσικής όλων των εποχών» έλεγε απαξιωτικά ο Χ.Χ. Όντεν για τον Μπέρναρντ Σο. Για τον Tζον Μπέριμαν, ο Ρίλκε ήταν «σκουπίδι». «Αυτό το μεγαλειώδες, πομπώδες καθίκι» δεν είχε διστάσει να πει για τον Γκαίτε ο Πολ Κλοντέλ. Όσο για τον Γκαίτε, φρονούσε ότι οι 14.230 στίχοι της Θείας Κωμωδίας του Δάντη ήταν «σχεδόν όλοι εμετικοί». Ο Φίλιπ Λάρκιν αναρωτιόταν: «Ποιος είναι αυτός ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες;». «Το σπουδαιότερο μυαλό που έμεινε για πάντα μετεξεταστέο στη γ΄ γυμνασίου» είχε πει ο Νόρμαν Μέιλερ για τον Tζ. Ν. Σάλιντζερ.
Ο Μπάιρον, ο Σέλεϋ και ο Γουέρντσγουερθ έτρεφαν μεγάλο θαυμασμό για την ποίηση της Ντοροθέα Χέμανς, ενώ ο Μπάιρον –τον οποίο, παρεμπιπτόντως, ο κατά μία γενιά νεότερός του Μάθιου Άρνολντ ονομάζει «συνηθισμένο ευγενή του 19ου αιώνα, χωρίς καλλιέργεια ούτε ιδέες»– σε επιστολή του προς τον Τζον Μίντλτον Μάρεϊ χαρακτηρίζει τη δουλειά του Κητς «κατουρλιά».
Κατά τη γνώμη του Τζόζεφ Κόνραντ, δεν υπάρχει ούτε μια απλή, καλή, ειλικρινής αράδα στο Μόμπι Ντικ, το οποίο, επιπλέον, ο Στάινμπεκ χαρακτήριζε «λιπαρό μυθιστόρημα».
Αυτά σταχυολογώντας –για να μην αναφερθούμε στα πολλά και διάφορα εγχώρια, στους διαξιφισμούς ανάμεσα στους συγγραφείς και στους βιβλιοκριτικούς. Το θρυλικό μίσος των λογοτεχνών προς τους κριτικούς, συμπυκνωμένο σε τρεις αφορισμούς, από τους πλέον δηλητηριώδεις –«Ψείρες στις μπούκλες της λογοτεχνίας» (Τένισον), «Αλογόμυγες, που εμποδίζουν το άλογο να οργώσει» (Τσέχοφ), «Λέπρα των γραμμάτων» (Φλομπέρ)–, ίσως και να τους αδικεί όταν διαπιστώνουμε πόσο συχνά αστοχούν και πλανώνται οι συγγραφείς, που θα περίμενε κανείς να κατανοούν περισσότερο τον αγώνα της γραφής, την αγωνία της τέχνης. Πόσο συχνά διστάζουν να επιχειρήσουν εκείνη τη χειρονομία αναγνώρισης που θα έδειχνε γενναιοδωρία και πνευματική ευρύτητα• πόσο συχνά πλειοδοτούν σε φθόνο, αντιπαλότητα, μικροψυχία. Προς τι, λοιπόν, η εμμονή στον κοινό τόπο που θέλει τον συγγραφέα να είναι ο μόνος ικανός να «κατανοήσει», να «διεισδύσει» στο λογοτεχνικό σύμπαν του ομολόγου του, με μόνο εφόδιο μιαν εξ αποκαλύψεως γνώση, μιαν απροσδιόριστης γενεαλογίας «κατοχή» των μυστικών αυτού του κόσμου; Τα μυστικά δεν είναι δα και τόσο μυστικά• όσο για την κατανόηση, δεν τη διασφαλίζει η συγγένεια. Ιστορίες τόσων και τόσων καλών οικογενειών μάς το επιβεβαιώνουν.
Χάρης Βλαβιανός
Χρήστος Χρυσόπουλος