Η Μαρία Πας Γκερέρο (María Paz Guerrero) γεννήθηκε στην Μπογκοτά της Κολομβίας. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές κι ένα δοκίμιο κι έχει συμμετάσχει σε ποιητικές ανθολογίες. Η ποιητική συλλογή «Γλώσσα ρόδινη έξω – Γάτα τυφλή» είναι το πρώτο βιβλίο της που κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε μετάφραση του Αθανάσιου Βαβλίδα. Με αφορμή την κυκλοφορία της από τις εκδόσεις Βακχικόν, η ποιήτρια μιλά μαζί μας για την ποίηση που «δίνει στον κόσμο τη δυνατότητα να διαισθανθεί, να φανταστεί και να συναισθανθεί ταυτόχρονα».
Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου
Η ποιητική σας συλλογή Γλώσσα ρόδινη έξω – Γάτα τυφλή κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδ. Βακχικόν. Είναι το πρώτο σας βιβλίο που κυκλοφορεί στα ελληνικά. Πώς νιώθετε γι' αυτό;
Η Ελλάδα συνδέεται με τις απαρχές της ποίησης και το γεγονός ότι το βιβλίο μου έφτασε εκεί χάρη στις εκδόσεις Βακχικόν και την σχολαστική δουλειά του μεταφραστή Αθανάσιου Βαβλίδα είναι μια μοναδική ευκαιρία για ένα «άνοιγμα» της ποίησής μου. Επιπλέον, οι εκδόσεις έδειξαν ενδιαφέρον για ένα βιβλίο πειραματικής ποίησης που είναι γεμάτο με αναφορές στη λαϊκή κουλτούρα της Κολομβίας και της Λατινικής Αμερικής.
Τι είδους ποίηση θα συναντήσουν οι αναγνώστες στις σελίδες της συλλογής;
Αυτό το βιβλίο έχει συλληφθεί ως ένα ενιαίο ποίημα και έχει δύο μέρη: στο πρώτο μέρος υπάρχουν εικόνες μιας τυφλής γάτας και ενός άρρωστου σώματος που τα κύτταρα του πολλαπλασιάζονται ασταμάτητα. Στο δεύτερο μέρος, με τίτλο «άπνοια» υπάρχει ένα πολύ εύθραυστο σώμα, που τα πόδια του είναι έτοιμα να καταρρεύσουν. Το ποίημα εξελίσσεται μέχρι που τελικά καταρρέουν. Εδώ εμφανίζονται –αλλά εν κρυπτώ– η τυφλή γάτα και άλλοι χαρακτήρες από το πρώτο μέρος, όπως, για παράδειγμα, ένας παπαγάλος.
Τα ποιήματα είναι αποσπασματικά και χαρακτηρίζονται από χρήση παρηχήσεων και σπασμένης σύνταξης. Η συνθετική λογική αυτού του ποιητικού βιβλίου είναι αυτή της διάδοσης, δηλαδή οι εικόνες επαναλαμβάνονται καθώς η ασθένεια εξαπλώνεται στο σώμα.
Η γάτα «διασχίζει» τη συλλογή. Ποιος είναι ο ρόλος, ο συμβολισμός της;
Η ποιητική φωνή μιλάει στον αφηγητή σε όλο το βιβλίο. «Σκέψου το», «αυτό συμβαίνει έτσι» γιατί η γάτα είναι τυφλή και η ποιητική φωνή θέλει να τη συντροφεύει, να πλησιάσει όσο πιο κοντά γίνεται στη μοναδική της ζωή. Όταν το ζώο περπατάει, κολλάει στα πράγματα γύρω της. Έτσι ο αφηγητής φαντάζεται έναν κόσμο χωρίς ύλη όπου θα μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα. Η γάτα τρέφεται από ένα χέρι που της δίνει ψιλοκομμένα κομμάτια κρέατος. Αυτό της δημιουργεί κουφάλες –πέρα από το ότι δεν βουρτσίζει τα δόντια της– οπότε πρέπει να πάει στον οδοντίατρο. Τα δόντια της γάτας γίνονται καρύδια. Και το ζώο μεταλλάσσεται σε κορίτσι.
Όταν αυτή η τυφλή γάτα κινείται στο κενό, χτυπά πάνω στα πράγματα, ενώ δέχεται τροφή και χάδια από ένα χέρι: υπάρχουν χτυπήματα αλλά και στοργή. Μόλις καταμέτρησα τις εικόνες του ζώου που εμφανίζεται διάσπαρτα στο βιβλίο-ποίημα, λες και το σώμα του μπορεί να μπαινοβγαίνει κρυφά στο κείμενο.
Χρησιμοποιείτε αρκετά στίχους τραγουδιών στην ποίησή σας. Γιατί αυτό;
Όταν έγραφα, άκουγα ακριβώς τα τραγούδια που παρουσίασα μετά σε όλο το βιβλίο. Ενώ έφτιαχνα τις εικόνες γύρω από το σώμα της τυφλής γάτας και του άρρωστου σώματος, η μουσική άρχισε να μπαίνει στη γραφή: μετά εισήγαγα μέρη των στίχων και των ονομάτων που άρχισαν να διακόπτουν τον ποιητικό λόγο. Ήθελα να απορροφήσω τη δύναμη της φωνής των Héctor Lavoe και Simón Díaz. Σαν να γινόταν η γλώσσα της ποίησης μια συνέχεια στον τόνο της φωνής των μουσικών. Με τον ίδιο τρόπο που η ποιητική φωνή ήθελε να χαϊδέψει την τυφλή γάτα, η γλώσσα που διαμόρφωσα ήθελε να απλώσει το χέρι για να αγγίξει τη δόνηση της μουσικότητας αυτών των τραγουδιών. Ήταν ένα απτικό ενδιαφέρον. Έτσι, οι αναγνώστες θα βρουν μια ποίηση που είναι πάνω από απ’ όλα ηχητική.
Η γλώσσα ενεργοποιείται από ηχητικούς συσχετισμούς. Αυτό με οδήγησε να δημιουργήσω μια δομή όπου κυριαρχούν οι αντηχήσεις και όχι η διάταξη του νοήματος.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με λέξεις που στα ισπανικά έχουν σκληρούς ήχους, επίσης με λέξεις της καθομιλουμένης, που προέρχονται δηλαδή από την καθημερινή ομιλία. Η γλώσσα ενεργοποιείται από ηχητικούς συσχετισμούς. Αυτό με οδήγησε να δημιουργήσω μια δομή όπου κυριαρχούν οι αντηχήσεις και όχι η διάταξη του νοήματος.
Στους στίχους σας εμφανίζεται ένας αφηγητής που μιλάει συχνά ως «εμείς». Γιατί;
Ένα από τα στοιχεία που διαμορφώνουν τη μη γραμμικότητα του βιβλίου είναι ακριβώς η αφήγηση, αφού ο ποιητικός αφηγητής μεταλλάσσεται όχι μόνο από το ένα ποίημα στο επόμενο αλλά και από τον έναν στίχο στον άλλο. Το δημιούργησα με αυτόν τον τρόπο γιατί με ενδιέφερε ο αφηγητής να απευθυνθεί στη γάτα και να εμποτιστεί τόσο από το ζώο που να καταλήξει να γίνει γάτα. Και ακόμη περισσότερο σε μία «εμείς-γάτα» που να εμπεριέχει τον ίδιο, αλλά και τον κόσμο. Με ενδιέφερε να υπάρξει μια διολίσθηση ανάμεσα σε αυτόν τον αφηγητή που απευθύνεται στη γάτα και, με αυτόν τον τρόπο, θέτει έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό μεταξύ του εαυτού του και του ζώου, προς ένα «εμείς» που γίνεται ο κόσμος της γάτας και με το να είναι μαζί της και πάνω απ’ όλα αγαπώντας την, να μεταμορφωθεί.
Μια άλλη από τις χρήσεις που έδωσα στο «εμείς» έχει να κάνει με μια ασάφεια σε σχέση με το πρώτο πρόσωπο αφού, ουσιαστικά, σκοπεύει να αποπροσωποποιήσει το «εγώ» που θα μπορούσε να εντοπίζεται σε μία μειωμένη υποκειμενικότητα. Ταυτόχρονα, με αυτό το «εμείς» θα θέλαμε, ουσιαστικά, να μιλάμε για μια κοινότητα ή μια γενιά που διατρέχεται από τα νοήματα που επιβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός και ο εθισμός στην τεχνολογία. Έτσι, το «εμείς» είναι ένας εαυτός που αποσπάται από τον εαυτό του, αλλά, ταυτόχρονα, είναι μια προσπάθεια σύλληψης των συναισθηματικών δυνάμεων που διασχίζουν τα σώματα του παρόντος.
Πώς γεννιέται (για εσάς) το ποίημα; Και η σχέση της ποιήτριας με τον αναγνώστη; Πώς λειτουργεί για εσάς;
Για μένα το ποίημα γεννιέται από δύο στοιχεία, το πρώτο έχει να κάνει με την εμμονή σε μια εικόνα που, στην προκειμένη περίπτωση, είναι αυτή της τυφλής γάτας. Αλλά αυτό δεν αρκεί γιατί το δεύτερο στοιχείο είναι το γλωσσικό έργο. Αυτό σημαίνει την ανάγκη μου να εξερευνήσω τους ρυθμούς, έναν τρόπο διαμόρφωσης της χωρικότητας της σελίδας και επίσης να αναρωτηθώ για τη μορφή του στίχου και τον τρόπο που θέλω οι εικόνες να σχετίζονται μεταξύ τους. Όταν έχω αυτά τα δύο στοιχεία, την εικόνα και το γλωσσικό έργο, αναπτύσσω μια γραφή που πηγαίνει προς αυτή την κατεύθυνση.
Για μένα το ποίημα γεννιέται από δύο στοιχεία, το πρώτο έχει να κάνει με την εμμονή σε μια εικόνα που, στην προκειμένη περίπτωση, είναι αυτή της τυφλής γάτας. [...] το δεύτερο στοιχείο είναι το γλωσσικό έργο. Αυτό σημαίνει την ανάγκη μου να εξερευνήσω τους ρυθμούς, έναν τρόπο διαμόρφωσης της χωρικότητας της σελίδας και επίσης να αναρωτηθώ για τη μορφή του στίχου και τον τρόπο που θέλω οι εικόνες να σχετίζονται μεταξύ τους.
Η δημιουργία του ποιήματος σταματά όταν βρει τη μορφή του. Στη συνέχεια μπορεί να παραδοθεί στον αναγνώστη. Αυτό που λαμβάνει ο αναγνώστης είναι ένα σύνθετο κειμενικό αντικείμενο γιατί αποτελεί την καθήλωση μιας διαδικασίας –τη διαδικασία της αναζήτησης της μορφής– που φιλοδοξεί να παραμείνει ζωντανή.
Τι είναι η ποίηση για τη Μαρία και τι πιστεύει η Μαρία ότι η ποίηση είναι για τον κόσμο;
Η ποίηση για μένα είναι η μορφή λόγου που μου επιτρέπει να σκέφτομαι τη ζωή. Η γλώσσα μου επιτρέπει να συλλάβω τα ζητήματα της ζωής λαμβάνοντας υπόψη διαστάσεις που φιλοξενούν αισθήσεις και εμπειρίες οι οποίες χρειάζονται αυτόν ακριβώς τον τρόπο για να ειπωθούν.
Πιστεύω ότι η ποίηση είναι ένα κειμενικό αντικείμενο που δίνει στον κόσμο τη δυνατότητα να διαισθανθεί, να φανταστεί και να συναισθανθεί ταυτόχρονα. Είναι μια συσκευή εύπλαστης σκέψης.