Σε συνέντευξή της στο Orion Magazine, η Σάρλοτ ΜακΚόναχι [Charlotte McConaghy] μίλησε για το μυθιστόρημά της «Κάποτε υπήρχαν λύκοι», που κυκλοφόρησε προσφάτως στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Κλαίρης Παπαμιχαήλ - Λαϊνά.
Επιμέλεια: Book Press
Σε συνέντευξή της στο Orion Magazine, η Σάρλοτ ΜακΚόναχι μίλησε για το μυθιστόρημά της Κάποτε υπήρχαν λύκοι (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ – Λαϊνά).
Πρωταγωνίστρια του βιβλίου, η Ίντι Φλιν, μια οικολόγος επιστήμονας που επισκέπτεται τη Σκωτία με την αποστολή να επανεντάξει δεκατέσσερις γκρίζους λύκους στο φυσικό τους περιβάλλον. Η Ίντι έχει μια σπάνια πάθηση, την αποκαλούμενη ειδωλο-απτική συναισθησία, αισθάνεται, δηλαδή, τα ερεθίσματα που δέχονται οι άνθρωποι και τα ζώα που βρίσκονται κοντά της. Μόλις κάποιος άνθρωπος δίπλα της χτυπήσει, η Ίντι νιώθει τον πόνο του, πιθανώς εξαιτίας κάποιας νευρολογικής ιδιαιτερότητας.
Όταν ένας αγρότης εντοπίζεται νεκρός, και η τοπική κοινωνία αρχίζει να παρεμβαίνει στη δουλειά των βιολόγων, κατηγορώντας τους λύκους για τη δολοφονία του, η Ίντι θα προσπαθήσει να εξακριβώσει τις συνθήκες του θανάτου του και να προστατέψει τα ζώα που αγαπά.
Στη συνέντευξη, η ΜακΚόναχι μίλησε για το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματός της:
«Πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει να κάνει με την ενσυναίσθηση, τη δύναμη και την απουσία της. Ο τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούμε με το περιβάλλον μας, αλλά και με τους συνανθρώπους μας, έχει να κάνει με τον βαθμό που αποδεχόμαστε την ικανότητά μας να συμπάσχουμε. Η Ίντι είναι ένα άτομο που γεννήθηκε με μια έμφυτη ενσυναίσθηση, τόσο μεγάλη που θα μπορούσε να αποδειχτεί επικίνδυνη για την ίδια. Μέσα στα χρόνια, έχοντας δει το κακό που κάνουν οι άνθρωποι τόσο στον φυσικό κόσμο όσο κι ο ένας στον άλλον, έχασε την ενσυναίσθησή της. Δεν σκέφτεται πλέον τους καλούς ανθρώπους, έχει χάση την πίστη της.
»Πρόκειται, λοιπόν, για μια ιστορία με θέμα την εκ νέου ανακάλυψη της ενσυναίσθησης, της συμπόνιας και της τρυφερότητας, που έχουν μια δύναμη θεραπευτική, και νομίζω πως όλοι συμφωνούμε όσον αφορά σε αυτό. Βρίσκοντας το θάρρος να συμπάσχουμε με τον κόσμο που μας είναι άγνωστος -την άγρια ζωή και τα πλάσματα που ζουν μακριά μας-, θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή».
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στη Σκωτία, μια χώρα στην οποία εφαρμόζονται συχνά δράσεις επανένταξης άγριων ζώων στη φύση. Απ’ όλα τα είδη που επιστρέφουν στο φυσικό τους περιβάλλον, η ΜακΚόναχι αποφάσισε να γράψει για τους λύκους, εξηγώντας την επιλογή της στο Orion Magazine:
«Οι λύκοι είναι συναρπαστικά πλάσματα. Ως αρπακτικά που βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, επηρεάζουν κάθε είδος που βρίσκεται πιο χαμηλά, κάθε στοιχείο του περιβάλλοντός τους. Εφόσον κυνηγούν τα φυτοφάγα που αφθονούν, επιτρέπουν στα φυτά και στη βλάστηση να αναπτυχθούν, ενθαρρύνοντας την επιστροφή άλλων ειδών ζώων και εντόμων, κάτι που επηρεάζει, με τη σειρά του, τους υδροφόρους ορίζοντες. Γι’ αυτό λέμε πως οι λύκοι μπορούν να επηρεάσουν την πορεία ενός ποταμού ή τη βλάστηση ενός δάσους. Είναι, επίσης, πλάσματα που διχάζουν τους ανθρώπους. Φαίνεται πως εμπνέουν είτε φόβο και μίσος είτε παθιασμένη αγάπη, κι αυτή η μεγάλη αντίθεση με συναρπάζει».