Σε συνέντευξή του στο The Believer, ο Κολμ Τόιμπιν [Colm Tóibín] μίλησε για το μυθιστόρημά του «Ο μάγος», που κυκλοφόρησε προσφάτως στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου.
Επιμέλεια: Book Press
Σε συνέντευξή του στο The Believer, ο Κολμ Τόιμπιν μίλησε για το μυθιστόρημά του Ο μάγος, που κυκλοφόρησε προσφάτως στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου.
Το μυθιστόρημα αφηγείται τη ζωή του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφέα Τόμας Μαν, ο οποίος, σύμφωνα με τον Τόιμπιν, ήταν ένας αντιφατικός χαρακτήρας:
«Μπορείς να γράψεις ένα μυθιστόρημα για ένα δημόσιο πρόσωπο μόνο αν είσαι σε θέση να ξεχωρίσεις τις μάσκες που φορά από τον πραγματικό του εαυτό, που ακόμα κι αυτός, ως ένα σημείο, είναι κίβδηλος, θα έλεγα. Ο Μαν, λοιπόν, παρίστανε τον λόγιο που είχε διαποτιστεί από τα ιδεώδη του γερμανικού πολιτισμού. Αυτό ίσχυε όσον αφορά στη μουσική, αλλά είχε αρκετά κενά όσον αφορά στη φιλοσοφία - στην πραγματικότητα, ήταν απλώς ένας μυθιστοριογράφος. Η πίστη του στα δημοκρατικά ιδεώδη, όπως φαίνεται και στους Στοχασμούς ενός απολιτικού, δεν ήταν στην πραγματικότητα ακλόνητη. Μόλις το 1923 ή το 1924, επηρεασμένος από τη γυναίκα του, θαρρώ, και από τις εξελίξεις, έγινε πραγματικός δημοκράτης και αργότερα τάχθηκε κατά του φασισμού. Άλλαζε συνεχώς θέσεις. Όταν έφτασε στην Αμερική, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, θεωρούνταν μεγάλη προσωπικότητα, ένας παθιασμένος δημοκράτης. Ως έναν βαθμό, προσποιούταν. Επίσης, εφόσον ήταν παντρεμένος με έξι παιδιά, θεωρούταν ως ένας από τους στυλοβάτες της κοινωνίας. Όμως, τα πράγματα δεν ήταν όπως φαίνονταν. Δεν ήταν απλώς μπερδεμένος όσον αφορά τη σεξουαλικότητά του, ήταν ξεκάθαρο πως ένιωθε έλξη προς τους νεαρούς άντρες. Τον κατέτρυχε όπου κι αν πήγαινε. Φαίνεται στα ημερολόγιά του. […]
»Όπως πολλοί άνθρωποι στη Γερμανία του 1915, έτσι κι ο Μαν επηρεάστηκε από το πατριωτικό κλίμα της εποχής. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη με τον αδερφό του, τον Χάινριχ. Όταν ξεκίνησα να γράφω, συνειδητοποίησα πως η ιστορία του βιβλίου θα ήταν εξαιρετικά περίπλοκη, καθώς επρόκειτο για το ταξίδι ενός πολύ αβέβαιου ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που ίσως να μην φανεί ‘’καλός’’ όταν τελειώσει το μυθιστόρημα, να μην θεωρηθεί ως ηρωική φιγούρα, καθώς δεν ήταν κάποιος με τον οποίο οι αναγνώστες μπορούν να ταυτιστούν με ευκολία. Θέλησα ο Μαν να είναι ένα φάντασμα που παρατηρεί τη ζωή του. Στο μυθιστόρημα, οι υπόλοιποι άνθρωποι κάνουν φασαρία. Ο ίδιο ο Μαν μετά βίας μιλά. Πάντα παρακολουθεί, μόλις μπαίνει σε ένα δωμάτιο. Παραμένει σιωπηλός. Θέλησα να του δώσω μικρότερο ρόλο στο βιβλίο, να είναι ο λιγότερο εντυπωσιακός άνθρωπος. Τα παρατσούκλι ‘’Μάγος’’ είναι κάπως ειρωνικό, καθώς ήταν ένας αρκετά βαρετός άνθρωπος, όπως άλλωστε φαίνεται και στο μυθιστόρημα, ο οποίος ενίοτε χτυπούσε φλέβα χρυσού».
Το μυθιστόρημα, μεταξύ άλλων, εστιάζει στην οικογενειακή ζωή του συγγραφέα. Ο Μαν ήταν παντρεμένος με την Κάτια Πρινγκσχάιμ, μια γυναίκα εξαιρετικά δυναμική, με την οποία απέκτησε έξι παιδιά. Ένας από τους γιούς τους ήταν ο συγγραφέας Κλάους Μαν, ευρέως γνωστός για το μυθιστόρημά του Μεφίστο (εκδ. Έρμα, μτφρ. Σοφία Αυγερινού). Όπως αποκάλυψε ο Τόιμπιν, η σχέση του Τόμας Μαν με τα παιδιά του δεν ήταν πάντα αρμονική:
«Ο Τόμας Μαν θεωρούσε πως ο Κλάους δεν ήταν αρκετά σοβαρός εφόσον δεν είχε σταθερή δουλειά. Θεωρούσε πως δεν ήταν αρκετά αφοσιωμένος. Ήξερε πού θα οδηγούσε αυτή η κατάσταση: ένας νεαρός συγγραφέας που ενδιαφερόταν περισσότερο να παίρνει ναρκωτικά, να βρίσκει εραστές, να ταξιδεύει σ’ όλο τον κόσμο, παρά να κλείνεται στο γραφείο του κάθε μέρα - δεν θα είχε καλό τέλος όλο αυτό. Και το γεγονός ότι ο Κλάους ήταν τόσο ισχυρογνώμων μερικές φορές, ενώ είχε καταφέρει τόσα λίγα, τον εξόργιζε. Στο μυθιστόρημά του Μεφίστο, ο Κλάους χρησιμοποίησε αρκετά στοιχεία του χαρακτήρα του πατέρα του για να δημιουργήσει τη φιγούρα του Φάουστ. Ο Τόμας Μαν μάλλον θα ταρακουνήθηκε μόλις το διάβασε. Συχνά επέκρινε τον γιό του. Για την ακρίβεια, πολεμούσε και τους τρεις γιους του, τον Κλάους, τον Γκόλο και τον Μίκαελ, οι δύο πρώτοι εκ των οποίων αυτοκτόνησαν. Και ο Γκόλο δεν άρχισε να εργάζεται κανονικά ως ιστορικός παρά μόνο μετά από τον θάνατο του πατέρα του, το 1955. Έγινε μια πολύ δυναμική φιγούρα, αλλά μέχρι τότε, παρέμενε αδρανής. Και το γεγονός ότι δυο από τους γιους του, ο Κλάους και ο Γκόλο, ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλοι θα έκανε τον Μαν να αισθάνεται άβολα, να ζηλεύει. Με όλα αυτά να συμβαίνουν, χρειαζόμουν έναν χαρακτήρα που να ξεχωρίζει. […] Έτσι, η Κάτια [η σύζυγος του Τόμας Μαν] ξεπρόβαλλε, ως ένα άτομο που δεν εμπλεκόταν στις διαμάχες, και ταυτοχρόνως ως μια γυναίκα που ήταν κάτι παραπάνω από απλή μητέρα, απλή σύζυγος. Αν την περιόριζα σε αυτούς τους ρόλους, τότε θα έχανα το παιχνίδι. Έπρεπε, μέσα από το μυθιστόρημα, να αναδειχθεί η σπάνια ευφυΐα της. Έπρεπε να εξερευνήσω το παρελθόν της - ήταν μια Εβραία που είχε ενσωματωθεί στη γερμανική κοινωνία, μια εύπορη, μοναχική, αντισυμβατική γυναίκα από το Μόναχο, μια από τις πρώτες γυναίκες που σπούδασαν στα γερμανικά πανεπιστήμια και της οποίας ο πατέρας ήταν επιστήμονας, ενώ η οικογένειά της διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Βάγκνερ και τον Μάλερ και η γιαγιά της ήταν μια σημαντική φεμινίστρια».