Κατά την επίσκεψή του στη χώρα μας, ο Σέχαν Καρουνατίλακα [Shehan Karunatilaka], συγγραφέας από τη Σρι Λάνκα, μας μίλησε για το μυθιστόρημά του «Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα», που τιμήθηκε με το Βραβείο Μπούκερ και κυκλοφορεί στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Ρένας Χατχούτ. Η φωτογραφία τραβήχτηκε με μια Nikon, που, όπως μας υπενθύμισε ο ίδιος ο συγγραφέας, είναι η αγαπημένη κάμερα του πρωταγωνιστή του.
Συνέντευξη στον Σόλωνα Παπαγεωργίου
Ο Σέχαν Καρουνατίλακα τιμήθηκε με το Βραβείο Μπούκερ το 2022, για το πρωτότυπο μυθιστόρημά του Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα (εκδ. Gutenberg, μτφρ. Ρένα Χατχούτ). Το βιβλίο παρουσιάζει μια ιστορία μυστηρίου με πρωταγωνιστή… ένα φάντασμα, που προσπαθεί να εξιχνιάσει τη δολοφονία του στη Σρι Λάνκα του 1990, όπου μαίνεται εμφύλιος πόλεμος.
Συζητήσαμε μαζί του για το μυθιστόρημά του, για τις πληγές που παραμένουν ανοιχτές μετά από κάθε εμφύλιο, για τη σημερινή κατάσταση στη Σρι Λάνκα, καθώς και για το θέμα που απασχολεί τους Έλληνες αναγνώστες και συγγραφείς τον τελευταίο καιρό: τη μετάφραση και την πορεία των λογοτεχνικών έργων πέρα από τα σύνορα της χώρας των δημιουργών τους.
Το μυθιστόρημά σας συνδυάζει στοιχεία από το είδος της λογοτεχνίας του φανταστικού με στοιχεία από την αστυνομική λογοτεχνία, και διαδραματίζεται στην περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου της Σρι Λάνκα. Ο πρωταγωνιστής σας είναι βασισμένος σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, στον ακτιβιστή Ρίτσαρντ ντε Σόισα. Γιατί επιλέξατε αυτή τη συγκεκριμένη φιγούρα;
Όταν άρχισα το βιβλίο μου, ήθελα να γράψω μια ιστορία φαντασμάτων. Το θέμα του πρώτου μου βιβλίου ήταν το κρίκετ, ο αθλητισμός, οπότε θέλησα να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό. Σκαρφίστηκα την ιστορία τις χρονιές 2012-2013, λίγο καιρό μετά από το τέλος του Εμφυλίου, που διήρκησε σχεδόν τριάντα χρόνια. Πολλοί άνθρωποι επέστρεψαν στη χώρα τότε, και πιστεύαμε πως θα ξεκινούσε η ανοικοδόμησή της. Όμως, σύντομα αρχίσαμε να διαφωνούμε μεταξύ μας. Πώς τελείωσε ο πόλεμος; Πόσοι σκοτώθηκαν; Στον Εμφύλιο, πολλοί άνθρωποι, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, εξαφανίστηκαν. Κάποια πτώματα βρέθηκαν, κάποια άλλα δεν βρέθηκαν ποτέ. Οπότε σκέφτηκα πως κανονικά θα έπρεπε να μιλήσουν οι ίδιοι οι νεκροί, για να δώσουν τη λύση.
Δεν ήμουν αρκετά γενναίος για να γράψω για το 2009, το έτος που τελείωσε ο πόλεμος. Ακόμα και σήμερα, δεν θα το τολμούσα, είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Οπότε αποφάσισα να μιλήσω για τη δεκαετία του ’80. Η υπόθεση του Ρίτσαρντ ντε Σόισα ήταν η πιο διαβόητη. Ο Σόισα έλεγε τις ειδήσεις στην τηλεόραση, ασχολούταν με το θέατρο, ήταν ποιητής, είχε πρωταγωνιστήσει σε κάποιες ταινίες, ήταν ακτιβιστής. Μιλούσε αγγλικά και ήταν μέλος της μεσαίας τάξης, όπως εγώ, όπως ο Μάαλι Αλμέιντα. Όταν πέθανε, όλοι στο Κολόμπο συγκλονίστηκαν, γιατί μέχρι τότε συνήθως σκοτώνονταν άτομα που μιλούσαν σινχαλεζικά ή ταμίλ, κάπου μακριά από την πρωτεύουσα, κι εμείς δεν μαθαίναμε ούτε τα ονόματά τους. Όταν σκότωσαν τον Σόισα, ένα δημόσιο πρόσωπο, καταλάβαμε πως ο καθένας μας θα αποτελούσε πιθανό στόχο, αν δεν κρατούσε το στόμα του κλειστό.
Τον Σόισα τον έσυραν έξω από το σπίτι του, μπροστά στα μάτια της μητέρας του, μέσα στη νύχτα. Την επόμενη ημέρα βρήκαν το πτώμα του. Πολλές οι υποψίες, αλλά κανείς δεν καταδικάστηκε.
Ο Μάαλι, βέβαια, είναι ένας διαφορετικός χαρακτήρας, είναι πολεμικός ανταποκριτής. Έχω μιλήσει με αρκετά άτομα που γνώριζαν τον Σόισα, και μου έχουν πει πως δεν του μοιάζει καθόλου. Τα μέλη της γενιάς του Σόισα ήταν ιδεαλιστές, ήθελαν να πολεμήσουν για την πατρίδα. Τα μέλη της δικής μου γενιάς, της γενιάς Χ, ήθελαν να τελειώσει ο πόλεμος. Ο Μάαλι είναι κυνικός, μηδενιστής και άθεος, αλλά ταυτοχρόνως, διακατέχεται από έναν ιδεαλισμό, θέλει να τραβήξει φωτογραφίες για να δείξει σε όλους όσα συνέβησαν.
Οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι βασισμένοι σε υπαρκτά πρόσωπα. Η δρ. Ράνι Σριντάραν, επί παραδείγματι, είναι βασισμένη στη Ράτζανι Θιραναγκάμα, λέκτορα που μελετούσε τις υποθέσεις των δολοφονιών, και που εντέλει, δολοφονήθηκε από τους Τίγρεις.
Αρχικά, το μυθιστόρημά σας κυκλοφόρησε στη Σρι Λάνκα με τον τίτλο Chats with the dead, και ύστερα ξαναγράψατε το βιβλίο για το αναγνωστικό κοινό της Δύσης, προκείμενου να εκδοθεί από τον βρετανικό εκδοτικό οίκο Sort of Books. Κάνατε πολλές αλλαγές καθώς ετοιμάζατε τη δεύτερη εκδοχή; Οι αναφορές στην ποπ κουλτούρα, στον Έλβις και στις αμερικανικές τηλεοπτικές σειρές, υπήρχαν στο αρχικό έργο;
Το 2020, τελείωσα το Chats with the dead και, μιας και το προηγούμενο βιβλίο μου είχε σημειώσει επιτυχία στην Ινδία, παρουσιάστηκαν εκδότες που ενδιαφέρθηκαν για αυτό. Μετά ακολούθησε η πανδημία και δεν μπορούσαμε να βρούμε εκδότη εκτός συνόρων. Ο λογοτεχνικός πράκτοράς μου προσπάθησε σκληρά, όμως ακούγαμε συνεχώς πως ήταν δύσκολο να συμβεί κάτι τέτοιο, καθώς οι δυτικοί αναγνώστες θα δυσκολεύονταν να κατανοήσουν την πολιτική κατάσταση της χώρας μου, αλλά και τη θεματική της μεταθανάτιας ζωής. Ο ινδικός πολιτισμός έχει πολλά κοινά με τον πολιτισμό της Σρι Λάνκα - οι Ινδοί μπορούν εύκολα να δεχτούν τα στοιχεία της μετενσάρκωσης, των θεοτήτων, των δαιμόνων και πάει λέγοντας.
Οπότε, πρότεινα το βιβλίο στους Sort of Books, που ασχολούνταν κυρίως με ταξιδιωτικούς και άλλους οδηγούς. Παλαιότερα, είχα γράψει κάποια ταξιδιωτικά κείμενα για τον εκδοτικό, και είχα κρατήσει επαφή μαζί τους, τους έστελνα διηγήματά μου. Μου απάντησαν πως το έργο είχε δυνατότητες να εκδοθεί, αλλά χρειαζόταν περισσότερη επιμέλεια. Για αρχή, προσθέσαμε ένα σημείωμα που εξηγεί τις διαφορετικές πλευρές του Εμφυλίου. Επίσης, απλοποιήσαμε τα φαντάσματα. Στο αρχικό βιβλίο, κάθε φάντασμα είχε είκοσι διαφορετικές ικανότητες, μπορούσε να ελέγξει τη θερμοκρασία, τα έντομα και τα λοιπά. Αποφασίσαμε να κρατήσαμε μόνο τους τρεις απλούς κανόνες με τους οποίους κινούνται: τα φαντάσματα μπορούν να μεταφερθούν σε έναν χώρο μόνο αν τα φυσήξει ως εκεί ο άνεμος, αν κάποιος προφέρει το όνομά τους, ή αν βρίσκεται εκεί το σώμα τους. Υπήρχε, επίσης, μια σκηνή που έφτανε σε έκταση τις είκοσι σελίδες, στην οποία οι κακοί ταΐζουν τα πτώματα σε γάτες, για να τα ξεφορτωθούν. Μου αρέσουν οι ταινίες τρόμου, όπως αποδεικνύεται. Όμως, η επιμελήτριά μου είπε: «Άκου, αυτές οι σελίδες θα αηδιάσουν τους αναγνώστες». Οπότε τις αφαιρέσαμε. [γελάει]
Οι αναφορές στα τραγούδια του Έλβις του Τζιμ Ριβς, των Boney M., των ABBA, υπήρχαν στην αρχική εκδοχή. Αυτά άκουγαν οι γονείς όσων μεγάλωσαν στη δεκαετία του ’70 και του ’80. Ο Τζιμ Ριβς, ειδικά, που δεν τον έχετε ακουστά εδώ, είναι εξαιρετικά δημοφιλής στη Σρι Λάνκα.
Το Chats with the dead ακόμα κυκλοφορεί και κάποιοι αναγνώστες το προτιμούν. Ένας κριτικός ισχυρίστηκε πως τα δυο βιβλία χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις αλλά αφηγούνται διαφορετικές ιστορίες. Προσωπικά, θεωρώ πως τα Εφτά φεγγάρια είναι το ανώτερο εκ των δύο έργων, χάρη στην εξαιρετική επιμέλεια που προηγήθηκε της έκδοσής του.
Το καλό βιβλίο δεν είναι αυτό που κερδίζει βραβεία, ή που μπαίνει στις λίστες με τα ευπώλητα. Είναι το βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί από αναγνώστες σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημά σας, το οποίο εκτυλίσσεται στη δεκαετία του ‘90, αναρωτιέται κανείς για τη σημερινή κατάσταση στη Σρι Λάνκα. Είναι ευκολότερο για ένα κουήρ άτομο, όπως ο ήρωάς σας, να ζήσει πλέον ελεύθερο και περήφανο στη χώρα σας; Τι απέγιναν όσοι πολέμησαν στον Εμφύλιο; Κάποιοι θα ζουν ακόμα, νικητές και ηττημένοι…
Δεν ξέρω αν το είδατε στην Ελλάδα, αλλά προσφάτως οργανώθηκαν πολλές διαδηλώσεις στη Σρι Λάνκα. Όλη η χώρα κατέβηκε στους δρόμους, ο πρόεδρος εγκατέλειψε το κράτος και οι διαδηλωτές εισέβαλαν στο σπίτι του και βούτηξαν στην πισίνα του. Και ταυτοχρόνως, διοργανώθηκε ένα Pride. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου κάτι τέτοιο. Ήξερα πως υπήρχαν κάποιες βραδιές για τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, σε μικρά μπαρ, αλλά κάτι τέτοιο δεν είχα ξαναδεί.
Τα άτομα της γενιάς μου δεν συμμετείχαμε σε διαδηλώσεις, γιατί φοβόμασταν μην βρούμε τον μπελά μας. Όσοι συμμετείχαν σε αυτές που συνέβησαν προσφάτως ήταν κυρίως εικοσάχρονοι και τριαντάχρονοι, άνδρες και γυναίκες, μουσουλμάνοι, Ταμίλ, Μπέργκερς: όλοι εναντιώθηκαν σε αυτή την προβληματική κυβέρνηση. Όταν είδα το Pride, σκέφτηκα πως ίσως υπάρχει μια ελπίδα για τη χώρα. Εν έτει 2023, στα αστικά κέντρα, αν κατάγεσαι από καλή οικογένεια, μπορείς να δηλώσεις πως είσαι ομοφυλόφιλος και δεν θα πάθεις κάτι. Όμως, οι νόμοι παραμένουν ίδιοι - είναι οι νόμοι που μας είχαν επιβάλλει οι Βρετανοί. Πιστεύω πως οι πολιτικοί φοβούνται πως θα χάσουν ψήφους αν κάνουν μεγάλες αλλαγές. Ίσως με τη νέα γενιά να βελτιωθούν τα πράγματα, αλλά έχουμε δρόμο μπροστά μας. Ας δούμε τι θα συμβεί στις επόμενες εκλογές... Επιτέλους, έχουμε έναν υποψήφιο που είναι κάτω από σαράντα ετών. Γιατί προς το παρόν, όσοι κάνουν κουμάντο είναι άνω των εβδομήντα.
Όσον αφορά σε αυτούς που πολέμησαν στον Εμφύλιο: όλοι ξέρουμε με ποιον τρόπο τελειώνουν οι πόλεμοι. Οι νικητές ξεφορτώθηκαν τους δημοσιογράφους, τα άτομα του Ερυθρού Σταυρού και της Διεθνούς Αμνηστίας, κατόπιν πήραν όπλα από την Κίνα και μέσα σε έξι μήνες, ο πόλεμος τέλειωσε. Οι αρχηγοί των Τίγρεων αφανίστηκαν, πολλά μέλη τους παραδόθηκαν και κάποιοι επανεντάχθηκαν στην κοινωνία, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Άλλοι εξαφανίστηκαν - μέχρι σήμερα, οι γονείς τους τούς αναζητούν, δείχνοντας φωτογραφίες τους, ρωτώντας. Κάποιοι Τίγρεις άλλαξαν πλευρά, έγιναν μέλη του στρατού και υπηρετούν ως σήμερα.
Το βιβλίο σας πραγματεύεται σύνθετα θέματα, και διανύουμε μια περίοδο που οι απόπειρες λογοκρισίας συνεχώς αυξάνονται. Ποιους πιστεύετε πως ενόχλησε περισσότερο το μυθιστόρημά σας; Υπήρξαν απόπειρες λογοκρισίας;
Στη Σρι Λάνκα πριν από λίγο καιρό αντιμετωπίσαμε μια οικονομική κρίση. Δεν είχαμε βενζίνη, δεν είχαμε υγραέριο για να μαγειρέψουμε. Όταν δεν έχεις καύσιμα, δεν σε απασχολούν τα βιβλία, οπότε δεν νομίζω πως τα Εφτά φεγγάρια διαβάστηκαν από πολλά άτομα στην αρχή. Κατόπιν, μόλις τιμήθηκα με το βραβείο, άρχισαν οι πανηγυρισμοί, σαν να είχε κερδίσει το πρωτάθλημα η εθνική μας ομάδα κρίκετ.
Μέχρι στιγμής, η υποδοχή είναι θετική, αλλά πάντα υπάρχουν και κάποια τρολ, μια πολύ μικρή μειονότητα που κατηγορεί, μέσω διαδικτύου, τους καλλιτέχνες πως παρουσιάζουν τη χώρα ως ένα νησί αγρίων που αλληλοσκοτώνονται, ως μια δυστοπία, για να βραβευτούν στη Δύση. Ήπια, επίσης, μια μπύρα με κάποιους συντηρητικούς διανοητές, που με κατηγόρησαν πως επέλεξα ένα κουήρ άτομο ως πρωταγωνιστή για να χαϊδέψω τα αυτιά του «woke» κινήματος. Όμως, ακόμα και οι πολέμιοί μου δεν μπορούν να αρνηθούν πως αυτά που γράφω πράγματι συνέβησαν. Και πως τα αληθινά γεγονότα είναι ακόμα πιο φρικτά από αυτά που αναφέρω στο βιβλίο μου.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, τα άτομα στη Σρι Λάνκα ένιωσαν υπερηφάνεια που ένας συμπατριώτης τους τιμήθηκε με το Βραβείο Μπούκερ. Αυτή την περίοδο, βέβαια, το βιβλίο αναμένεται να κυκλοφορήσει στα σινχαλέζικα και στα ταμίλ, οπότε ίσως χρειαστεί να εγκαταλείψω τη χώρα στο μέλλον. [γελάει]
Χωρίς να αποκαλύψω το τέλος του βιβλίου, ο Μάαλι, αφού ανακαλύψει την ταυτότητα του δολοφόνου του, πρέπει, για να περάσει στην απέναντι όχθη, να τον συγχωρέσει κιόλας. Στην Ελλάδα, συνέβη ένα εμφύλιος πόλεμος ο οποίος διήρκησε σχεδόν τρεισήμισι έτη, λιγότερο από τον δικό σας, αλλά είναι ένα θέμα που μας απασχολεί ως σήμερα, και συχνά οι αναφορές σε αυτόν πυροδοτούν έντονες συζητήσεις. Στην περίπτωση ενός εμφυλίου, τι απαιτείται για να επέλθει η «συγχώρεση»; Είναι εφικτή στην πραγματικότητα;
Δύσκολη ερώτηση. Μέχρι στιγμής, η μόνη «λύση» είναι να αγνοήσουμε το θέμα. Αυτό, όμως, είναι εφικτό μόνο για όσους βρίσκονται σε προνομιακή θέση. Αν δεν σε επηρέασε ο πόλεμος, μπορείς να ξεχάσεις και να προχωρήσεις. Όμως, αν είσαι θύμα ή επιζόντας, αν έχασες κάποιο παιδί ή φίλο, αν κάηκε το σπίτι σου και υποχρεώθηκες να μετακομίσεις στην Αυστραλία, στον Καναδά, ή στη Μεγάλη Βρετανία, ζητάς ακόμα εξηγήσεις.
Όλα ξεκίνησαν το 1983, όταν δεκατρείς Σινγκαλέζοι στρατιώτες δολοφονήθηκαν από τους Τίγρεις, και σε αντίποινα, ακολούθησε το κάψιμο των σπιτιών πολλών αθώων Ταμίλ. Έχουν διασωθεί τρεις ή τέσσερις φωτογραφίες από εκείνη την περίοδο, δεν υπάρχει κάποιο μνημείο, δεν ειπώθηκε καμία συγγνώμη. Κάθε Ιούλιο, στον ίντερνετ διαδίδονται αυτές οι τρεις χαρακτηριστικές φωτογραφίες. «Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ», γράφουν κάποιοι.
Δεν θεωρώ πως οι κάτοικοι της Σρι Λάνκα είναι στην πραγματικότητα ρατσιστές. Έχω ταξιδέψει και εργαστεί σε όλη τη χώρα, έχω δει τους Σινγκαλέζους να συζητούν με τους Ταμίλ, ο ένας στη γλώσσα του άλλου. Μόνο όταν πλησιάζουν οι εκλογές, προκύπτουν ξανά προβλήματα. Το 2019, μετά από εννιά χρόνια ειρήνης, ο ISIS ανατίναξε κάποιες εκκλησίες και άρχισαν να ξανακούγονται οι γνωστοί ισχυρισμοί: «Χρειαζόμαστε μια ισχυρή κυβέρνηση. Δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τις μειονότητες».
Σίγουρα δεν βοηθά το αφήγημα του «Σινγκαλέζου σωτήρα». Πολλοί Σινγκαλέζοι, όπως η γιαγιά μου, προστάτεψαν και έκρυψαν τους Ταμίλ. Κάποιοι άλλοι, όμως, τους δολοφόνησαν, και αυτό δεν ακούγεται από κανέναν, γιατί οι κάτοικοι της Σρι Λάνκα δεν νιώθουν άνετα με τη συγκεκριμένη εκδοχή.
Κάποιοι Σινγκαλέζοι ισχυρίζονται πως οι Αμερικανοί δεν επιτρέπεται να μας κουνούν το δάκτυλο για τα εγκλήματα πολέμου, καθώς και οι ίδιοι έκαναν φρικαλεότητες στο Ιράκ. Αυτή είναι μια στάση που δεν οδηγεί πουθενά, πρέπει να εξετάσουμε με νηφαλιότητα το θέμα για το δικό μας καλό. Ας το κάνουμε για εμάς τους ίδιους, ας μιλήσουμε για αυτό.
Στην Ελλάδα, εδώ και αρκετό καιρό, έχει ανοίξει μια συζήτηση για τη μετάφραση και την κυκλοφορία των έργων μας στο εξωτερικό. Στη Σρι Λάνκα, πώς έχουν τα πράγματα; Είναι πιο εύκολο να προσεγγίσετε αναγνώστες από άλλες χώρες, δεδομένου ότι γράφετε, τουλάχιστον κάποιοι από εσάς, στα αγγλικά;
Κι αυτό είναι ένα σύνθετο θέμα. Στη Σρι Λάνκα υπάρχουν συγγραφείς που γράφουν στα αγγλικά, στα σινχαλεζικά και στα ταμίλ, και τα βιβλία τους δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Υπάρχουν, δηλαδή, τρεις διαφορετικές λογοτεχνίες.
Οι συγγραφείς στα αστικά κέντρα συνήθως γράφουν στα αγγλικά. Εγώ γράφω στα αγγλικά, γιατί ναι μεν μπορώ να διαβάσω και να γράψω στα σινχαλεζικά, αλλά δεν είμαι αρκετά έμπειρος ώστε να δημιουργήσω ένα ολόκληρο μυθιστόρημα σε αυτή τη γλώσσα. Εδώ και δύο χρόνια μαθαίνω ταμίλ. Τα παιδιά μου μαθαίνουν και τις τρεις γλώσσες.
Αυτό τον καιρό, μετά από τη βράβευση με το Μπούκερ, προσπαθώ να προωθήσω τα σπουδαία έργα που γράφτηκαν στα σινχαλεζικά και στα ταμίλ. Στην πραγματικότητα, αν ένα βιβλίο είναι γραμμένο στα αγγλικά, είναι πιο πιθανό να εκδοθεί στην Ινδία και να λάβει βραβεία, και οι συγγραφείς που γράφουν στις άλλες γλώσσες δεν κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους για αυτό. Μόνο οι εκδότες μπορούν να λύσουν το πρόβλημα: πρέπει να έχουν το θάρρος να μεταφράζουν. Το έργο των μεταφραστών είναι σημαντικό και συνήθως δεν αναγνωρίζεται αρκετά. Η Ρένα [Χατχούτ] έκανε εξαιρετική δουλειά. Ανίχνευσε και κάποια λάθη. Μου τηλεφώνησε και μου είπε πως το φορτηγάκι που ήταν άσπρο στο πρώτο κεφάλαιο, έγινε ξαφνικά μαύρο στο όγδοο, και στο δέκατο ξανά άσπρο. [γελάει]
Ίσως οι αναγνώστες της Δύσης να μην θέλουν να διαβάσουν κι άλλες ιστορίες μυστηρίου που διαδραματίζονται στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι. Πιστεύω πως πλέον θέλουν να διαβάσουν και τις ιστορίες που εκτυλίσσονται στην Ελλάδα ή στη Σρι Λάνκα. Οι εκδότες πρέπει να στραφούν προς τις μεταφράσεις.