«Οι μεταλλάξεις» του Λουξεμβουργιανού συγγραφέα Φράνσις Κιρπς είναι επτά ιστορίες και ένα ποίημα, με αντίστοιχο πρότυπο και σημείο αναφοράς ένα κλασικό κείμενο – από την Κοκκινοσκουφίτσα μέχρι τη Βιρτζίνια Γουλφ. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου
Η συλλογή «Οι μεταλλάξεις - 7 ιστορίες & 1 ποίημα» έχουν βραβευτεί με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2020 και για πρώτη φορά κυκλοφορούν στα ελληνικά, σε μετάφραση της Χριστίνας - Παναγιώτας Γραμματικοπούλου, από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου, μιλήσαμε με τον Φράνσις Κιρπς.
Το βιβλίο σας «Οι μεταλλάξεις - 7 ιστορίες & 1 ποίημα» είναι πλέον διαθέσιμο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πώς νιώθετε που μπορείτε να επικοινωνήσετε αυτό το κομμάτι της δουλειάς σας στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό;
Εγώ, ο ίδιος, δεν μιλάω ελληνικά, οπότε αυτό είναι λίγο μαγικό: να επικοινωνώ πέρα από τα γλωσσικά σύνορα με ανθρώπους από την άλλη άκρη της Ευρώπης. Όταν έγραφα το βιβλίο, δεν θα ονειρευόμουν ποτέ μια τέτοια ευκαιρία και τώρα μεταφράζεται σε πέντε γλώσσες. Είναι μεγάλη τιμή που μεταφραστές, εκδότες και εικονογράφοι από άλλες χώρες πιστεύουν ότι το βιβλίο μου αξίζει να εργαστούν γι’ αυτό ώστε να είναι διαθέσιμο σε αναγνώστες των οποίων τη γλώσσα δεν μιλάω.
Πώς επιλέξατε τα κλασικά κείμενα που αποτέλεσαν τη βάση έμπνευσης για κάθε ιστορία που περιλαμβάνεται στο βιβλίο σας;
Όλα είναι κείμενα που σημαίνουν κάτι για μένα, με επηρέασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και τα περισσότερα από αυτά έχουν «μείνει» μαζί μου για αρκετό καιρό, από την εφηβεία μου. Όταν αποφάσισα να κάνω το έργο Μεταλλάξεις, δημιούργησα αρχικά μια δεξαμενή με πάνω από 20 κείμενα, όλα διηγήματα ή νουβέλες, από τα οποία 7 μπήκαν στις Μεταλλάξεις. Σε αυτή τη δεξαμενή βρίσκονταν μεταξύ άλλων η “Λυγεία” του Πόε, ο “Τριστάν” του Τόμας Μαν και το “Γκάρντεν πάρτι” της Κάθριν Μάνσφιλντ, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο, κυρίως λόγω έλλειψης χρόνου και περιορισμού χώρου στο βιβλίο δεν… μεταλλάχθηκαν. Μια ιστορία που παραλίγο να μπει στο βιβλίο ήταν το “Τούνελ” του Ντύρενματ, αλλά τελικά αποφάσισα να μην μπει, γιατί δεν ήμουν ικανοποιημένος με τη μετάλλαξή μου στο πρωτότυπο. Μια άλλη ιστορία, που είχε προγραμματιστεί και χοντρικά ολοκληρωθεί, βασίστηκε στο “Ο Οξαποδώ” (Le Horla) του Μωπασσάν, όπου είπα την ιστορία από την σκοπιά του Ορλά. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι ήταν λίγο υπερβολικά το ίδιο, αφού ήδη είχα αλλάξει οπτική γωνία με παρόμοιο τρόπο σε άλλες ιστορίες όπως οι “Η μετάλλαξη” και “Το σαλιγκάρι στον τοίχο”. Και η ιστορία “Το μοντέλο”, με τις πάνω από 100 σελίδες του κατανάλωσε τόσο πολύ χρόνο και χώρο που απλά δεν υπήρχε τρόπος να υπάρξουν περισσότερα κείμενα στο βιβλίο χωρίς να τελειώσει η προθεσμία. Το Ποίημα που βασίστηκε σε κείμενο της Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν και διασταυρώθηκε με τον Λάβκραφτ στο τέλος του βιβλίου ήταν μια προσθήκη της τελευταίας στιγμής, το βιβλίο υποτίθεται ότι θα περιείχε μόνο πεζά κομμάτια, αλλά ο εκδότης ήταν εντάξει με την ιδέα να υπάρχει ένα ποίημα που θα κλείσει το βιβλίο. Ένας σημαντικός περιορισμός ήταν ότι επέλεξα μόνο κείμενα σε μια από τις γλώσσες που μπορώ να καταλάβω (Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά), όχι πράγματα που διάβασα σε μετάφραση, γι' αυτό κάποιοι σημαντικοί συγγραφείς για μένα, όπως ο Γκαρσία Μάρκες ή ο Ντίνο Μπουτζάτι, έμειναν εκτός.
Ένας σημαντικός περιορισμός ήταν ότι επέλεξα μόνο κείμενα σε μια από τις γλώσσες που μπορώ να καταλάβω (Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά), όχι πράγματα που διάβασα σε μετάφραση, γι' αυτό κάποιοι σημαντικοί συγγραφείς για μένα, όπως ο Γκαρσία Μάρκες ή ο Ντίνο Μπουτζάτι, έμειναν εκτός.
Τι είδους «μεταλλάξεις» πρέπει να περιμένουν οι αναγνώστες;
Αντιμετώπισα κάθε κείμενο με διαφορετικό τρόπο και ο σκοπός είναι να αποτίσω φόρο τιμής στο κείμενο, όχι στην παρωδία, ακόμα κι αν υπάρχει πολύ χιούμορ και σάτιρα στο βιβλίο. Η Μεταμόρφωση του Κάφκα ξεκινά με έναν άνθρωπο που μεταμορφώνεται σε γιγάντιο έντομο, ενώ στη δική μου “Μετάλλαξη”, ένα έντομο μεταμορφώνεται σε “γιγάντιο θηλαστικό”, δηλαδή σε άνθρωπο, και πρέπει να το αντιμετωπίσει. Από εκεί, από αυτή την αφετηρία, η ιστορία μου συνεχίζει αναπτύσσοντας τη δική της αφήγηση, αρκετά διαφορετική από του Κάφκα. Όπως είπα, άλλαξα οπτική γωνία σε δυο από τα κείμενα. Μερικές φορές αλλάζω είδος, όπως το “Ανέκδοτο” του Κλάιστ, μια πολεμική ιστορία την οποία μετάλλαξα σε ιστορία επιστημονικής φαντασίας με ένα μικρό ειρηνικό μήνυμα.
Έχετε λάβει πολλά βραβεία -μεταξύ αυτών το EUPL 2020- και αρκετές διακρίσεις. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό;
Πετούσα αρκετά ψηλά για μια στιγμή, έχοντας λάβει πρώτα το EUPL και μετά ένα μήνα αργότερα το Prix Servais, την πιο σημαντική λογοτεχνική διάκριση στο Λουξεμβούργο, που σου δίνει μεγάλη προβολή, για μια φορά, ως συγγραφέα. Και τα δύο βραβεία έπεσαν στην περίοδο του lockdown, το οποίο ήταν λυπηρό από τη μία πλευρά, επειδή δεν υπήρχαν τελετές, ή ήταν πολύ περιορισμένες, ούτε αναγνώσεις. Από την άλλη πλευρά (την οικονομική πλευρά, δηλαδή), το χρηματικό έπαθλο βοήθησε πολύ κατά τη διάρκεια του lockdown, όπου έχασα πολλά από τα προγραμματισμένα κέρδη, λόγω των ακυρωμένων αναγνώσεων, των περιοδειών, των φεστιβάλ και της μείωσης των πωλήσεων. Άρα σε υλική κλίμακα με έσωσε ουσιαστικά από πιθανά οικονομικά προβλήματα.
Πότε ξεκινήσατε να γράφετε και πότε και πώς συνειδητοποιήσατε ότι η συγγραφή θα γινόταν μεγάλο κομμάτι της ζωής σας;
Δεν μπορώ να πω ημερομηνίες. Η συγγραφή ιστοριών, η δημιουργία πραγμάτων ήταν μέρος της ζωής μου από τότε που ήμουν παιδί. Ζωγράφιζα πολλές εικόνες, μέχρι που έμαθα να διαβάζω και να γράφω. Μετά προχώρησα στη δημιουργία κόμικς και εικονογραφημένων ιστοριών. Στην εφηβεία μου σταμάτησα να ζωγραφίζω και έγραφα μόνο: διηγήματα, ποίηση, στίχους τραγουδιών και έκανα τις πρώτες απόπειρες για μυθιστορήματα. Έτσι, ήταν πάντα ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, (μερικές φορές κυμαινόμενο, ανάλογα με την έμπνευση) αλλά στην εφηβεία μου δεν σκέφτηκα ποτέ να γίνω επαγγελματίας συγγραφέας, αυτή η σκέψη ήταν πολύ εκτός.
Αυτό είναι δύσκολο να απαντηθεί. Εξαρτάται από το είδος του κειμένου. Όταν γράφω σάτιρες, υπάρχει ένας ξεκάθαρος στόχος, θέλω να δείξω στον αναγνώστη κάτι, μια άποψη ίσως, ή να του δώσω μια αφετηρία για να σκεφτεί κάτι. Για άλλα πράγματα δεν υπάρχει πραγματικός στόχος, συνήθως ξεκινά με μια ιδέα, μια κατάσταση που θέλω να εξελιχθεί σε μια καλή ιστορία. Δεν προγραμματίζω πάρα πολύ, αλλά συνήθως ξέρω πού πάω και πώς θα τελειώσουν οι ιστορίες.
Πώς νιώθετε όταν σκέφτεστε έναν αναγνώστη να διαβάζει τα βιβλία σας;
Ο Στίβεν Κινγκ είπε κάποτε ότι η επικοινωνία μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη είναι τηλεπάθεια. Το να διαβάζεις τις σκέψεις, τα όνειρα, τις ιστορίες κάποιου σε ένα βιβλίο είναι σαν να διαβάζεις το μυαλό κάποιου, πέρα από τα όρια του χρόνου και του χώρου. Φυσικά είναι μόνο μονόδρομη τηλεπάθεια, αλλά νομίζω ότι το προσυπογράφω αυτό. Όπως είπα και πριν, είναι κάπως μαγικό. Άνθρωποι που δεν γνωρίζω και δεν τους γνώρισα ποτέ, με γνωρίζουν μέσα από τα γραπτά μου. Όταν γράφω, αφήνω στην άκρη τη σκέψη ενός πιθανού αναγνώστη, αφού μόνο μου αποσπά την προσοχή, νομίζω ότι οι περισσότεροι συγγραφείς είναι έτσι.
Υπάρχει κάτι στο χώρο, τη θέση ή τον ρόλο της λογοτεχνίας σήμερα που θα θέλατε να δείτε να αλλάζει;
Εναπόκειται σε εμάς τους συγγραφείς να παραμένουμε επίκαιροι, να σκεφτόμαστε και να ονειρευόμαστε ιστορίες, ποιήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα που ενδιαφέρουν τους ανθρώπους και τους κάνουν να ονειρεύονται ή να σκέφτονται. Υπάρχουν πολύ περισσότεροι περισπασμοί από ό,τι πριν από 50 ή 100 χρόνια, όπως το Διαδίκτυο ή η τηλεόραση πριν από αυτό, οπότε η λογοτεχνία πρέπει ίσως να αγωνιστεί λίγο πιο σκληρά για τη θέση της στην αντίληψη των ανθρώπων. Αλλά υπάρχουν ακόμα πολλοί αναγνώστες, νέες γενιές που ανακαλύπτουν τη λογοτεχνία, είτε μέσω του Χάρι Πότερ είτε μέσω του Τόλκιν. Υπάρχουν πάντα νέοι και ανερχόμενοι συγγραφείς με νέα θέματα και ιδέες, επομένως δεν είμαι πολύ απαισιόδοξος, όσον αφορά το μέλλον της λογοτεχνίας. (Όσον αφορά το μέλλον της ανθρωπότητας συνολικά, είμαι ίσως λίγο πιο απαισιόδοξος, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…)