Σε συνέντευξή του στο Los Angeles Review of Books, ο Joshua Cohen μίλησε για το μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι μεταφορές του βασιλιά». Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Παναγιώτη Κεχαγιά.
Επιμέλεια: Book Press
Στο νέο μυθιστόρημα του Τζόσουα Κοέν Οι μεταφορές του βασιλια πρωταγωνιστούν δυο Ισραηλινοί πρώην στρατιώτες που μετακομίζουν στις ΗΠΑ. Εκεί βρίσκουν δουλειά σε μια μεταφορική εταιρεία, αναλαμβάνοντας να διώχνουν από τα σπίτια τούς ενοικιαστές που τους έχει γίνει έξωση.
Στο βιβλίο του, ο Κοέν υιοθετεί λέξεις από τις διαφορετικές αργκό που χρησιμοποιούν οι μειονότητες της Νέας Υόρκης, καθώς και αρκετές λέξεις από τα εβραϊκά:
«Είναι η γλώσσα που μιλούσα μεγαλώνοντας. Μια γλώσσα την οποία χρησιμοποιώ ακόμα και σήμερα μερικές φορές. Οι πολιτικοί «μαγειρεύουν» τις εκλογές. Οι άνθρωποι που ζουν κάτω από τις γέφυρες και μέσα στα τούνελ «μαγειρεύουν» τις λέξεις. Επίσης, μιλούν χρησιμοποιώντας τα χέρια τους. Πρέπει να βρεις (να βρω) τα σωστά σημεία στίξης της γλώσσας των χεριών. Η γραμματική των χεριών. Όσο για τους ανθρώπους του μυθιστορήματος που δεν μιλούν όπως «οι δικοί μου άνθρωποι» -όπως εγώ δηλαδή-, έμαθα τη γλώσσα τους ακούγοντάς τους. Αυτό που μου έλεγε η κυρία Γκέλερ στην πέμπτη δημοτικού αποδείχθηκε σωστό: ‘’Πρέπει να κλείνεις πού και πού το στόμα σου και να ακούς’’».
Στην ίδια συνέντευξη, ο Κοέν μίλησε για το πώς γράφει:
«Κάθε φορά η διαδικασία αλλάζει. Όσον αφορά σε αυτό το μυθιστόρημα, έγραψα ένα αρχικό προσχέδιο μέσα σε δύο εβδομάδες. Μετά, πέρασα ενάμιση χρόνο δουλεύοντας σχεδόν κάθε μέρα, σχεδόν από το βράδυ μέχρι το πρωί, διορθώνοντάς το. Άλλαξα τις προτάσεις, τη ροή της ιστορίας, αφαίρεσα κάποια κομμάτια.»
Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε διαφορετικές εποχές και τόπους, μιλά για το Ολοκαύτωμα και για την αμερικανική κοινωνία μετά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου:
«Ήθελα να καταλάβω πώς μια οικογένεια διαλύεται (εξαιτίας της μετανάστευσης ή της εξορίας) και πώς σμίγει ξανά (χάρη στην άνεση που έχουμε ορισμένοι από εμάς να ταξιδεύουμε σε όλον τον κόσμο). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα μέλη της οικογένειας καταφεύγουν σε δυο διαφορετικές χώρες -στο Ισραήλ και στις Ηνωμένες Πολιτείες- μετά από τις βιαιοπραγίες που συμβαίνουν στην Ευρώπη. Πάνω από μισό αιώνα αργότερα, οι απόγονοί τους δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, και παρόλα αυτά τους ενώνει ένας δεσμός. Με τι έχει να κάνει, όμως, αυτός ο δεσμός; Έχει να κάνει με την ταύτιση ή με την αυταπάτη;»