Η διακεκριμένη Βρετανίδα συγγραφέας Τέσα Χάντλεϊ [Tessa Hadley] μίλησε στον Guardian για το μυθιστόρημά της με τίτλο «Αργά στη μέρα», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου και Άγγελου Αγγελίδη.
Επιμέλεια: Book Press
Για την Τέσα Χάντλεϊ, η λογοτεχνική καταξίωση ήταν «μια μεγάλη ανταμοιβή», εφόσον άργησε να συμβεί: το πρώτο της βιβλίο κυκλοφόρησε όταν η ίδια ήταν 46 ετών.
«Κατά καιρούς σκέφτομαι: ‘’Δεν θα ήταν πιο διασκεδαστικό να είχαν συμβεί όλα αυτά στα 30 μου; Θα προτιμούσα να είχαν συμβεί στα 30 μου!’’. Όμως δεν θα άλλαζα ούτε στιγμή από την παράξενη, ανώνυμη, ήσυχη, προσωπική ζωή που είχα, από τα χρόνια που ένιωθα αδύναμη καθώς λαχταρούσα πολύ να γράψω και δεν μπορούσα να το κάνω. Ήμουν αληθινός άνθρωπος, με φίλους και οικογένεια, και δεν θα το άλλαζα αυτό, είναι πολύ σημαντικό για εμένα. Άλλωστε, [η συγγραφή] είναι μια ωραία αποζημίωση για τα γηρατειά. Είμαι τόσο τυχερή».
Το Αργά στη μέρα, το έβδομο μυθιστόρημα της Τέσα Χάντλεϊ, μιλά για τους μακροχρόνιους γάμους. Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκονται δύο παντρεμένα ζευγάρια, οι φαινομενικά όμορφες ζωές των οποίων διαταράσσονται από έναν ξαφνικό θάνατο.
«Φοβόμουν πως η ιστορία μου είναι πολύ θλιβερή», είπε στον Guardian η συγγραφέας.
Μιλώντας για το κεντρικό θέμα του βιβλίου, η Χάντλεϊ περιέγραψε μια σκηνή από ένα παραμύθι που αναφέρεται στο μυθιστόρημά της. Σε αυτή τη σκηνή, μια γυναίκα κρατά σφιχτά τον άνδρα της καθώς αυτός αλλάζει συνεχώς μορφή και γίνεται ξωτικό, δράκος, λιοντάρι.
«Πιστεύω πως ο γάμος είναι κάπως έτσι. Είτε κρατάς σφιχτά τον άλλον, είτε φεύγεις.»
Σύμφωνα με τη συγγραφέα, οι χαρακτήρες της, όπως και του Τσέχοφ, είναι οργισμένοι, γεμάτοι τύψεις και άγχη, όμως αδυνατούν να λύσουν τα προβλήματά τους. Οι ήρωες της είναι «τα άτομα που συχνά διακωμωδούμε, οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι που διαβάζουν τον Guardian, οι άνθρωποι του σήμερα, με όλο το χιούμορ, τη γλυκύτητα και την καλοσύνη που τους χαρακτηρίζουν».
«Σιγά σιγά φθίνουν, δεν νομίζεις; Οι αστικές ευαισθησίες μας… Τα προνόμιά μας, η λεπτότητα και η ειρωνεία, δεν υπάρχουν πια», διαπιστώνει ένας χαρακτήρας του μυθιστορήματος.
«Είναι λες και ανέκαθεν γράφαμε για αυτό το θέμα», είπε η Χάντλεϊ. «Όμως, τώρα πρέπει να το επανεξετάσουμε. [Το μυθιστόρημά μου δεν έχει κάποιο] μεγάλο θέμα, έχει να κάνει με τη μικρή Βρετανία, με το τώρα. Με τους ευσυνείδητους, ελαττωματικούς, επιεικείς ανθρώπους που αναζητούν τον εαυτό τους, με τη γενιά μου».
Ένας από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου, η ζωγράφος Κριστίν, ο γάμος της οποίας καταρρέει, βρίσκει καταφύγιο στην Τέχνη.
«Σκεφτόμουν πώς νιώθω εγώ για τη δουλειά μου, για τη σημασία της δουλειάς μου, και έτσι άρχισα να γράφω για εκείνη και για την ενασχόλησή της με τη ζωγραφική».
Στην ίδια συνέντευξη, η Χάντλεϊ κατονόμασε δυο συγγραφείς που την επηρέασαν, την Ελίζαμπεθ Μπάουεν και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, οι οποίες αντιμετώπισαν τη «γενική απόγνωση που παρατηρήθηκε στη Δύση στα μέσα του 20ου αιώνα, λέγοντας: ‘’Θα συνεχίσω να περιγράφω την καθημερινή ζωή των ανθρώπων που προχωρούν με τη ζωή τους και αγαπούν, γίνονται γονείς, απελπίζονται, γιατί αυτό είναι το μόνο που ξέρω. Δεν πρόκειται να ενδώσω στο άγχος και στην υπαρξιακή απόγνωση’’».