Σε συνέντευξή της στον Guardian, η Αμερικανίδα πεζογράφος Ελίζαμπεθ Στράουτ (Elizabeth Strout) μίλησε για το μυθιστόρημά της «Lucy by the Sea», στο οποίο επανεμφανίζονται οι πρωταγωνίστριες των παλαιότερων μυθιστορημάτων της «Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον» και «Όλιβ Κίττριτζ». Αμφότερα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.
Επιμέλεια: Book Press
Το νέο βιβλίο της Ελίζαμπεθ Στράουτ, με τίτλο Lucy by the Sea, ακολουθεί την Λούσυ Μπάρτον, την πρωταγωνίστρια που χρησιμοποιεί συχνά η συγγραφέας, και τον πρώην σύζυγό της Ουίλιαμ, καθώς εγκαταλείπουν τη Νέα Υόρκη και καταφεύγουν σε ένα σπίτι στη Νέα Αγγλία, για να περάσουν εκεί την πανδημία του covid-19.
«Έχω τη Λούσυ και τον Ουίλιαμ μονίμως στο μυαλό μου. Οπότε σκέφτηκα να τους βάλω να καταφύγουν σε μια ακτή του Μέιν, να εγκλωβιστούν στην ερημιά, κι από κει και πέρα, να δω τι θα προκύψει.
»Τα μυθιστορήματα μου ‘’συνεργάζονται’’ μεταξύ τους. Θεωρώ πως το ένα είναι συνέχεια του άλλου.»
Τα βιβλία της Στράουτ είναι σύνθετα έργα, δημιουργούν έναν δικό τους κόσμο. Αρκετοί από τους χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν σε παλαιότερες ιστορίες της εμφανίζονται ξανά σε ύστερα μυθιστορήματά της. Μιλώντας για το συγγραφικό εργαστήρι της, η Στράουτ αποκάλυψε πως γράφει «σαν να κεντάει».
«Στην αρχή, θα κεντήσω μια μικρή πράσινη γραμμή, κι ύστερα θα επιστρέψω στο ίδιο σημείο και θα κεντήσω ένα φύλλο ή κάτι παρόμοιο, χρησιμοποιώντας το πράσινο. Δεν είχα εξαρχής την πρόθεση να γράφω συνεχώς για τους ίδιους χαρακτήρες. Όμως αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο αληθινοί για εμένα που συνεχίζω να θέλω να γράφω γι 'αυτούς, για τις νέες περιπέτειές τους ή για τη μετέπειτα ζωή τους. Οπότε απλώς επιστρέφω ξανά και ξανά σε γνώριμα πρόσωπα».
Η συνθήκη ενός λοκντάουν δίνει το τέλειο σκηνικό για μια ιστορία της Στράουτ, καθώς σχεδόν όλα τα μυθιστορήματά της διαδραματίζονται σε κλειστές κοινωνίες, σε μικρές πόλεις στο Μέιν, σε δωμάτια νοσοκομείου. Τα θέματα που την απασχολούν είναι η ανθρώπινη μοναξιά και η απομόνωση. Το Lucy by the sea καταγράφει τις εμπειρίες της ηρωίδας (και της συγγραφέα) την πρώτη χρονιά της πανδημίας, ξεκινώντας από τις πρώτες μέρες του εγκλεισμού και καταλήγοντας στην ημέρα του εμβολιασμού της. Η Στράουτ ήθελε να καταγράψει τον τρόπο με τον οποίο «ο χρόνος κατέρρευσε. Ο χρόνος έπαψε να υπάρχει, κι όλες οι μέρες απλώς συγχωνεύτηκαν σε μία. Προσπάθησα να αποδώσω αυτή την αίσθηση αποπροσανατολισμού στις σελίδες του βιβλίου.»
Τα μυθιστορήματα της Στράουτ συνήθως επιμένουν σε μια περιγραφή του μικρόκοσμου των πρωταγωνιστών, αποφεύγοντας να μιλήσουν εκτενώς για τον έξω κόσμο. Αντιθέτως, στο καινούριο της βιβλίο παρουσιάζονται θέματα που απασχόλησαν έντονα την επικαιρότητα, όπως η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και η Εισβολή στο Καπιτώλιο.
«Μου ήταν πρωτόγνωρο. Όμως όταν ξεκίνησα το βιβλίο, κατάλαβα πως ζούμε σε μια ιστορική εποχή και ήθελα να προσπαθήσω να την καταγράψω. Και μετά, όταν συνέβησαν αυτά τα άλλα γεγονότα, σκέφτηκα πως χρειαζόταν να τα καταγράψω και αυτά, πως δεν θα μπορούσα να το αποφύγω. Έτσι, για πρώτη φορά στη ζωή μου, χρειάστηκε να αντιμετωπίσω τα γεγονότα καθώς αυτά εκτυλίσσονταν. Ήταν περίεργο και δύσκολο. Υπάρχει, βέβαια, μια παράλειψη. Η λέξη ‘’Τραμπ’’ δεν υπάρχει στο βιβλίο».
Στη συνέντευξή της, η συγγραφέας μίλησε για τη σημερινή κατάσταση στην Αμερική.
«Αισθάνομαι πως είμαστε απελπισμένοι. Είναι δύσκολοι καιροί για τους Αμερικάνους. Αυτό που με προβληματίζει είναι η βία. Ακούγεται ένα ήσυχο βουητό. Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί. Άραγε θα το ακούσουμε όλοι; Μήπως θα επαναληφθούν όσα συνέβησαν τις παλαιότερες εποχές [την εποχή του εμφυλίου]; Καμιά φορά, όταν παρακολουθώ ειδήσεις, αισθάνομαι πως θα τα καταφέρουμε. Κάποιες άλλες μέρες, όμως, δεν είμαι και τόσο σίγουρη.»