
Συνέντευξη με τον Φλαμανδό ποιητή και τεχνοκριτικό Willem M. Roggeman με αφορμή την ανθολογία του «Αυτό που βλέπουν μονάχα οι ζωγράφοι – 2008-2017» (μτφρ. Στέλλα Πεκιαρίδη) η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Της Χριστίνας Σανούδου
Ένας ζωγράφος του λόγου, ένας τζαζίστας της ποίησης, ένας διανοούμενος της δημοσιογραφίας – όπως κι αν περιγράψει κανείς τον Βίλεμ Ρόχεμαν, το σίγουρο είναι ότι θα χρειαστεί να βάλει στην άκρη τους τετριμμένους χαρακτηρισμούς. Ο Βέλγος ποιητής, πεζογράφος και κριτικός τέχνης έλαβε το πρώτο του ποιητικό βραβείο σε ηλικία μόλις 21 ετών, ενώ στα 24 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στο πολιτιστικό τμήμα της ιστορικής εφημερίδας «Het Laatste Nieuws» με έδρα την Αμβέρσα. Έκτοτε, έχει εκδώσει πολυάριθμες ποιητικές συλλογές αποσπώντας σημαντικές διακρίσεις, ενώ έχει γράψει μυθιστορήματα και δοκίμια σχετικά με τη λογοτεχνία και την τέχνη. Παράλληλα, έχει κάνει συνεντεύξεις με εμβληματικές προσωπικότητες του πολιτισμού, έχει διοργανώσει εκθέσεις και λογοτεχνικά δρώμενα και έχει επιμεληθεί ανθολογίες Φλαμανδών ποιητών. Διευθυντής του φλαμανδικού Πολιτιστικού Κέντρου «De Brakke Grond» στο Άμστερνταμ ως το 1993, διατέλεσε επίσης, πρόεδρος του Ιδρύματος «Louis Paul Boon». Η ποίησή του συχνά αντλεί έμπνευση από τις δύο μεγάλες του αγάπες, τη ζωγραφική και την τζαζ.
Το ελληνικό κοινό έχει για πρώτη φορά την ευκαιρία να μυηθεί στο έργο του Βίλεμ Ρόχεμαν χάρη στην πρωτοβουλία των εκδόσεων Βακχικόν που, με την υποστήριξη του Φλαμανδικού Ινστιτούτου, παρουσιάζουν τη συλλογή Αυτό που βλέπουν μονάχα οι ζωγράφοι. Τα ποιήματα του βιβλίου επιλέχθηκαν από τον ίδιο τον Ρόχεμαν και ανάμεσά τους περιλαμβάνονται δείγματα από την ενότητα «Ιστορία», με την οποία ο ποιητής επιχειρεί να ξαναγράψει την ανθρώπινη ιστορία με πρωταγωνιστές τους πρωτοπόρους του πολιτισμού.
⁜ ⁜ ⁜
Πιστεύετε πως είναι δυνατόν η ποίηση να μεταφραστεί, χωρίς να χάσει την ουσία της;
Εξαρτάται από το ειδος της ποίησης. Η πολύ πειραματική ποίηση είναι δύσκολο ή και αδύνατον να μεταφραστεί. Αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της η ποίηση μπορεί να μεταφραστεί αποτελεσματικά χωρίς να προδώσουμε την αρχική της εκδοχή. Διότι η ουσία αυτού που θέλει να εκφράσει ο ποιητής θα είναι πάντα αναγνωρίσιμη σε μία καλή μετάφραση.
Φυσικά, πάντοτε χάνεις ορισμένα στοιχεία: για τις λέξεις με διπλή σημασία στην αρχική γλώσσα ο μεταφραστής θα πρέπει να επιλέξει μία μόνο ερμηνεία. Οι παρηχήσεις είναι δύσκολο να διατηρηθούν. Όμως αυτά είναι λεπτομέρειες. Η ατμόσφαιρα του ποιήματος, η τεχνική, το πώς ο ποιητής προσεγγίζει το υλικό, τις λέξεις, το θέμα μπορούν να μεταδοθούν στη μετάφραση. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η μουσικότητα της κάθε γλώσσας, όμως ένας καλός μεταφραστής βρίσκει τον τρόπο να την εκφράσει – αν και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει κι ο ίδιος να είναι ποιητής. Συνέπεια όλων αυτών είναι πως το έργο του μεταφραστή είναι ιδιαίτερα απαιτητικό και δεν πρέπει να το υποτιμάμε.
Πολλά ποιήματά σας είναι εμπνευσμένα από τις εικαστικές τέχνες και την τζαζ. Έχετε πειραματιστεί ποτέ με τη ζωγραφική ή τη μουσική σύνθεση;
Ο μικρός αδελφός του πατέρα μου ήταν αναγνωρισμένος ζωγράφος. Όταν ήμουν παιδί ήθελε να με εκπαιδεύσει ως ζωγράφο. Πέρασα πολλές ώρες στο ατελιέ του, όπου με μάθαινε να ζωγραφίζω νεκρές φύσεις όταν ήμουν 12 ή 13 ετών. Πηγαίναμε μαζί στην εξοχή για να ζωγραφίσουμε τοπία. Έτσι δημιούργησα πολλά έργα που τώρα πιθανότατα έχουν χαθεί ή καταστραφεί. Οι γονείς μου από την άλλη, ήθελαν να γίνω μουσικός. Σπούδασα πιάνο και έπαιζα κλασική μουσική σχετικά καλά. Στο γυμνάσιο είχαμε φτιάξει ένα τζαζ σχημα, ακόμα θυμάμαι την πρώτη μελωδία που παίξαμε. Ήταν το “On the sunny side of the street”. Ωστόσο ένιωθα ότι δεν ήμουν αρκετά καλός ούτε στη ζωγραφική ούτε στη μουσική. Καθώς ανέκαθεν ήμουν πεισματάρης, αποφάσισα ότι θα γινόμουν συγγραφέας και κυρίως ποιητής. Και μάλλον είχα δίκιο, γιατί η δουλειά μου έχει εκδοθεί σε πολλές χωρές της Ευρώπης και πιο μακριά, στον Καναδά και την Ιαπωνία.
Ακόμα όμως τρέφω μεγάλη αγάπη για τη ζωγραφική και τη μουσική. Αν και είχα σταματήσει να ζωγραφίζω, αποφάσισα να ασχοληθώ με τη ζωγραφική ως κριτικός τέχνης. Έγραψα εκατοντάδες άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά και οργάνωσα εκθέσεις Φλαμανδών καλλιτεχνών στο Φλαμανδικό Πολιτιστικό Κέντρο στο Άμστερνταμ. Όσο για τη μουσική, παρότι έχω να παίξω από τα σχολικά μου χρόνια, έχω γράψει πολλά τζαζ ποίηματα και το 2010 εξέδωσα τη συλλογή Blue Notebook, που δανείζεται τον τίτλο της από τη δισκογραφική εταιρεία της τζαζ Blue Note.
Η ατμόσφαιρα του ποιήματος, η τεχνική, το πώς ο ποιητής προσεγγίζει το υλικό, τις λέξεις, το θέμα μπορούν να μεταδοθούν στη μετάφραση. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η μουσικότητα της κάθε γλώσσας, όμως ένας καλός μεταφραστής βρίσκει τον τρόπο να την εκφράσει – αν και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει κι ο ίδιος να είναι ποιητής.
Στην εποχή μας η εικόνα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη δύναμη. Ανησυχείτε πως μια μέρα ο γραπτός λόγος ίσως χάσει τον λόγο ύπαρξής του;
Αυτός ο φόβος υπάρχει εδώ και έναν αιώνα. Οι άνθρωποι πίστευαν ότι η εμφάνιση του κινηματογράφου θα έσπρωχνε τα βιβλία στην αφάνεια. Όμως το μυθιστόρημα απέφυγε τον κίνδυνο αλλάζοντας. Τα μυθιστορήματα του Μαρσέλ Προυστ, του Ντίλαν Τόμας ή του Τζέιμς Τζόις δεν μπορούν να κινηματογραφηθούν χωρίς να χαθούν οι σημαντικότερες πτυχές τους. Από την άλλη, τον περασμένο αιώνα είδαμε πώς οι συγγραφείς έμαθαν να γράφουν απευθείας για τον κινηματογράφο. Σκέφτομαι τον Σκοτ Φιτζέρλαντ και, πολύ αργότερα, τον Γάλλο συγγραφέα του «νέου μυθιστορήματος», Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ.
Είμαι βέβαιος ότι η λογοτεχνία δεν θα γίνει ποτέ επαπειλούμενο είδος, διότι αποτελεί το τελευταίο προπύργιο της φαντασίας. Και οι άνθωποι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς φαντασία. Διαφορετικά τρελαίνεσαι.
Στο ποίημα «Η χρησιμότητα της ποίησης» παρατηρείτε πως ένα ποίημα δεν έχει καμία χρησιμότητα για έναν πολιτικό, έναν χρηματιστή ή έναν στρατιώτη. Γιατί όμως εξακολουθούμε να έχουμε ανάγκη την ποίηση σε αυτόν τον πεζό, υλιστικό κόσμο;
Το ποίημα είναι ένα αντικείμενο κατασκευασμένο από λέξεις. Αλλά είναι εντελώς διαφορετικό από μια επιστολή, ένα συμφωνητικό ή άλλο έγγραφο. Γιατί ένα ποίημα δεν σου δίνει πληροφορίες για κάποιο πραγματικό γεγονός. Κατά συνέπεια, η ποίηση πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μορφή τέχνης, όπως η ζωγραφική ή ο χορός. Η μεγάλη διαφορά της από τις άλλες τέχνες είναι το υλικό, που χρησιμοποιεί ο ποιητής. Κανένας δεν χρησιμοποιεί νότες ή χρώματα λαδιού στην καθημερινή του ζωή, αλλά όλοι χρησιμοποιούμε λέξεις όλη την ώρα. Και ιδού έγκειται η μεγάλη παρεξήγηση. Όταν ρωτάω κάποιον αν διαβάζει ποίηση, συνήθως παίρνω την απάντηση: «Ποίηση; Και βέβαια όχι. Αφού δεν την καταλαβαίνω, γιατί να ασχοληθώ;».
Ο ποιητής βρίσκει τις λέξεις, που δεν μπορεί να βρει κανένας άλλος, για να μεταφέρει στο χαρτί ορισμένα βιώματα. Και ο αναγνώστης αναγνωρίζει αυτά τα βιώματα, που ο ίδιος δεν θα κατορθώσει ποτέ του να εκφράσει.
Ο ποιητής είναι ένας καλλιτέχνης, που φιλοτεχνεί έργα τέχνης με λέξεις. Είναι οι ίδιες λέξεις που όλοι μας προφέρουμε κάθε μέρα, μα τις αξιοποιεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Τα έργα του δεν περιέχουν μηνύματα σαν αυτά που βρίσκεις σε επίσημα έγγραφα και εφημερίδες. Δεν χρειάζεται να καταλάβεις ένα ποίημα, πρέπει να το νιώσεις. Υπάρχουν αρκετά συναισθήματα που δεν αποδίδονται με την πρόζα – όπως τα συναισθήματα που μπορεί να βιώσεις βλέποντας μια παράσταση χορού ή ακούγοντας ένα κονσέρτο. Ο ποιητής βρίσκει τις λέξεις, που δεν μπορεί να βρει κανένας άλλος, για να μεταφέρει στο χαρτί ορισμένα βιώματα. Και ο αναγνώστης αναγνωρίζει αυτά τα βιώματα, που ο ίδιος δεν θα κατορθώσει ποτέ του να εκφράσει.
Θα μας πείτε δυο λόγια για την ενότητα ποιημάτων σας με τίτλο «Ιστορία»;
Ανέκαθεν με ενδιέφερε η Ιστορία. Διαβάζοντας, συνειδητοποίησα ότι πολλές φορές τα βιβλία ιστορίας δεν αποτυπώνουν την αντικειμενική αλήθεια αλλά αποτελούν υποκειμενικές ερμηνείες υπό την επήρεια της εθνικιστικής ιδεολογίας. Η Ιστορία γράφεται πάντα από τους νικητές, και συχνά τα ίδια γεγονότα περιγράφονται με διαφορετικό τρόπο στις διαφορετικές εμπλεκόμενες χώρες. Είμαι λοιπόν πεπεισμένος ότι η Ιστορία διδάσκεται με λάθος τρόπο στα σχολεία. Σημασία δεν έχει η έκβαση των μαχών, τα ονόματα των βασιλιάδων ή των αυτοκρατόρων, αλλά η εξέλιξη του πολιτισμού, οι ανακαλύψεις, η ανάπτυξη της τέχνης και της λογοτεχνίας.
Έτσι αποφάσισα να ξαναγράψω την Ιστορία, εξηγώντας στο κοινό ποιοί συνέβαλαν στην ανάπτυξη του πολιτσμού. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν στρατηγοί ή δικτάτορες μα συγγραφείς, φιλόσοφοι, ποιητές, ζωγράφοι, συνθέτες, αρχιτέκτονες. Έγραψα ποιήματα για τέτοιου είδους ανθρώπους, από την προϊστορική περίοδο και τα σπήλαια της Αλταμίρα μέχρι τις μέρες μας. Φυσικά είναι αδύνατον να γράψω ολόκληρη την Ιστορία της ανθρωπότητας, όμως η επιλογή μου καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η ιστορία θα έπρεπε να διδάσκεται.
Υπό ποιες συνθήκες γράψατε το ποίημα για την Ουλρίκε Μάινχοφ;
Υποθέτω ότι στις μέρες μας κανένας δεν ξέρει ποια είναι η Ουλρίκε Μάινχοφ. Στόχος μου πάντως δεν ήταν να της αποτίσω φόρο τιμής. Ήταν μια δολοφόνος, ή έστω συνεργός δολοφονιών ως μέλος της γερμανικής οργάνωσης Μπάαντερ-Μάινχοφ. Συνελήφθη, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Μέχρι εκεί συμφωνώ. Αυτό όμως που δεν δημοσιοποιήθηκε ήταν ότι την κρατούσαν σε απόλυτη απομόνωση, δεν της επέτρεπαν να τηλεφωνεί, να ακούει ειδήσεις στο ραδιόφωνο, να διαβάζει εφημερίδες, να στέλνει ή να δέχεται γράμματα. Μια μέρα ανακοινώθηκε ότι αυτοκτόνησε. Από την έρευνα που ακολούθησε προέκυψε ότι τη βίασαν και μετά τη στραγγάλισαν. Σοκαρίστηκα τόσο που αμέσως έγραψα αυτό το ποίημα. Μιλά για την απόλυτη μοναξιά, την απομόνωση ενός ανθρώπου, η οποία είναι αφόρητη ακόμα κι αν πρόκειται για έναν εγκληματία.
Από τις πολυάριθμες συνεντεύξεις σας με επιφανείς προσωπικότητες, υπάρχει κάποια που να θυμάστε πιο έντονα;
![]() |
![]() |
Υπολογίζω ότι έχω κάνει γύρω στις εκατό συνεντεύξεις με συγγραφείς και ποιητές. Οι περισσότερες έχουν δημοσιευτεί στα επτά βιβλία μου με τον τίτλο «Επαγγελματική μυστικοπάθεια». Ορισμένοι από τους συγγραφείς αργότερα πήραν Νόμπελ – ανάμεσα τους ο Χάινριχ Μπελ και ο Μάριο Βάργκας Λιόσα. Αλλά η πιο συγκινητική συνέντευξη ήταν με τον Νοτιοαφρικανό συγγραφέα Μπρέιτεν Μπρέιτενμπαχ. Ήταν παντρεμένος με μία Γαλλίδα βιετναμέζικης καταγωγής και ζούσαν στο Παρίσι καθώς οι διαφυλετικοί γάμοι δεν επιτρέπονταν στη Νότια Αφρική. Είχε περάσει ολόκληρη τη ζωή του αγωνιζόμενος ενάντια στο Άπαρτχαϊντ στην πατρίδα του και όταν ταξίδεψε μόνος του στη Νότιο Αφρική τον συνέλαβαν. Πέρασε επτά χρόνια στη φυλακή. Όταν το Άπαρντχαϊντ καταργήθηκε, ο ίδιος και η γυναίκα του εγκαταστάθηκαν στο Κέιπ Τάουν.
Ο χρόνος που πέρασε ήταν δύσκολος για όλους μας κι ακόμα περισσότερο για τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες. Εκτιμάτε ότι ο χώρος του πολιτισμού θα ανακάμψει;
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι άνθρωποι αναγκάζονται να ζήσουν σε καταστροφικές συνθήκες. Τον Μεσαίωνα είχαμε την πανώλη, αργότερα την πανούκλα της Ιεράς Εξέτασης, αλλά συγγραφείς και καλλιτέχνες όπως ο Πίτερ Μπρέγκελ τόλμησαν να εκφράσουν την αντίθεση τους. Στη Σοβιετική Ένωση, οι συγγραφείς και οι ζωγράφοι υποχρεώνονταν να εργάζονται μέσα στο επίσημο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού, διαφορετικά κατέληγαν στα γκουλάγκ της Σιβηρίας, όπως συνέβη στον Σολζενίτσιν. Κι όμως η λογοτεχνία και η τέχνη κατάφεραν να επιβιώσουν. Είναι βέβαιο ότι θα επιβιώσουμε και από αυτήν την νέα πανούκλα, αυτόν τον κανούριο λοιμό, γιατί όπως προείπα η ανθρώπινη φαντασία δεν μπορεί να απαγορευτεί καθώς είναι απαραίτητη σε κάθε άνθρωπο όσο και ο αέρας που αναπνέουμε.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΑΝΟΥΔΟΥ είναι δημοσιογράφος.