Μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης με τη Βενετία Αποστολίδου, με αφορμή το βιβλίο της «Η λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο – Η συγκρότηση της επιστήμης της Νεοελληνικής Φιλολογίας (1942-1982)» (εκδ. Πόλις).
Της Έλενας Χουζούρη
Δεν είναι λίγες οι φορές –τουλάχιστον για τις παλαιότερες γενιές– που η Φιλολογία συνδέεται με τα μαθητικά μας χρόνια όταν ανέπνευστοι/ες φιλόλογοι απλώς διεκπεραίωναν ένα μάθημα πολλαπλών ενδιαφερόντων και σημασιών. Ένα μάθημα που, εκ της φύσεώς του ανοίγει την πόρτα για την ανακάλυψη της λογοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα για πολύ κόσμο οι Φιλολογικές Σπουδές παραπέμπουν ως επί το πλείστον ή στην αρχαία ελληνική γραμματεία ή στην αρχαιολογία! Ωστόσο οι νεοελληνικές σπουδές, η Νέα Ελληνική Φιλολογία όπως ονομάζεται, αποτελεί έναν ισχυρό κλάδο των Φιλολογικών Σπουδών, με πλούσια ιστορία πίσω τους, χαρισματικούς δασκάλους και επιδραστικότητα και στη σύγχρονη λογοτεχνία και στον αντίστοιχο κριτικό λόγο.
Η συγκρότηση της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας και το ΑΠΘ και πόσο η πόσο η Ν.Ε.Φ. σχετίζεται με τη λογοτεχνία;
Μια ιστορία της οποίας η έναρξη συμπίπτει με εκείνη του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με αυτό, χωρίς να παραβλέπεται και η σημαντικότατη παρουσία και συμβολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην συγκρότηση της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας [Ν.Ε.Φ.] ως διακριτής επιστήμης. Πώς όμως διαμορφώθηκε η Ν.Ε.Φ.; Ποιες διαδρομές ακολούθησε; Ποιοι συνέβαλαν στον σχηματισμό του επιστημονικού της προφίλ; Πόσο η Ν.Ε.Φ. σχετίζεται με τη λογοτεχνία; Και πόσο η λογοτεχνία με τη Ν.Ε.Φ.; Σε αυτά και σε πολλά παρεμφερή ερωτήματα αναφέρεται η –πρώτη στο είδος της– μελέτη της καθηγήτριας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Εκπαίδευσης στο Α.Π.Θ., Βενετίας Αποστολίδου Η λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο – Η συγκρότηση της επιστήμης της Νεοελληνικής Φιλολογίας (1942-1982) (εκδ. Πόλις).
Ουσιαστικά η συγγραφέας –πρωτότυπη και τολμηρή όπως πάντα στις μελετητικές επιλογές της– συνομιλεί με αυτή που ο Δημήτρης Μαρωνίτης είχε χαρακτηρίσει ως «ριψοκίνδυνη επιστήμη» [...]
Η μελέτη που δομείται σε ανθρωποκεντρική βάση, αποτελείται από τρία μέρη: Στο πρώτο εξετάζεται η περίοδος έναρξης της λειτουργίας της Ν.Ε.Φ. στον Μεσοπόλεμο, στο δεύτερο δίνεται βαρύτητα στις καθοριστικές εκλογές καθηγητών που αφήνουν το στίγμα τους τόσο στις νεοελληνικές σπουδές όσο και στον δημόσιο λόγο, μεταπολεμικά και μεταδιδακτορικά, στο τρίτο εξετάζονται οι διαδικασίες έγκρισης διδακτορικών μετά το 1970, αλλά και η θεματολογία τους σε σχέση με την νεοελληνική λογοτεχνία. Ουσιαστικά η συγγραφέας –πρωτότυπη και τολμηρή όπως πάντα στις μελετητικές επιλογές της– συνομιλεί με αυτή που ο Δημήτρης Μαρωνίτης είχε χαρακτηρίσει ως «ριψοκίνδυνη επιστήμη», ανοίγοντας τον δρόμο για μια γενικότερη συζήτηση που υπερβαίνει τα όρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας θέτοντας και το μείζον ζήτημα των ανθρωπιστικών επιστημών και της μελλοντικής τους ύπαρξής.
Στην συνέντευξη που ακολουθεί η Βενετία Αποστολίδου τοποθετείται και απαντά σε μια σειρά καθοριστικών ερωτημάτων.
Κυρία Αποστολίδου, γιατί επιλέξατε να θέσετε στο μικροσκόπιο της επιστημονικής έρευνας τη Νέα Ελληνική Φιλολογία και όχι τη Φιλολογία γενικότερα;
Η Ελληνική Φιλολογία είναι ένα πεδίο το οποίο αποτελείται από τρεις επιστήμες: Την Αρχαία Ελληνική Φιλολογία, τη Μεσαιωνική ή Βυζαντινή Φιλολογία και τη Νεοελληνική Φιλολογία. Προφανώς υπάρχουν πολλά κοινά σημεία και επικαλύψεις, ωστόσο κάθε μία από αυτές τις επιστήμες έχει τη δική της ιστορία. Η Νεοελληνική Φιλολογία είναι η νεότερη και αυτής την ιστορία με ενδιέφερε να ερευνήσω καθώς είναι και η επιστήμη που έχω σπουδάσει.
Γιατί η έρευνά σας έχει ως έναρξη το 1942 και ως τέλος το 1982; Θέλετε μήπως να δείξετε ότι μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα των 40 χρόνων διαμορφώνεται η Νέα Ελληνική Φιλολογία ως επιστήμη; Πριν το 1942 τι σήμαινε η Ν.Ε.Φ. για τα τότε πανεπιστημιακά δεδομένα και τι συμβαίνει μετά το 1982;
Η Νεοελληνική Φιλολογία καθιερώθηκε ως επιστήμη στον Μεσοπόλεμο, όταν το 1925 ιδρύθηκε η πρώτη έδρα Ν.Ε.Φ. στο νέο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα και στην Αθήνα ιδρύθηκε επίσης η πρώτη έδρα Μέσης και Νεωτέρας Ελληνικής Φιλολογίας. Ωστόσο από τη δεκαετία του 1940 είναι που σημειώνεται κίνηση γύρω από τη νέα αυτή επιστήμη, με νέα έδρα στην Αθήνα το 1942 την οποία καταλαμβάνει ο Γεώργιος Ζώρας, ενώ στη Θεσσαλονίκη το 1948, μετά από αρκετά χρόνια που η έδρα έμεινε κενή, εκλέχθηκε ο Λίνος Πολίτης. Οι δύο αυτοί καθηγητές διαμόρφωσαν στην ουσία το επιστημονικό πεδίο της Ν.Ε.Φ. μεταπολεμικά. Η έρευνά μου σταματά στο 1982 για δύο λόγους, ο ένας συμβολικός και ο άλλος πρακτικός. Το 1982 φεύγουν από τη ζωή οι δύο αυτοί εμβληματικοί καθηγητές. Επίσης, την ίδια χρονιά ψηφίστηκε ο νόμος 1268 του ΠΑΣΟΚ ο οποίος κατάργησε το θεσμό της έδρας στα πανεπιστήμια. Πρόκειται προφανώς για τέλος εποχής.
Η έρευνά μου σταματά στο 1982 για δύο λόγους, ο ένας συμβολικός και ο άλλος πρακτικός. Το 1982 φεύγουν από τη ζωή οι δύο αυτοί [Γεώργιος Ζώρας, Λίνος Πολίτης] εμβληματικοί καθηγητές. Επίσης, την ίδια χρονιά ψηφίστηκε ο νόμος 1268 του ΠΑΣΟΚ ο οποίος κατάργησε το θεσμό της έδρας στα πανεπιστήμια.
Γιατί επιλέγετε να ασχοληθείτε μόνον με τις δύο παραδοσιακές φιλολογικές σχολές, των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης;
Γιατί αυτές υπήρχαν μόνον στην περίοδο που εξετάζω. Η Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων ιδρύθηκε το 1964 ως παράρτημα της Θεσσαλονίκης και για αρκετά χρόνια διοικούνταν από τη μητρική Σχολή. Καθώς τα πρακτικά των συνεδριάσεων είναι ενιαία, τα έχω περιλάβει στην εξέτασή μου. Ωστόσο η Ν.Ε.Φ. στη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων χρειάζεται περαιτέρω επιτόπια έρευνα, η οποία ξέφευγε από τις δικές μου δυνατότητες. Η Φιλοσοφική Σχολή Κρήτης ιδρύθηκε το 1976.
Στη μελέτη σας επιχειρείτε μια –ας την ονομάσουμε– ανθρωπογεωγραφία της Ν.Ε.Φ., μέσα από την προσωπογραφία δεκατεσσάρων καθηγητών που πέρασαν από τις δύο φιλολογικές σχολές στο διάστημα των σαράντα χρόνων της μελέτης σας. Πιστεύετε ότι η συγκρότηση-διαμόρφωση-εξέλιξη της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας είναι θέμα κυρίως χαρισματικών προσωπικοτήτων;
Σε μεγάλο βαθμό η επιστήμη, όπως και η τέχνη, προχωρά μέσα από τους ανθρώπους που την υπηρετούν. Το δικό τους έργο και η διδασκαλία τους διαμορφώνει τα χαρακτηριστικά του επιστημονικού πεδίου. Οι εκλογές των καθηγητών είναι μια κορυφαία διαδικασία στο πανεπιστήμιο διότι εκεί συζητιούνται οι απαιτήσεις που πρέπει να καλύψει ένας επιστήμονας, η σχέση της επιστήμης με άλλες, εκφέρεται δηλαδή ο λόγος που κανονικοποιεί την επιστήμη αυτή. Καθώς οι συζητήσεις αυτές αποτελούσαν ένα μεγάλο μέρος του υλικού μου, η ανθρωποκεντρική οργάνωση του βιβλίου με βάση τους καθηγητές στη στιγμή της εκλογής τους ήταν η πιο λογική επιλογή. Οι προσωπικότητες δεν είναι όλες χαρισματικές ούτε θα μπορούσαν να είναι. Όλοι όμως έχουν βάλει το λιθαράκι τους στην ανάπτυξη της επιστήμης.
Οι προσωπικότητες δεν είναι όλες χαρισματικές ούτε θα μπορούσαν να είναι. Όλοι όμως έχουν βάλει το λιθαράκι τους στην ανάπτυξη της επιστήμης.
Αυτοί οι χαρισματικοί δάσκαλοι πόσο είχαν επηρεαστεί από την εποχή τους αλλά και πόσο, σε πολιτισμικό επίπεδο γενικότερα, την επηρέασαν; Σκέφτομαι, για παράδειγμα, τον δημοτικισμό.
Ο δημοτικισμός είναι ένα ευρύτερο πνευματικό κίνημα που επηρέασε ολόκληρη την πορεία των γραμμάτων στην Ελλάδα, σε κάθε πτυχή της. Τη λογοτεχνία, την κριτική και βέβαια τη Νεοελληνική Φιλολογία. Ωστόσο ο δημοτικισμός δεν είναι μια ενιαία ιδεολογία ούτε εκβάλλει στις ίδιες ακριβώς αισθητικές αξίες και ιεραρχίες. Λ.χ. και ο Νίκος Βέης, ο πρώτος καθηγητής Ν.Ε.Φ. στην Αθήνα και ο Γιάννης Αποστολάκης, ο αντίστοιχος καθηγητής στη Θεσσαλονίκη, είναι δημοτικιστές αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο. Ο πρώτος είναι φίλος του Παλαμά, ο δεύτερος πολέμιός του. Αλλά έχουν και πολλές άλλες διαφορές. Στο γενικότερο ερώτημά σας για την επίδραση της εποχής, θα μπορούσα να αναφέρω το παράδειγμα του Δημαρά, ο οποίος επηρεάστηκε ριζικά από την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής και στράφηκε προς την ιστορία. Ως γνωστόν, μας έδωσε το 1948 την Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας που αποτέλεσε το βασικό εγχειρίδιο διδασκαλίας της Ν.Ε.Φ. στο πανεπιστήμιο. Ανάλογα, η εμπειρία της χούντας και οι διώξεις που υπέστη ο Μαρωνίτης, δυνάμωσαν την επιθυμία του να μελετήσει τη νεοελληνική λογοτεχνία. Ένα από τα βασικά συμπεράσματα του βιβλίου μου είναι ότι η Ν.Ε.Φ. είναι μια επιστήμη στενά συνδεδεμένη με τις ιστορικές και κοινωνικές μεταβολές και ανάγκες γι’ αυτό και ο Μαρωνίτης τη χαρακτήρισε ριψοκίνδυνη. Είναι ριψοκίνδυνη και ταυτόχρονα ευάλωτη.
Κυρία Αποστολίδου, μπορούμε να θεωρήσουμε –τηρουμένων βέβαια των αναλογιών– τον Κ.Θ. Δημαρά ως τον Παπαρρηγόπουλο της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας και κατ’ επέκταση της νεοελληνικής λογοτεχνίας;
Ο Κ.Θ. Δημαράς μελέτησε τον Παπαρρηγόπουλο και έγραψε σχετικό βιβλίο γι’ αυτόν. Οι εποχές που έδρασαν είναι διαφορετικές και δεν μπορούν να παραλληλιστούν. Ο Κ.Θ. Δημαράς, ένας δάσκαλος χωρίς έδρα, όπως τον χαρακτηρίζω διότι δεν υπήρξε ποτέ καθηγητής σε ελληνικό πανεπιστήμιο, είναι μια πολυσύνθετη πνευματική φυσιογνωμία. Εγώ τον μελετώ με βάση το ερώτημα τι πρόσφερε στη Νεοελληνική Φιλολογία και πραγματικά πρόσφερε πολλά. Άλλαξε το παράδειγμα της σχέσης της Ν.Ε.Φ. με την επιστήμη της Ιστορίας και πρότεινε ένα ολοκληρωμένο ερευνητικό πρόγραμμα για την ανάπτυξη των νεοελληνικών σπουδών, στις οποίες η φιλολογία και η ιστορία θα συνεργάζονταν. Δεν ήταν εύκολο η πρόταση αυτή να εισχωρήσει στο πανεπιστήμιο. Τούτο έγινε πολύ αργά, μετά τη Μεταπολίτευση, μέσω των μαθητών του Άλκη Αγγέλου και Πάνου Μουλλά.
Ο Κ.Θ. Δημαράς, ένας δάσκαλος χωρίς έδρα, όπως τον χαρακτηρίζω διότι δεν υπήρξε ποτέ καθηγητής σε ελληνικό πανεπιστήμιο, είναι μια πολυσύνθετη πνευματική φυσιογνωμία. Εγώ τον μελετώ με βάση το ερώτημα τι πρόσφερε στη Νεοελληνική Φιλολογία και πραγματικά πρόσφερε πολλά.
Με βάση τους παραπάνω προβληματισμούς να ρωτήσω αν και σε ποιο βαθμό η Ν.Ε.Φ. έχει λειτουργήσει επιδραστικά στην ελληνική λογοτεχνία του 20ου αιώνα, αν εξακολουθεί αυτή η σχέση και αν παρατηρείται και η αντίθετη επίδραση, της λογοτεχνίας προς την Ν.Ε.Φ.;
Η επίδραση της Ν.Ε.Φ. στο εν γένει λογοτεχνικό πεδίο αρχίζει να διακρίνεται μετά τον Β’ Π.Π. και να αυξάνεται σταδιακά. Τη μεγαλύτερή της ισχύ την αποκτά στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, όταν η ζήτηση για μαθήματα, διαλέξεις και δημοσιεύματα γύρω από τη νεοελληνική λογοτεχνία αυξάνεται ραγδαία, τόσο μέσα στο πανεπιστήμιο όσο και έξω από αυτό. Από κει και μετά σταθεροποιείται αυτή η διεπίδραση ανάμεσα στη σύγχρονη λογοτεχνία και τη Ν.Ε.Φ.. Ωστόσο, η διαλεκτική αυτή σχέση δεν είναι εύκολο να περιγραφεί ούτε εμφανίζεται σε όλες τις χρονικές στιγμές με τον ίδιο τρόπο. Λ.χ. σήμερα η Ν.Ε.Φ. «ακούει» τη σύγχρονη λογοτεχνία; Η δεύτερη, δηλαδή οι συγγραφείς, ενδιαφέρονται για τις μελέτες της Ν.Ε.Φ.; Δεν είμαι σίγουρη για το πόσο μεγάλος είναι αυτός ο βαθμός της διεπίδρασης.
Είναι, τελικά, συζευκτικό ή αντιθετικό ζευγάρι Ν.Ε.Φ. και νέα ελληνική λογοτεχνία;
Σαφώς είναι μια διαλεκτική σχέση μέσα στο ευρύτερο λογοτεχνικό πεδίο στο οποίο συμμετέχουν και άλλοι παράγοντες όπως η λογοτεχνική κριτική, τα ΜΜΕ, σήμερα το διαδίκτυο. Το πεδίο έχει γίνει υπερβολικά περίπλοκο.
Υπάρχει η άποψη –όχι αδικαιολόγητα νομίζω– ότι οι καθηγητές της Ν.Ε.Φ. στις μελέτες τους ασχολούνται περισσότερο με ποιητές και πεζογράφους μας του 19ου ή του πρώτου μισού του 20ου αιώνα –για παράδειγμα πόσες μελέτες και διατριβές υπάρχουν για τη Γενιά του ’30 και τον Μεσοπόλεμο– και πλην ελαχίστων εξαιρέσεων –εσείς ανήκετε σε αυτές– με εκπροσώπους της μεταπολεμικής και εντεύθεν περιόδου. Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο; Φαίνεται σαν να απαξιώνεται η σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία από τους καθ’ ύλην αρμόδιους πανεπιστημιακούς να ασχοληθούν με αυτή.
Εξαρτάται για ποια περίοδο μιλούμε. Συνέβαινε στην πρώτη περίοδο ανάπτυξης της Ν.Ε.Φ., όταν ακόμη η επίδραση των μεθόδων της Αρχαίας και της Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας ήταν ισχυρή. Σήμερα δεν ισχύει αυτό. Ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης και η γενιά του ’30 άρχισαν να μελετώνται σε επίπεδο διδακτορικών διατριβών από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η διατριβή του Γ.Π. Σαββίδη για τον Καβάφη υποστηρίχθηκε το 1966 και του Κώστα Στεργιόπουλου για τον Καρυωτάκη το 1971. Από κει και μετά μελετώνται συνεχώς τόσο οι συγγραφείς του Μεσοπολέμου και η γενιά του ’30 όσο και η Α΄ και Β΄ μεταπολεμική γενιά και λίγο η γενιά του 1970. Οπωσδήποτε χρειάζεται και μια ορισμένη απόσταση για να μελετηθεί ολοκληρωμένα ένα λογοτεχνικό έργο. Άλλες οι επιδιώξεις της Ν.Ε.Φ. και άλλες της λογοτεχνικής κριτικής. Γίνεται πολύς λόγος γι’ αυτή τη διαφορά στο βιβλίο μου.
Δ.Ν. Μαρωνίτης, Λίνος Πολίτης, Γ.Π. Σαββίδης, Παναγιώτης Μουλλάς |
Να σταθούμε κάπως περισσότερο στον ρόλο της Ν.Ε.Φ. στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και την επίδρασή της στην διαμόρφωση μιας διαφορετικής, καινοτόμου, ανοιχτών οριζόντων, προσέγγιση της νέας ελληνικής φιλολογίας καθώς και της λογοτεχνίας. Όπως επισημαίνετε στο βιβλίο σας καταλυτικός ήταν ο ρόλος του Δ.Ν. Μαρωνίτη προς αυτήν την κατεύθυνση. Αρκούσε όμως μόνον ο Μαρωνίτης για να πνεύσει όλος αυτός ο ούριος άνεμος;
Μα πριν από τον Μαρωνίτη, υπήρξε ο δάσκαλός του, ο Λίνος Πολίτης. Αυτός άλλαξε πραγματικά το τοπίο στη Ν.Ε.Φ.. Πρώτα πρώτα, με την προσωπικότητα και το έργο του ανόρθωσε το κύρος της Ν.Ε.Φ. μέσα στο Πανεπιστήμιο. ΄Yστερα θεμελίωσε τις σολωμικές σπουδές με την έκδοση των Αυτογράφων ΄Εργων του Σολωμού, επεξεργάστηκε, στις δικές του μελέτες και στη διδασκαλία του, τις μεθόδους της φιλολογικής κριτικής, δημιούργησε με την Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του τις υποδοχές ώστε ο μοντερνισμός της γενιάς του ’30 να ενταχθεί στον λογοτεχνικό κανόνα. Τέλος, έδωσε έμφαση στην άσκηση των νέων φιλολόγων στη συγγραφή μελετών στη δημοτική γλώσσα, στην εμπέδωση δηλαδή της δημοτικής γλώσσας ως δοκιμιακής γλώσσας. Ο Μαρωνίτης ήταν πολύ καλός και αγαπημένος μαθητής του Πολίτη και η δική του καταλυτική συμβολή ήταν στο ζήτημα της σχέσης αρχαιογνωσίας και νεογνωσίας. Στη Μεταπολίτευση η εικόνα της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, όπως την περιγράψατε ως ανοικτής, καινοτόμου κλπ., οφείλεται στη συνδυαστική παρουσία του Γ.Π. Σαββίδη, του Δ.Ν. Μαρωνίτη και του Πάνου Μουλλά αλλά και του καθηγητή Γλωσσολογίας Μιχάλη Σετάτου, ο οποίος έφερε τις νέες θεωρίες της λογοτεχνίας.
Κυρία Αποστολίδου, θεωρείτε τον εαυτό σας τυχερό που σπουδάσατε στο Α.Π.Θ.; Έχετε ποτέ αναρωτηθεί αν θα είχατε τις ίδιες προσεγγίσεις αν σπουδάζατε στη Ν.Ε.Φ. του ΕΚΠΑ; Θέλω να πω πόσο επιδραστικό είναι ένα πανεπιστήμιο στην τάδε ή την δείνα διαμόρφωση ενός πανεπιστημιακού δασκάλου;
Οι σπουδές μας και η προσωπικότητα των δασκάλων μας, η ατμόσφαιρα που επικρατεί σε ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα, οι σχέσεις διδασκόντων και διδασκομένων, όλα αυτά επηρεάζουν ασφαλώς πολύ τον νέο επιστήμονα. Εκείνο που κρατώ από τις δικές μου σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης, πέρα από το υψηλό επίπεδο των γνώσεων που μας μετέδιδαν οι δάσκαλοί μας, είναι η ενθάρρυνση και η εμπιστοσύνη που ένιωσα, ότι μπορούμε κι εμείς οι νεότεροι να τα καταφέρουμε, να γίνουμε επιστήμονες, να βρούμε τον δικό μας δρόμο στην επιστήμη. Το κλίμα ήταν δηλαδή «συμπεριληπτικό» για να χρησιμοποιήσω μια λέξη της μόδας. Από κει και πέρα όμως, οι σπουδές κάποτε τελειώνουν και ο επιστήμονας βρίσκεται μόνος με τον εαυτό του και τις δικές του αποφάσεις, προτεραιότητες και ενδιαφέροντα.
Εκείνο που κρατώ από τις δικές μου σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης, πέρα από το υψηλό επίπεδο των γνώσεων που μας μετέδιδαν οι δάσκαλοί μας, είναι η ενθάρρυνση και η εμπιστοσύνη που ένιωσα, ότι μπορούμε κι εμείς οι νεότεροι να τα καταφέρουμε, να γίνουμε επιστήμονες, να βρούμε τον δικό μας δρόμο στην επιστήμη.
Πώς, μετά και από τη μελέτη σας αλλά κυρίως από την μεγάλη εκπαιδευτική σας εμπειρία, πιστεύετε ότι πρέπει –όσο το δυνατόν βέβαια– να είναι ένας επαρκής καθηγητής της Ν.Ε.Φ. για να ανταποκριθεί στις πολλαπλές και σύνθετες απαιτήσεις των καιρών μας;
Όπως το λέτε, σήμερα οι απαιτήσεις των καιρών μας είναι σύνθετες και πολλαπλές και το πρώτο που χρειαζόμαστε όλοι είναι να αφουγκραζόμαστε και να ερμηνεύουμε αυτές τις απαιτήσεις των καιρών έτσι ώστε με τα θέματα που επιλέγουμε, με τις μελέτες μας, με το ύφος του λόγου μας, με τη σχέση μας με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, να δείχνουμε με απλό και πειστικό τρόπο πόσο κρίσιμη είναι η λογοτεχνία για τη ζωή μας.
Τι περιμένει ένας καθηγητής της Ν.Ε.Φ. από τον/τη φοιτητή/φοιτήτρια του σήμερα; Και το αντίθετο; Τι σας έδειξε η ερευνητική διαδρομή που κάνατε μέσα στην χρονική διάρκεια των σαράντα χρόνων; Εσάς προσωπικά τι σας δίδαξε;
Δεν έχει σημασία τι περιμένει ο καθηγητής, σημασία έχει να προσαρμόζεται στις ανάγκες του φοιτητή. Κάθε γενιά μαθαίνει με διαφορετικό τρόπο και έχει άλλο επίπεδο γνώσεων και άλλες δεξιότητες. Αυτό που μου έδειξε η έρευνα είναι πως η Ν.Ε.Φ. είναι μια επιστήμη πολύ στενά συνδεδεμένη με τις γενικότερες ιστορικές, κοινωνικές και πολιτισμικές εξελίξεις γι’ αυτό πρέπει διαρκώς να αναζητά νέες απαντήσεις, να προσαρμόζεται, να βρίσκει νέους τρόπους «παρέμβασης».
Θα κλείσω με μια ερώτηση που εκφράζει και την ολοένα αυξανόμενη αγωνία πολλών διανοουμένων διεθνώς για την τύχη των ανθρωπιστικών σπουδών –η Ν.Ε.Φ. είναι τέτοια– μέσα στις ασφυκτικές πλέον συνθήκες μιας –κατά την άποψή μου– αδηφάγας Αγοράς από τη μια και μιας τεχνολογίας που καλλιεργεί μια εντελώς διαφορετική κουλτούρα και τρόπο σκέψης, από την άλλη. Τι περιθώρια έχουν οι ανθρωπιστικές σπουδές –η Ν.Ε.Φ. στην προκειμένη περίπτωση– να επιβιώσουν μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα; Αν οι θετικές επιστήμες μοιάζουν «ωφέλιμες» για την Αγορά, οι ανθρωπιστικές επιστήμες που κάθε άλλο παρά τέτοιες είναι, τι θα κάνουν; Θα περιθωριοποιηθούν; Θα μετατραπούν σε κάτι εξωτικό προς εκθεσιακή παρατήρηση;
Τα ερωτήματα αυτά βασανίζουν όλους όσους ασχολούμαστε με τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Δεν συνηθίζω να κατηγορώ την ανάπτυξη της τεχνολογίας για την όποια υποχώρηση των Ανθρωπιστικών Επιστημών. Μου φαίνεται μίζερο και λανθασμένο. Η τεχνολογία είναι εδώ για όλους μας και μπορούμε όλοι να την αξιοποιήσουμε επ΄ ωφελεία των σκοπών μας. Η δημιουργική αντιμετώπιση του προβλήματος κατά τη γνώμη μου είναι να σκύψουμε καταρχάς στην ιστορία της Ανθρωπιστικών Επιστημών με σκοπό να αποκτήσουμε μια ρεαλιστική αυτογνωσία, να αφήσουμε πίσω μας τις ρομαντικές υπερβολές περί υψηλής τέχνης και υψηλής κουλτούρας και να διατυπώσουμε με σαφή τρόπο το τι προσφέρουν οι ανθρωπιστικές σπουδές στην εκπαίδευση των μαθητών και των φοιτητών. Λ.χ. σε κάποια ξένα πανεπιστήμια έχει αναγνωριστεί η ωφελιμότητα της διδασκαλίας της λογοτεχνίας και σε φοιτητές των Θετικών Επιστημών, της Ιατρικής, της Νομικής. Εδώ δεν έχει ανοίξει καν αυτή η συζήτηση.
...να αφήσουμε πίσω μας τις ρομαντικές υπερβολές περί υψηλής τέχνης και υψηλής κουλτούρας και να διατυπώσουμε με σαφή τρόπο το τι προσφέρουν οι ανθρωπιστικές σπουδές στην εκπαίδευση των μαθητών και των φοιτητών.
Επίσης, η ευθύνη της πολιτείας για την επιβίωση και ανάπτυξη των Ανθρωπιστικών Επιστημών είναι μεγάλη διότι χρειάζονται χρηματοδότηση, δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από την αγορά, όπως ενδεχομένως οι Θετικές Επιστήμες. Φοβάμαι όμως ότι δεν είναι αρκετά εμπεδωμένη η συνειδητοποίηση της αξίας τους και ας λέγονται πολλά ωραία λόγια για τον ελληνικό πολιτισμό. Αφήστε που κάποιοι, ακόμα, όταν λένε ελληνικό πολιτισμό εννοούν τον αρχαίο και ξεχνούν τον νεοελληνικό!
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της μυθιστόρημα, «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία» (εκδ. Πατάκη).