Συνέντευξη με τον ομότιμο καθηγητή του ΑΠΘ, ιστορικό της τέχνης Άλκη Χαραλαμπίδη, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου-εγχειριδίου «Η τέχνη του 19ου αιώνα – Αρχιτεκτονική, Γλυπτική, Ζωγραφική», που κυκλοφορεί, όπως όλα τα βιβλία του συγγραφέα, από τις εκδόσεις University Studio Press.
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το έργο του Άλκη Χαραλαμπίδη συγκροτεί ένα σώμα βιβλίων σχετικών με τη σύγχρονη τέχνη που, για την Ελλάδα τουλάχιστον, είναι μοναδικό σε όγκο και ποιότητα. Στο κέντρο του, η ιστορία της δυτικής Τέχνης, αλλά και το λεξιλόγιό της – ο κόσμος της. Συνολικά, έξι βιβλία, καθένα από τα οποία συνιστά ένα πλήρες σύμπαν, γραμμένο με σοβαρότητα και γνώση, που απευθύνεται, χωρίς υπερβολή, στον καθένα μας.
Έχετε εκδώσει ένα τρίτομο έργο για την Τέχνη του Εικοστού αιώνα, καθώς και έργα για την Ιταλική Αναγέννηση και το Μπαρόκ. Μπορούμε να πούμε ότι με αυτό το βιβλίο-λεύκωμα για την Τέχνη του 19ου αιώνα ολοκληρώνετε ένα ευρύτερο έργο καταγραφής και ανάλυσης της Ιστορίας της σύγχρονης δυτικής τέχνης;
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με μια μικρή παρατήρηση. Η πλούσια εικονογράφηση του βιβλίου Η τέχνη του 19ου αιώνα, θα έκανε κάποιον να χρησιμοποιήσει αυθόρμητα τον χαρακτηρισμό λεύκωμα. Νομίζω ότι αν ήθελε κανείς οπωσδήποτε να του δώσει μια δεύτερη ταυτότητα, θα ήταν ορθότερος ο όρος εγχειρίδιο (handbook), δηλαδή ένα ποιοτικά εικονογραφημένο βιβλίο που παραθέτει με αυστηρά συστηματικό τρόπο βασικές και έγκυρες γνώσεις και όχι μια καλαίσθητη έκδοση που περιέχει εικόνες με ή χωρίς συνοδευτικό κείμενο, αυτό που συνήθως ονομάζεται λεύκωμα ή και coffee-table book.
Πράγματι, μαζί με τους άλλους τρεις τίτλους που αναφέρατε, στο πλαίσιο πάντα της πολυετούς και εξαιρετικής συνεργασίας μου με τον εκδοτικό οίκο University Studio Press ολοκληρώθηκε αισίως ένας κύκλος βιβλίων για την ιστορία της τέχνης από την αυγή της Αναγέννησης ως τις μέρες μας. Δύο ακόμη βιβλία μου, το Τέχνη: Βλέπω, γνωρίζω, αισθάνομαι και το Η τέχνη και οι λέξεις της, λειτουργούν υποστηρικτικά στα προηγούμενα, αλλά και μεμονωμένα αποτελούν χρήσιμα εργαλεία· το πρώτο ως μια γενική εισαγωγή στην ιστορία και τη θεωρία της τέχνης και το δεύτερο, ένα εικονογραφημένο λεξικό όρων με 650 περίπου λήμματα, ως βοήθημα στους τομείς των Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών, της Αρχιτεκτονικής και της Αρχαιολογίας. Ελπίζω η συμβολή μου στον εμπλουτισμό της σχετικής ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας να αποδειχθεί ουσιαστική. Αυτό έχω τη χαρά να διαπιστώνω σε σχέση με την υποδοχή του όλου έργου τόσο από την ακαδημαϊκή κοινότητα όσο και από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
Με την έννοια που η Αναγέννηση ήταν στην τέχνη πρωτίστως Ιταλική υπόθεση, μπορούμε να πούμε ότι ο 19ος αιώνας είναι περισσότερο γαλλικός; Αν ναι, γιατί συνέβη αυτό;
Είναι φυσικό να διατυπώνεται αυτό το ερώτημα από τη στιγμή που η αρχιτεκτονική, η γλυπτική και η ζωγραφική του 19ου αιώνα εξετάζεται σε μια μεικτή βάση, χρονολογική και γεωγραφική. Στην Αναγέννηση πράγματι πρωτοστατεί η Ιταλία, αν και βασικό χαρακτηριστικό του φαινομένου είναι ο πολυκεντρισμός, η παράλληλη δηλαδή ανάπτυξη των τεχνών στα διάφορα βασίλεια, δουκάτα και δημοκρατίες που ήταν διαιρεμένη. Στη Γαλλία, ήδη από τον 17ο αιώνα, επιβάλλεται ως διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο το Παρίσι. Εκεί λειτουργεί η επίσημη Ακαδημία Καλών Τεχνών, ενώ παράλληλα ιδρύονται ιδιωτικές ακαδημίες για τη διδασκαλία της τέχνης, καθιερώνεται το ετήσιο κρατικό Salon όπου εκτίθενται χιλιάδες έργα και μέσα στο κλίμα του γεννιέται η κριτική της τέχνης, που μάλιστα ασκείται από σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Charles Baudelaire, o Stéphane Mallarmé, o Émile Zola κ.ά.
Στην Αναγέννηση πράγματι πρωτοστατεί η Ιταλία, αν και βασικό χαρακτηριστικό του φαινομένου είναι ο πολυκεντρισμός, η παράλληλη δηλαδή ανάπτυξη των τεχνών στα διάφορα βασίλεια, δουκάτα και δημοκρατίες που ήταν διαιρεμένη.
Σταδιακά, δίπλα στις κρατικές πινακοθήκες ιδρύονται ιδιωτικές γκαλερί, ενώ οι καλλιτέχνες καρπώνονται άμεσα τα τεχνολογικά οφέλη της βιομηχανικής επανάστασης, που σημαίνει ότι από το 1840 περίπου και μετά έχουν στη διάθεσή τους τυποποιημένα χρώματα σε σωληνάρια, πινέλα, παλέτες, καμβάδες, καβαλέτα κ.λπ. Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα νέο status τόσο για τους ίδιους όσο και για την καλλιτεχνική παραγωγή. Ξεχωρίζει λοιπόν το Παρίσι, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποσκελίζονται δημιουργοί όπως ο Goya στην Ισπανία, ο Friedrich στη Γερμανία, ο Turner στην Αγγλία. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι το Λονδίνο είναι η μητρόπολη της πιο προηγμένης βιομηχανικά χώρας, το κέντρο μιας κοσμοκρατορίας που δίνει τον τόνο του μοντέρνου – είναι γνωστή η «αγγλομανία» της παρισινής κοινωνίας στον τρόπο ζωής, στο ένδυμα, στα ταξίδια, στα σπορ.
Πόσο επικοινωνούν μεταξύ τους η αρχιτεκτονική με τις πλαστικές τέχνες; Υπάρχει ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει την τέχνη του 19ου αιώνα, είτε πρόκειται για αρχιτεκτονική, είτε για γλυπτική είτε για ζωγραφική;
Μπορεί από μεθοδολογική αναγκαιότητα να εξετάζονται σε χωριστά κεφάλαια η αρχιτεκτονική, η γλυπτική και η ζωγραφική, αλλά θα ήταν λάθος αυτή τη διαίρεση να την ταυτίσουμε με στεγανά. Για παράδειγμα, οι βασικές αρχές του Κλασικισμού, του πρώτου μεγάλου ρεύματος που γεφυρώνει τον 18ο με τον 19ο αιώνα, είναι κοινές και στις τρεις τέχνες: μέτρο, ισορροπία, σαφήνεια, καθαρότητα, αρμονία, ηρεμία, απλότητα, έμφαση στον ρόλο της γραμμής και υποταγή του χρώματος σε αυτή, στροφή του βλέμματος στις κατακτήσεις της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Ανάλογη τάση παρατηρείται και στους κόλπους του άλλου μεγάλου ρεύματος, του Ρομαντισμού, μόνο που τα πρότυπά του αντλούνται από το μεσαιωνικό παρελθόν.
Αν και κάθε καλλιτέχνης, μέσα σε αυτήν τη μεγάλη πορεία, αποτελεί μια μικρή ψηφίδα μιας ευρύτερης εικόνας, υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες που σας παθιάζουν περισσότερο; Των οποίων τα έργα θα θέλατε, περισσότερο από άλλων, να τα είχατε στο σπίτι σας για να τα βλέπετε καθημερινά; Από την προσοχή και τη θέση που του δίνετε, εικάζω ότι ένας από αυτούς θα ήταν ο Ε. Degas. Θέλετε να μας πείτε δυο τρία ονόματα και μια κουβέντα για τον καθένα τους;
Αν και μου είναι δύσκολο να παραιτηθώ έστω και στιγμιαία από την αντικειμενικότητα του επιστημονικού λόγου για χάρη της υποκειμενικής επιλογής, θα ανταποκριθώ στην πρόκληση λέγοντας εξαρχής ότι στην πραγμάτευση του ογκώδους υλικού για την τέχνη ενός ολόκληρου αιώνα, αυτονόητα καθοριστικός ήταν ο παράγοντας της προσωπικής επιλογής αναφορικά με δημιουργούς και έργα. Θα ήθελα λοιπόν να μπορώ να βλέπω στο πρωτότυπο τον πίνακα του εξωφύλλου, «Δρόμος του Παρισιού μια βροχερή μέρα», όπου ο Gustave Caillebotte συμπυκνώνει, κατά τη γνώμη μου, υποδειγματικά όλη τη δυναμική της ζωής και της τέχνης στο νέο, αναμορφωμένο Παρίσι στα τέλη του 19ου αιώνα. Δείτε την αρχιτεκτονική, τη μεγάλη πλατεία, τους περιπατητές ντυμένους με τη μόδα της εποχής, δείτε πώς το φως που γοήτευε τους εμπρεσιονιστές πέφτει με ανεπανάληπτο τρόπο πάνω στις ομπρέλες, στα πρόσωπα, στο σκουλαρίκι της γυναίκας, στη λαβή της ομπρέλας του άνδρα, στο υγρό λιθόστρωτο. Θα τον παραλλήλιζα με τον Vermeer.
Ο Gustave Caillebotte συμπυκνώνει, κατά τη γνώμη μου, υποδειγματικά όλη τη δυναμική της ζωής και της τέχνης στο νέο, αναμορφωμένο Παρίσι στα τέλη του 19ου αιώνα.
Θα προσθέσω, όπως σωστά εικάζετε, το «Πορτρέτο νεαρής γυναίκας» του Degas, έναν πίνακα διαστάσεων μόλις 27x22 εκ. –όσο περίπου και η ολοσέλιδη αναπαραγωγή του στο βιβλίο– που δεν θα δίσταζα να χαρακτηρίσω αριστούργημα, μια bravura καθαρής ζωγραφικής, όπου παρά την παραστατικότητα του θέματος θριαμβεύουν η φόρμα, το χρώμα και η υφή του. Τέλος, «Η Γέφυρα στο Mantes» του Corot, που με τη διάρθρωση των εσωτερικών του κυρίως στοιχείων –γραμμή, χρώμα, φόρμα– μάς γαληνεύει, παρασέρνοντάς μας στη σφαίρα της ποίησης και της μουσικής.
Πορτρέτο νεαρής γυναίκας του Degas και Η Γέφυρα στο Mantes του Jean-Baptiste Camille Corot. |
Τι σηματοδοτούν έργα όπως ο Πύργος του Άιφελ, στο τέλος του αιώνα, όπου έχει κανείς την αίσθηση ότι η τεχνική κερδίζει έδαφος απέναντι στην αισθητική. Ήταν αυτή που ονομάζετε «αρχιτεκτονική των μηχανικών» απαρχή μιας νέας εποχής, ή απλώς τελικά μια «στιγμή» στην ιστορία της αρχιτεκτονικής;
Ο Πύργος του Eiffel (1889), με την έννοια της απόλυτης δοξολογίας του κατακόρυφου άξονα, ήταν στην κυριολεξία το αποκορύφωμα μιας σειράς επιτευγμάτων στο πεδίο της αρχιτεκτονικής ως κατασκευαστικής πρωτίστως διαδικασίας, με πρόγονό του το εντυπωσιακό Crystal Palace (1851) του Joseph Paxton στο Λονδίνο. Τον Πύργο του Eiffel θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ένα τολμηρό βήμα-σταθμό σε αυτή την εξέλιξη, η οποία συνεχίζεται έως σήμερα, με την απόσταση ανάμεσα στην τεχνική και την αισθητική να έχει ουσιαστικά γεφυρωθεί μέσα από τη δημιουργία των μεγάλων σύγχρονων αρχιτεκτόνων.
Δρόμος του Παρισιού μια βροχερή μέρα, του Gustave Caillebotte (1877) |
Από την τέχνη του 19ου αιώνα, επιβιώνει κάτι σήμερα; Στην αρχιτεκτονική ή στις πλαστικές τέχνες; Για να το θέσω πιο συγκεκριμένα: Αν γινόταν να συζητήσουν ένας μεγάλος καλλιτέχνης του 19ου αιώνα με έναν σημαντικό σημερινό καλλιτέχνη, θα είχαν ένα κοινό πεδίο θέασης των πραγμάτων; Μήπως, υπονοεί η ερώτηση, ο 20ός αιώνας υπήρξε μια ρωγμή ανάμεσα στην παράδοση και σε ό,τι είναι αυτό που ακολουθεί στην τέχνη;
Ένα μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας γύρω από την αρχιτεκτονική και τις εικαστικές τέχνες του 19ου αιώνα αναλώνεται αναπόφευκτα στη μελέτη των στοιχείων εκείνων που θα μπορούσαν να συνθέσουν τις προϋποθέσεις για ό,τι ακολούθησε τον 20ό αιώνα. Πράγματι, αυτά τα στοιχεία υπάρχουν. Για παράδειγμα, ο τύπος του καλλιτέχνη-ιδιοφυΐας (génie), του μοναχικού, συχνά αυτοκαταστροφικού δημιουργού που επιδιώκει την πάση θυσία υποκειμενικότητα της έκφρασης, ήταν γέννημα του Ρομαντισμού και, μέσω των «ιερών τεράτων» του τέλους του 19ου αιώνα (Gauguin, Van Gogh, Munch κ.ά.), υιοθετήθηκε από τον Μοντερνισμό τον 20ού αιώνα. Χωρίς να αίρεται η αυτονομία της τέχνης του 19ου αιώνα, θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλες κατακτήσεις της που κληροδοτήθηκαν για να γονιμοποιηθούν στη συνέχεια.
Ρήξεις και ασυνέχειες προκλήθηκαν επανειλημμένα τον 20ό αιώνα, αλλά αν εξαιρέσει κανείς κινήματα όπως ο Φουτουρισμός και το Dada, που προγραμματικά επαγγέλθηκαν τον αφανισμό της παράδοσης, αυτή, φανερή ή λανθάνουσα, δεν έπαψε να συνοδεύει εποικοδομητικά τις κάθε είδους καινοτομίες. Παραδείγματος χάριν, συχνά επισημαίνουμε στη μοντέρνα και σύγχρονη ζωγραφική, σε σχέση με την αυτοαναφορικότητα ενός πίνακα, την αισθητική αξία που προκύπτει όταν σκόπιμα ο καλλιτέχνης αφήνει να διακρίνεται η υφή του καμβά κάτω από το στρώμα του χρώματος.
Ρίξτε μια ματιά στο «Πορτρέτο νεαρής γυναίκας» του Degas που αναφέρθηκε πιο πάνω, και θα δείτε πόσο υπαρκτός είναι ο διάλογος ανάμεσα στους δύο αιώνες. Ο Edgar Degas, που ασχολήθηκε και με τη φωτογραφία, ήταν από τους πρώτους που κατανόησε ότι το μέλλον της ζωγραφικής προϋπέθετε την παραίτησή της από το μάταιο κυνήγι της ομοιότητας και παράλληλα την αναζήτηση άλλων δυνατοτήτων έκφρασης.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας.