Για το μυθιστόρημα της Maggie O' Farrell «Άμνετ» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Ψυχογιός). Κεντρική εικόνα: Επιχρωματισμένο χαρακτικό του 19ου αιώνα, ο άγνωστος δημιουργός του οποίου βάζει τον Σαίξπηρ να διαβάζει στην οικογένειά του τον «Άμλετ». Δεξιά του και αριστερά του οι δύο του κόρες, Σουζάνα και Τζούντιθ, δεξιά και μπροστά από το γραφείο του, η γυναίκα του Αν Χάθαγουεϊ, ενώ πίσω του βρίσκεται ο πρόωρα χαμένος γιος του Άμνετ.
Του Διονύση Μαρίνου
Σπουδαίος μεταξύ των σπουδαίων αυτού του κόσμου, ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ παραμένει –και πάντα θα παραμένει– ένας εκ των βασικών λίθων που στηρίζουν το οικοδόμημα του παγκόσμιου θεάτρου. Ξέρουμε τα πάντα για τις δημιουργίες του, έχουν γραφτεί αρίφνητες μελέτες και μονογραφίες για το πώς τα έργα του (τόσο οι τραγωδίες, όσο και οι κωμωδίες του) ιστορούν τα πάθη και τους βασανισμούς της ανθρώπινης ψυχής. Μετά τους τραγικούς ποιητές της Αρχαίας Ελλάδας, ο Σαίξπηρ μπορεί να σταθεί επάξια στο βάθρο των δημιουργών που ψηλάφισαν και μετέφεραν στη σκηνή το σύνολο της ανθρώπινης περίπτωσης. Είδαν τον γκρεμό και δεν φοβήθηκαν να πέσουν για να μάθουν τα μυστικά του.
Τι ξέρουμε, όμως, για την προσωπική του ζωή; Λίγα πράγματα και πολλά από αυτά συγκεχυμένα. Να σκεφτεί κανείς πως ακόμη και το πορτρέτο του που κοσμεί την Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων του Λονδίνου αμφισβητείται έντονα πως αποτυπώνει την πραγματική μορφή του ποιητή. Για να μην πει κανείς για την άρνηση αρκετών πανεπιστημιακών, αλλά και συγγραφέων (από τον Ουίτμαν έως τον Χένρι Τζέιμς) να δεχθούν πως όλα τα έργα που του αποδίδονται έχουν, όντως, γραφτεί από το χέρι του.
Τι ξέρουμε, όμως, για την προσωπική του ζωή; Λίγα πράγματα και πολλά από αυτά συγκεχυμένα. Να σκεφτεί κανείς πως ακόμη και το πορτρέτο του που κοσμεί την Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων του Λονδίνου αμφισβητείται έντονα πως αποτυπώνει την πραγματική μορφή του ποιητή.
Ομοίως, ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για τα θρησκευτικά του πιστεύω, αλλά και τη σεξουαλική του ζωή. Καίτοι υπήρξε παντρεμένος με την –κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του– Αν Χάθαγουεϊ και μαζί της απέκτησε τρία παιδιά, εντούτοις κάποιοι μελετητές διακρίνουν σε ορισμένα από τα πασίγνωστα σονέτα του μια κάποια ομοφυλοφιλική κλίση. Κοντολογίς: τίποτα δεν μπορεί να αποδειχθεί και πολλές από αυτές τις εικοτολογίες (ορισμένες, δε, τραβηγμένες από τα μαλλιά κάποιων ευφάνταστων), ενισχύουν ακόμη περισσότερο τον μύθο του ανά τους αιώνες.
Το ερώτημα ανακύπτει αβίαστα: γίνεται ο μέγας δραματουργός να αποτελέσει υλικό μιας –συνεπαγόμενης από τη ζωή του– σύγχρονης μυθοπλασίας; Μπορεί ένας δικός του ήρωας να μεταπηδήσει σε κάποιο σύγχρονο μυθιστόρημα και να αποκτήσει μια νέα ζωή; Ιδιαιτέρως αν μιλάμε για τον μέγιστο των ηρώων του, τον Άμλετ.
Η Ιρλανδή συγγραφέας Μάγκι Ο’Φάρελ αποφάσισε να ασχοληθεί επί χρόνια με την αναζήτηση πληροφοριών γύρω από ένα γεγονός που έχει μείνει υποφωτισμένο κι ωστόσο φαίνεται πως αποδείχθηκε καθοριστικό στη ζωή του Σαίξπηρ. Το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας είναι το μυθιστόρημα Άμνετ (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Ψυχογιός). Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πηγές, το 1596 πέθανε ο 11χρονος γιος του δραματουργού, ο Άμνετ. Επίσημη αιτία θανάτου δεν υπάρχει, ωστόσο ο επελαύνων λοιμός της εποχής μοιάζει να ήταν ο «θύτης». Τέσσερα και πλέον χρόνια μετά τον αδόκητο θάνατο του γιου του, ο Σαίξπηρ γράφει τον περιώνυμο Άμλετ (μια εμφανής παραφθορά του ονόματος) που θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας.
Αλήθεια, αυτό ακριβώς ήθελε να αποτυπώσει στο μυθιστόρημά της η Ο’Φάρελ; Τις στιγμές της οδύνης που διαπέρασαν τον ψυχισμό του ποιητή και τον οδήγησαν να δημιουργήσει, μέσα από τα προσωπικά σπαράγματα, ένα σύμβολο του τραγικού; Κι όμως, όχι! Η παρουσία του Σαίξπηρ (παράδοξο, αλλά ενδιαφέρον) δεν είναι πρωταγωνιστική στο βιβλίο. Δεν αναφέρεται καν ευθέως το όνομά του. Τον διαβάζουμε ως «ο άντρας της» ή «ο καθηγητής λατινικών» ή ακόμη και «ο πατέρας». Με εύσχημο τρόπο, η Ο’Φάρελ αναφέρεται ελάχιστα και στη γενέτειρα του Σαίξπηρ, το Στράτφορντ, επιλέγοντας να μιλήσει για δρόμους και σπίτια που βρίσκονταν στην περιοχή.
Προς τι, άραγε, αυτή η κάπως παρελκυστική απόφαση; Η απάντηση είναι ευλογοφανής αν διαβάσει κανείς κάτω από τις γραμμές του βιβλίου. Η πρόθεση της Ο’Φάρελ δεν είναι να ρίξει φως σε μια από τις κρυφές πτυχές της ζωής του Σαίξπηρ. Μην ξεχνάμε πως έχουμε να κάνουμε με μυθοπλαστικό δημιούργημα κι όχι με κάποια πραγματεία που στηρίζεται σε πλήθος πηγών ή σε εργώδη προσπάθεια κάποιου ακραιφνούς σαιξπηρολόγου.
Πορτρέτο μιας αυθεντικής γυναίκας
Ο θρήνος του χαμού είναι το βασικό της θέμα. Εκεί στρέφει το βλέμμα της. Γι’ αυτό και η πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι η γυναίκα του που εδώ ονομάζεται Άγκνες. Αυτό το αλλόκοτο κορίτσι που ενδιαφέρεται για τις θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων, που περνάει ώρες επί ωρών στα μελίσσια της, που θεωρείται αλλοπαρμένη –κάτι σαν αερικό– για τους γύρω της και η οποία, ως φαίνεται, αγάπησε τον Σαίξπηρ, αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να τον ακολουθήσει στο δρόμο της δόξας του. Προτίμησε να μείνει στη σκιά, στη θαλπωρή του εσωτερικού της κόσμου. Μια κλασική χωριατοπούλα, σχεδόν ανεπεξέργαστη, αλλά συνάμα αυθεντική.
Η δική της οπτική δίνει βάρος στην ιστορία, παρότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια μακρά πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση. Ο ξαφνικός χαμός του μικρού Άμνετ, καίτοι φαινόταν πως αυτή που όδευε προς τον άλλο κόσμο ήταν η δίδυμη αδελφή του, τσάκισε συναισθηματικά την Άγκνες. Την έριξε σε ένα έλος στεναγμών γι’ αυτό και όταν έμαθε πως ο άντρας της, που βρισκόταν μόνιμα στο Λονδίνο, αποφάσισε να γράψει ένα έργο που να θυμίζει το όνομα του χαμένου γιου τους, αισθάνθηκε προδομένη. Σαν να χρησιμοποίησε ο άντρας της το οικογενειακό δράμα (κάτι ολότελα ιδιωτικό) προς χάριν της θεατρικής τέρψης.
Η Μάγκι Ο’Φάρελ γεννήθηκε στη Βόρεια Ιρλανδία το 1972 και μεγάλωσε στην Ουαλία και τη Σκοτία. Έκανε διάφορες δουλειές μέχρι να καταλήξει στη συγγραφή – από σερβιτόρα, καμαριέρα και κούριερ έως δασκάλα και δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Independent on Sunday». Ζει στο Εδιμβούργο. |
Η Ο’Φάρελ δίνει υπόσταση στον θρήνο μετατρέποντας την Άγκνες σε ηρωίδα ανεξάρτητη από το βάρος της σκιάς του άντρα της. Αυτό εξηγεί, εν πολλοίς, και την απόφασή της να μην τον ονοματίσει. Από την άλλη, δεν παραλείπει να μας μιλήσει για την οικογένεια του Σαίξπηρ. Για τον οξύθυμο και βίαιο πατέρα του, ο οποίος είχε μια επιχείρηση παραγωγής γαντιών, για την άβουλη μητέρα του, για την οικογένεια που ο ίδιος έφτιαξε με την Άγκνες, τα τρία τους παιδιά, αλλά και τις δικές του καλλιτεχνικές ανησυχίες που τον οδήγησαν στο Λονδίνο και την απομάκρυνσή του από την οικογενειακή εστία.
Η απώλεια είναι πανταχού παρούσα στο μυθιστόρημα, ο πόνος του χαμού βάφει πολλές από τις σημαντικές σκηνές του με έντονα χρώματα. Υπάρχει, σαφώς, η λεπτομέρεια της έρευνας που έχει κάνει προηγουμένως η συγγραφέας, αλλά υπάρχει και μια έντονη διάθεση να αποτυπωθεί το συναίσθημα των ηρώων με περίτεχνες φράσεις, με υψηλό βαθμό ενσυναίσθησης και με μια γλώσσα που δεν επιθυμεί να είναι στην αντικειμενική πλευρά των πραγμάτων, αλλά να εισχωρήσει στο βάθος της πληγής.
Είναι ανεξάντλητες, άραγε, οι πηγές της λογοτεχνίας ως προς την μυθιστορηματική αποτύπωση πραγματικών προσώπων; Αν σκεφτούμε με πόσο θαυμαστό τρόπο το έκανε ο E.L. Doctorow όπου σχεδόν όλα του τα βιβλία βασίζονται σε αληθινούς ανθρώπους, τότε η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι θετική. Όσο υπάρχουν άνθρωποι θα πλάθονται και ήρωες. Ισχύει και αντιστρόφως.
Αρκετά λειτουργική είναι η μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ που κατανόησε εξαρχής πως η Ο’Φάρελ δεν φοβάται το συναίσθημα (δίχως να «πνίγει» την ιστορία της) και απέδωσε την πρόθεσή της αναλόγως. Το μυθιστόρημα έλαβε το βραβείο Women’s Prize For Fiction το 2020.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«Η Άγκνες δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει, τι συνέβη. Πώς γίνεται το όνομα του γιου της να είναι στο πρόγραμμα της λονδρέζικης παράστασης. Κάποιο παράδοξο, αλλόκοτο λάθος πρέπει να έγινε. Πέθανε. Το όνομα ανήκει στον γιο της, και πέθανε, ούτε τέσσερα χρόνια δεν είναι. Ήταν παιδί και θα γινόταν άντρας, αλλά πέθανε. Είναι ο εαυτός του, κι όχι έργο, ούτε χαρτί, ούτε λέξη που μιλιέται, που παίζεται επί σκηνής, που επιδεικνύεται. Πέθανε. Ο άντρας της το ξέρει, η Τζόαν το ξέρει. Δεν καταλαβαίνει. Νιώθει την Τζούντιθ να σκύβει πάνω απ’ τον ώμο της, να λέει: «Τι είναι, τι;» και, φυσικά, δεν μπορεί να διαβάσει τα γράμματα, δεν μπορεί να τα ενώσει για να βγάλουν νόημα – παράξενο, που δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει το όνομα του ίδιου του διδύμου της- και νιώθει τη Σουζάνα να κρατάει σταθερή τη γωνία του προγράμματος· τα δικά της δάχτυλα τρέμουν, λες και πιάστηκαν στον άνεμο που φυσάει έξω, ίσα μέχρι να το διαβάσει. Η Σουζάνα προσπαθεί να το αρπάξει απ’ το χέρι της μα η Άγκνες δεν το αφήνει, δεν υπάρχει περίπτωση να το αφήσει, αυτό το χαρτί, όχι, αυτό το όνομα, όχι. Η Τζόαν την κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό, ξαφνιασμένη με την έκβαση της επίσκεψης.